Στην προσπάθειά μου να
απαντήσω στα συχνά ερωτήματα παλιών
φίλων και συναδέλφων, για την ενασχόλησή
μου με τη συγγραφή και την αρθρογραφία μου, που δεν είχε υποπέσει στην αντίληψή
τους στη μακρόχρονη συνυπηρέτησή μας, δηλώνω
ότι, αρχικά, ούτε και εγώ το είχα
αντιληφθεί!!! Όπως ξαφνιάστηκαν κάποιοι ανακαλύπτοντας μια ‘’αθέατη’’ πλευρά
της ζωής μου που ενδεχομένως δεν φανταζόντουσαν
ή ακόμα και να μην περίμεναν, το
ίδιο συνέβη και από μέρους μου, διότι πιστεύω ότι ‘’αθέατο’’ είναι αυτό που δεν
θέλουμε να δούμε. Όμως, σε κάθε περίπτωση χαίρομαι και γι’ αυτούς που τελικά με
‘’ανακάλυψαν’’, διότι πιστεύω ότι ποτέ δεν είναι αργά.
Αναζητώντας λοιπόν μια
κάποια ικανοποιητική εξήγηση, αρχίζω από τα μαθητικά μου χρόνια, τα δύσκολα
χρόνια κατοχής και πολέμων, σε ένα επαρχιακό γυμνάσιο της γενέτειράς μου,
Αταλάντης. Πιστεύω ότι υπήρξα καλός
μαθητής στα φιλολογικά μαθήματα –αφού ακόμα θυμάμαι τους κανόνες συντακτικού
και γραμματικής της αρχαίας και της καθαρεύουσας. Οι καθηγητές μου όμως με
ξεχώριζαν για τις μαθηματικές μου επιδόσεις, επιβραβεύοντάς τις με υψηλή βαθμολογία, σε αντίθεση με τα ελληνικά σπάνια ξεπερνούσα το 12 [ με
άριστα το 20] και επέμεναν ότι με ‘’αυτόν
τον τρόπο θα μάθαινα καλά ελληνικά’’. Συμφωνώ
μαζί τους μόνο ως προς το αποτέλεσμα,
που με συνοδεύει στη μετασχολική μου ζωή, δεν είμαι όμως ιδιαίτερα ευτυχής για
τη βαθμολογία του ελληνικών που ‘’κοσμεί’’ το απολυτήριο μου.
Η πρώτη μου επαφή με τη
λογοτεχνία έγινε στη διάρκεια του
εμφυλίου, με το βιβλίο του Ο. HENRY ’Το
τελευταίο φύλλο’’* - που επισυνάπτεται ο
σχολιασμός και μια δημόσια κριτική του. Συνέχισα την επαφή μου με τα βιβλία το
1953, στον στρατό, όταν ο κολλητός μου φίλος – ο Κώστας – είχε γεμάτο το κενό
ανάμεσα στο σομιέ και το στρώμα του κρεβατιού του με βιβλία Ρώσων κλασικών συγγραφέων [ Τολστόι,
Ντοστογιέφσκι κλπ]. Αυτό λίγο έλλειψε να τον κατατάξει στους αριστερούς, που την
εποχή εκείνη αποτελούσε μομφή, ενώ σήμερα αποτελεί δείγμα ριζοσπαστικής προοδευτικότητας. Επανήλθα στην ανάγνωση
λογοτεχνικών βιβλίων με τον γάμο μου, αφού η σύζυγός μου [που την έχασα το
1977] είχε εργασθεί σαν γραμματέας της Ένωσης Ελλήνων Συγγραφέων και υπήρξε φανατική βιβλιόφιλος.
Το 1962, που υπηρετούσα
στο Βελιγράδι, ο Πρέσβης και νονός της
κόρης μου, Δημήτρης ΝικολαρεΪζης μου χάρισε το βιβλίο του ‘’Δοκίμια κριτικής’’,
ενώ την ίδια περίοδο βρέθηκα κοντά σε μια πλειάδα Ελλήνων συγγραφέων, που ήλθαν
εκεί με την ευκαιρία της απονομής βραβείου Νόμπελ σε ένα Σέρβο
συγγραφέα. Είχα μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον μεγάλο Στράτη Μυριβήλη, που
είχα διαβάσει όλα τα έργα του και αυτό μου έβαλε στο νου τη ‘’σπίθα’’ της
δοκιμής, που όμως προσωρινά δείλιασα να
επιχειρήσω. Το 1966 τοποθετήθηκα στην
Ελληνική Πρεσβεία στην Πράγα όπου, μάλλον από παρεξήγηση, βρέθηκα άθελά μου πιο
κοντά σε μια συγγραφέα.
