Θα μπορούσε να είναι ένα σύγχρονο
παραμύθι, σαν αυτά που παρουσιάζει η κυρία Κάρμεν Ρουγγέρη στο θέατρο και την
τηλεόραση ή εκείνα που επινοούν οι παραμυθάδες, αλλά τα στοιχεία του είναι πέρα
για πέρα αληθινά και συνεπώς χάνει το
δικαίωμα αυτού του χαρακτηρισμού.
Πρόκειται για μια αφήγηση
αληθινών περιστατικών σε πρώτο πρόσωπο, ένα είδος προσωπικής εξωστρέφειας , χωρίς καμιά πρόθεση
αυτοβιογραφίας. Εμπιστεύομαι αυτές
τις σκέψεις σε οικεία και φιλικά μου πρόσωπα,
ελπίζοντας ότι θα αναζητήσουν περισσότερα πίσω από τις λέξεις του κειμένου. Πέραν των γηρατειών έχω και μια διαπιστωμένη
από 20ετίας ‘’υπνική άπνοια’’, η οποία -εμποδίζοντας τον ύπνο - αυξάνει τις ‘’ελεύθερες’’ ώρες . Στον καθαρά
ιατρικό τομέα δεν κάνω τίποτα,
αρνούμενος να χρησιμοποιήσω ακόμα και
την ειδική συσκευή που υποχρεώθηκα να αγοράσω. Με την ίδια σκέψη έχω διακόψει
τα τελευταία 7-8 χρόνια και κάθε ιατρική ή εργαστηριακή εξέταση, αφήνοντας τη
συνολική αυτή φροντίδα στη φύση, σε μια
εποχή που βιώνουμε μια παρατεταμένη και
ανεξήγητη ‘’παρά φύσιν ασέλγειά της’’. Το κάνω γιατί δεν βρίσκω και κάποιον
ιδιαίτερα σοβαρό λόγο παράτασης μιας ζωής , που αποτελεί
επιβίωση χωρίς ποιοτικά χαρακτηριστικά. Έτσι λοιπόν, για να ‘’σκοτώνω’’
τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες μου ανακάλυψα ή μπορεί και να ‘’εφεύρα’’ την
προσφυγή στη συγγραφή και τη σύνταξη άρθρων.
Κάποια από αυτά τα στέλνω και σε ένα κύκλο γνωστών και φίλων μου. Για να
αποφύγω μια ενδεχόμενη ενόχλησή τους, τα
τελευταία 4-5 χρόνια δημιούργησα και μια προσωπική ιστοσελίδα , περιορίζοντας
την αποστολή τους.
Τον περασμένο χρόνο,
εκμεταλλεύτηκα την κατά καιρούς φιλοξενία
των ζώων της οικογένειας της κόρης μου και ζήτησα να μου αφήσουν τη μόνιμη
φροντίδα ενός μικρού κουνελιού-νάνου, της φοιτήτριας τότε μικρής μου εγγονής .
Αισθάνομαι ότι βιώνουμε μαζί συνθήκες
ενός ειδικού γηροκομείου , υπηρετώντας παράλληλα και ένα παιδικό
μου ‘’απωθημένο’’ , υποκαθιστώντας τον πρώτο μου σκύλο μου, τον ‘’τεμπέλη’’.
Ο τεμπέλης