Συγκεκριμένα είχα μια
μικρή διαμάχη με τον Πρέσβη μου, διότι εύρισκε ότι το αντικείμενο της εργασίας
μου δεν μου κάλυπτε πλήρως το ωράριο. Τον παρακάλεσα λοιπόν ‘’να μου προσθέσει και άλλα
καθήκοντα που να δικαιολογούν τον μισθό μου’’ και εκείνος μου ανέθεσε τη
σύνταξη του καθημερινού τηλεγραφήματος προς την τότε Γεν. Γραμματεία Τύπου, με βάση
τα αναφερόμενα στις τσεχοσλοβακικές εφημερίδες ελληνικά θέματα, που μετέφραζε
στα γαλλικά η ιδιαιτέρα γραμματέας του[κυρία Ruzickova]. Πολύ σύντομα όμως , η
όλη διαδικασία πήρε εντελώς άλλη μορφή. Στο μεταξύ, είχα μάθει την τσεχική, και
μετέφραζα κατευθείαν τον καθημερινό Τύπο και
έγραφα το τηλεγράφημα, που – πριν το στείλω - του
έριχνε μια ματιά ο Πρέσβης, που αργότερα τη θεώρησε
περιττή.
Λίγες ημέρες αργότερα
εμφανίστηκε στο γραφείο μου η σύζυγος
του και μου είπε ότι είναι συγγραφέας
και θα ήθελε αν μπορώ να διαθέσω λίγο από τον ελεύθερο χρόνο μου, να βοηθήσω στο ‘‘ρετουσάρισμα’’ του νέου της
βιβλίου, διότι ο σύζυγός της είχε
μιλήσει κολακευτικά για την
ικανότητά μου στον χειρισμό της
ελληνικής γλώσσας. Η ‘’συνεργασία’’ αυτή δεν ευδοκίμησε για πολύ, διότι
διατύπωσα κάποιες βασικές ‘’λεκτικές’’ επιφυλάξεις, οπότε αποσύρθηκα ευγενικά, με τη σκέψη όμως να
επιχειρήσω κάτι δικό μου εις το προσεχές
μέλλον. Η ευγενής και πολύ ευγενική αυτή
κυρία [ Δανάη Καλεύρα] μου χάρισε τα δύο παλαιότερα βιβλία της , δεν άκουσα
όμως ποτέ κάτι για το επίμαχο!
Το 1980, που υπηρετούσα
στην Κεντρική Υπηρεσία του ΥΠΕΞ, η φίλη και συνάδελφος Μαρία Τσούνη, με έφερε
σε επαφή με τον αείμνηστο Αντώνη Σαμαράκη [ για
υπόθεσή του], ο οποίος μου αφιέρωσε όλα του τα έργα που τα συνόδευσε και
με μια ευγενική κάρτα, που παραθέτω φωτοτυπία της. Το έργο του ‘’Αρνούμαι’’, μου πρόσφερε το πρώτο
μέρος του τίτλου του βιβλίου μου
‘’Αρνούμαι να ξεχάσω’’, που κυκλοφόρησα σε μερικές εκατοντάδες ‘’στοχευμένων’’
αναγνωστών.
Την τελική όμως
ενθάρρυνση να επιχειρήσω το ‘’γράψιμο’’ μου ενέπνευσαν – χωρίς να το γνωρίζουν
οι ίδιοι’’ στις Βρυξέλλες, ο φίλος μου
Κώστας Τρακάδας [ που δήλωνε θαυμαστής του τρόπου έκφρασής μου] και η φίλη μου
Ελένη, που – διακήρυσσε - ότι δεν έπαυσε ποτέ να εμπιστεύεται ‘’τη
γνώση και τις γνώσεις μου’’. ‘Έτσι απλά
λοιπόν μου προέκυψε η επιθυμία να
καταστήσω ευρύτερα γνωστές τις εμπειρίες
και τα προσωπικά μου βιώματα – όπως γράφει και η προμετωπίδα του προσωπικού μου
ιστότοπου [anpantar.blogspot.com].
Έγραψα ακόμα τρία
μυθιστορήματα, [ ένα αστυνομικό και δύο κοινωνικά-αισθηματικά] που βασίζονται
σε πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα αλλά, απέφυγα για διάφορους λόγους την προσωποποίησή τους. Είχα την πρόθεση να αφήσω στα εγγόνια μου την
επιλογή δημοσίευσής τους, μετά τον θάνατό μου. Τελικά όμως, η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να προηγηθεί
ο δικός τους θάνατος, αφού από λάθος μου, αντί να κάνω ‘’διαμόρφωση’’ του
σκληρού δίσκου μεταφοράς τους , την έκανα στο δίσκο που τα περιείχε και τελικά
τα έχασα όλα [860 σελίδες συνολικά]. Αδυνατώντας πλέον να τα ξαναγράψω, πήρα
οριστικά την απόφαση να περιοριστώ σε άρθρα και σχόλια ποικίλου περιεχομένου,
απλά και μόνο για να ‘’σκοτώνω την ανία μου’’, που αρχίζει να με ενοχλεί!!!. Περισσότερο
με συγκινεί ο αριθμός και η γεωγραφική κατανομή στις πέντε Ηπείρους, ‘’αγνώστων’’
μου αναγνωστών της ιστοσελίδας μου – όπως προκύπτει από τα στατιστικά της
στοιχεία – που εκλαμβάνω σαν ανταπόκριση σε ένα
πνευματικό διάλογο μαζί τους.
Αντώνης Ταρνανάς
Ακολουθούν τα
αναφερόμενα δύο συνημμένα:
ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟ ‘’ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΝ ΦΥΛΛΟ’’
[Νεότερη και πιο προσωποποιημένη θεώρηση]
Το πρώτο εξωσχολικό βιβλίο που έπεσε ποτέ στα χέρια
μου, δεν σημάδεψε απλά τα παιδικά μου χρόνια και τις μετέπειτα απόψεις μου,
αλλά τείνει να καταστεί και οδηγός στις στερνές μου σκέψεις προς το
‘’τέλος’’ του βίου μου. Όταν διάβασα για πρώτη φορά το έργου του Ο.HENRY ‘’το
τελευταίο φύλλο’’, δεν είχα καθόλου προσλαμβάνουσες παραστάσεις, πέραν της
δυστυχίας που ζούσα λόγω του πολέμου και της πείνας, ενώ αργότερα [5.7.2014]
που έκανα την προηγούμενη κριτική μου, περιορίστηκα απλά στην αποσύνδεση του
έργου από την ομοφυλοφιλία που του απέδιδε κάποια προφανώς σκόπιμη κριτική.
[συναποστέλλεται συνημμένο]
Τώρα πια, που εντελώς συμπτωματικά είναι πάλι Ιούλιος
[μήνας των γενεθλίων μου - που θυμίζουν τα φύλλα της κληματαριάς], αισθάνομαι
την ανάγκη να ασχοληθώ με την ουσία του κειμένου, που έχει σαν κύριο και ίσως
μοναδικό θέμα τη μοναξιά. Καταλαβαίνω καλύτερα και τα κίνητρα του
συγγραφέα να αναφερθεί στο προσωπικό του δράμα, δηλαδή την αρρώστια της
γυναίκας του και στη φυλάκισή του και ίσως εδώ αρχίζει και η προσωπική μου
ταύτιση μαζί του. Έχοντας βιώσει πανομοιότυπες καταστάσεις, προσπαθώ να δώσω
τις δικές μου ερμηνείες στα συναισθήματα που τον διακατέχουν , με μόνη
διαφοροποίηση ότι η δική μου φυλάκιση δεν είναι
αποτέλεσμα καταδικαστικής απόφασης, αλλά ‘’προσωπικής’’ μου επιλογής. Σας
πληροφορώ λοιπόν ότι η μοναξιά από μόνη της αποτελεί ένα είδος
‘’φυλάκισης με βραχιολάκι’’, που επιτρέπει στον ‘’έγκλειστο’’ να σπάει κατά
διαστήματα τα δεσμά του, αρκεί να το επιτρέπει η ψυχική του διάθεση και
όχι μόνο. Όταν οι προσωπικές δυνάμεις δεν ’’σπρώχνουν’’ πια για την όποια
υπέρβαση, υπερισχύει η δύναμη της συνήθειας και έτσι ο μοναχικός
άνθρωπος, ενισχύει καθημερινά μόνος του τα τείχη της δικής του φυλακής, αφού
θεωρεί πλέον αναγκαίο ακολούθημα την ‘’έκτιση’’ της καθημερινής του ποινής .
Αυτή η εξοικείωση με την ‘’μοναχική’’ πραγματικότητα αποτελεί την τέλεια μορφή
της φυλακής, αφήνοντας απλά στον ‘’φυλακισμένο’’ το πρόσχημα της κατ’ επιλογήν
απομόνωσής του, που το επόμενο στάδιο είναι ο θάνατος, ενίοτε μάλιστα και σαν
επιδίωξη, αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει ‘’ το τελευταίο
φύλλο’’, ούτε καν η ελπίδα της ‘’αποφυλάκισης’’. Εδώ εντοπίζεται και
το δικαίωμα της προσμονής του θανάτου σαν μέσου λύτρωσης,
αφού αποτελεί και τον μοναδικό συνδετικό κρίκο ή, κατά τη θρησκευτική
ερμηνεία, ένα παρατεταμένο διάλειμμα για τη συνέχεια της ζωής. Αυτό
επαφίεται στη ηθική δομή του καθενός μας και τις προσωπικές του αντοχές,
αποκλειόμενης κατά το δυνατόν, της άμεσης συμβολής μας στην επίσπευσή
του, όσο και αν αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα αυτοδιαχείρισης της ζωής του
καθενός μας.
Επανέρχομαι λοιπόν στο μυστικό του βιβλίου, όπου η μία
των δύο γυναικών ένοιωσε πολύ κοντά στον επερχόμενο θάνατο και τον είχε
συνδέσει ‘’αυθαίρετα’’ βέβαια, με την πτώση από την κληματαριά του τελευταίου
φύλλου’’, με τη λήξη του Φθινοπώρου. Η φίλη της, που είχε αντιληφθεί αυτή της
τη σκέψη, φρόντισε να ‘’καρφιτσώσει’’ το τελευταίο φύλλο της κληματαριάς που
βρισκόταν στο οπτικό πεδίο της κλινήρους συντρόφου της, ώστε να
ενθαρρύνει την ελπίδα για παράταση της ζωής της. Εδώ προσθέτω εγώ, ότι
όλα αυτά θα μπορούσαν να αποτελούν αυτοκριτικά ‘’καθρεφτίσματα’’ και
προσωπικά γεγονότα του συγγραφέα, μεταφέροντας στις δυο ηρωίδες του έργου
του τα προσωπικά του βιώματα. Μπορεί η υγιής φίλη να έδρασε έτσι με
προσωπικά κίνητρα, για να περισώσει όσο μπορεί περισσότερο τη μοναδική της
συντροφιά ενώ η ασθενής οριοθετούσε όχι την τελευταία ελπίδα επιβίωσης ,
αλλά το επιθυμητό τέλος ενός μαρτυρίου. Αυτό ίσως ο Ο. HENRY να το
κράτησε για τον εαυτό του και να μην το μάθουμε ποτέ, όσοι όμως βιώνουν τη μοναξιά
σε μεγάλη ηλικία, μάλλον οδηγούνται στη δεύτερη επιλογή, διότι
η ζωή τους, όταν δεν τους επιτρέπει να ανταποκρίνονται
στοιχειωδώς στις καθημερινές τους ανάγκες, γίνεται πολύ
δύσκολη έως ανυπόφορη. Αντί λοιπόν να αποτελεί λύση – για τους ίδιους
και τον περίγυρό τους - μια τέτοια ‘’παράταση’’
δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες και προβλήματα για
τους ίδιους και το περιβάλλον τους. Ωραία είναι η ζωή
και Θείο δώρο, αρκεί να πληροί τις ελάχιστες προϋποθέσεις διαβίωσης και όχι της
τυπικής επιβίωσης. Ζώντας σε μια εποχή που στερείται κάθε έννοιας
κοινωνικής μέριμνας και προγραμματισμένης φροντίδας για τους απόμαχους [σοβαρά
ασθενείς ή υπερήλικες που έμειναν μόνοι στη ζωή], δημιουργείται αυτόματα
ένα ευρύτερο πρόβλημα για το κοινωνικό σύνολο και επαφίεται ακόμα και
στην τύχη’’ το τέλος του βίου των ανθρώπων και ιδιαίτερα των μοναχικών. Η
εποχή αυτή, πόρρω απέχουσα εκείνης που περιγράφεται στο διάλογο του Σόλωνα με
τον Κροίσο ‘’για τον ολβιώτατο’’ άνθρωπο, δείχνει και τις ‘’εθνικές’’ μας επιλογές
και αντιλήψεις περί οικογένειας, που θυσιάσαμε στο βωμό του κακώς
εννοούμενου εκσυγχρονισμού και της δήθεν παγκοσμιοποίησης. Ενθυμούμενος λοιπόν
την απάντηση του Σόλωνα, αναζητώ έστω και ελάχιστες ομοιότητες με
τη σημερινή εποχή, που χαρακτηρίζεται από τον εγωκεντρισμό και τον κυνισμό.
Βρίσκω μάλιστα ότι η σύγχρονη ζωή, έχει φροντίσει τουλάχιστον και ορθώς, να
βελτιώσει την ‘’κυνική’’ ζωή, ή οποία προστατεύεται από ειδικούς κανόνες
δικαίου και ελπίζω για τις επόμενες γενιές να ληφθεί ανάλογη μέριμνα και για
τους ανθρώπους, αφού ο χαρακτηρισμός ‘’σκυλίσια ζωή’’ θα αποτελούσε
Θείο δώρο για τους περισσότερους σύγχρονους απόμαχους της κοινωνίας. Για τους
οικονομικά ισχυρούς υπάρχει πάντα η δυνατότητα ‘’εξαγοράς’’ της όποιας
κοινωνικής φροντίδας, ενώ για τους λοιπούς τα πάντα επαφίενται στην
θεά ‘’τύχη’’, η οποία τελευταία έχει γυρίσει την πλάτη σε όλα τα
‘’ανθρωποειδή’’. Τελειώνοντας με την αναφορά μου στον κυνισμό – που
δεν αποτελεί πλέον ύβρη- θυμήθηκα το έργο και όχι βέβαια την προσωπική ζωή που
δεν αποτελεί πρότυπο για μίμηση, του Αμερικανού συγγραφέα Τσαρλς Μπουκόβσκι και
παραθέτω μερικά χαρακτηριστικά του ‘’κυνικά’’ αποφθέγματα όπως ‘’Απλά να
ζεις περιμένοντας να πεθάνεις είναι σκληρή δουλειά’’ και ‘’οι έξυπνοι άνθρωποι
είναι γεμάτοι αμφιβολίες, ενώ οι ηλίθιοι γεμάτοι αυτοπεποίθηση’’. Στην
περίπτωσή μου πάντως διανύω μια περίοδο παντελούς έλλειψης αυτοπεποίθησης
και πολλών αμφιβολιών για τα πάντα, χωρίς να το συναρτώ με τις όποιες θεωρήσεις
του Αμερικανού συγγραφέα.
Αντώνης Ταρνανάς
Συναποστελλόμενο συνημμένο από 5.7.2014]
‘’ Καθυστερημένη κριτική σε ένα βιβλίο
του O HENRY
Με καθυστέρηση 65 περίπου χρόνων ξαναθυμάμαι το
πρώτο μου εξωσχολικό βιβλίο, που έγινα κάτοχός του με το προσωπικό μου
χαρτζιλίκι. Πρόκειται για το διήγημα του O. HENRY ‘’το τελευταίο φύλλο’’ που
αγόρασα με τις οικονομίες των καλοκαιρινών μου σχολικών διακοπών, στη διάρκεια
του εμφυλίου. Όπως τα περισσότερα παιδιά της εποχής, με το τέλος των μαθημάτων
‘’έπιανα δουλειά’’ ως
εργάτης οικοδομών και συνέβαλλα στα οικογενειακά
οικονομικά, πότε αγοράζοντας κάτι για το σπίτι [ το πρώτο ψυγείο πάγου, το
πρώτο ραδιόφωνοRCA και άλλα] και πότε παραδίδοντας τα μεροκάματά
μου στο κοινό οικογενειακό ταμείο. Κρατούσα όμως πάντα ένα μικρό ποσό για τις
περιορισμένες προσωπικές μου ανάγκες. Σαν μια τέτοια ανάγκη έκρινα τότε και την
αγορά του συγκεκριμένου βιβλίου, που με χαρά αλλά και υποχρέωση παρουσίασα
στους γονείς μου. Θυμάμαι ακόμα την αντίδρασή τους ‘’δεν ξέρεις πώς
να ξοδέψεις το χαρτζιλίκι σου’’, ‘’δεν έπαιρνες τουλάχιστον κάτι φαγώσιμο που
έχεις ρέψει’’ και τόσα άλλα, απόλυτα δικαιολογημένα για την εποχή και τις
συνήθειες μιας μικροαστικής οικογένειας. Ντράπηκα, προβληματίστηκα για τις
επιλογές μου αλλά τελικά, σχεδόν συνωμοτικά το διάβασα και χάρηκα τόσο πολύ για
την επιλογή μου, που την χρησιμοποίησα για να αντικρούσω και άλλες
ανάλογες μελλοντικές μου αποφάσεις.
Το βιβλίο αυτό σημάδεψε τη ζωή και την μετέπειτα σκέψη
μου, σε σημείο να το επικαλούμαι σε οποιαδήποτε συζήτηση με θέμα την μοναξιά,
την αρρώστια και τον πόνο .Γιατί αυτές ήταν οι κύριες αιτίες που εύρισκα να
κυριαρχούν στο διήγημα και κυρίως μια μεταφυσική θεώρηση της εν γένει ζωής.
Διότι ζωή δεν έχουν μόνον οι άνθρωποι αλλά τα όσα μας περιβάλλουν,
συμπεριλαμβανομένου και αυτού του φύλλου της κληματαριάς. Χωρίς να προδώσω
τον τρόπο ‘’παράτασης’’ της συγκράτησης του φύλλου που έδινε παράλληλη παράταση
της ζωής ενός ανθρώπινου όντος, έκανα διάφορες σκέψεις και κρίσεις για τον
τρόπο διαχείρισης της ζωής δύο μόνων καλλιτεχνών γυναικών και δεν έμπαινα στο
πειρασμό να τις κατατάξω στις ομοφυλόφιλες ή άλλες σχετικές κατηγορίες. Την
εποχή που διάβασα το βιβλίο, που σημειωτέον είχε χαρακτηρισθεί ‘’παιδικό’’ και
με τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις μου, που έβλεπα γύρω μου να συμβιώνουν από
ανάγκη πολλά άτομα – άνδρες και γυναίκες – που ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος
και στη συνέχεια ο αδελφοκτόνος εμφύλιος είχε ‘’ρημάξει’’, δεν γνώριζα καν τον
όρο και την ύπαρξη της ομοφυλικής σχέσης.
Ένα τελευταίο σχόλιο που θέλω να κάνω, όχι στο βιβλίο
αλλά στη συγκεκριμένη κριτική του, ότι είναι καλό κάθε έργο να κρίνεται με τα
δεδομένα της εποχής του και να αποφεύγουμε ακροβασίες και παραδοχές που
εξυπηρετούν κάποιες σύγχρονες σκοπιμότητες αλλά δεν δικαιολογούν την
πραγματικότητα. Η πραγματικότητα κρίνεται εκ των έσω, δηλαδή όταν την
ζεις και δεν ερμηνεύεται κατά το δοκούν και ‘’συμφέρειν’’, προς ικανοποίηση
επιδιώξεων και σκοπιμοτήτων που ‘’βολεύουν’’ ενδεχομένως σύγχρονες αντιλήψεις.
Κάτι τελευταίο αλλά πολύ σημαντικό. Όταν διάβασα το
βιβλίο δεν είχα υπόψη μου τον βίο και την πολιτεία του συγγραφέα, διότι τότε ο
συμβολισμός θα μπορούσε να αποδοθεί στην επιθυμία του συγγραφέα να
αναφερθεί με έμμεσο τρόπο στο προσωπικό του δράμα με την αρρώστια της γυναίκας
του και τη δική του φυλάκιση. Έψαχνε και ο ίδιος το τελευταίο ‘’φύλλο’’, ένα
αποκούμπι και μια δικαιολογία για να συνεχίσει να ζει. Αντώνης Ταρνανάς,
Αταλάντη 5.7.2014’’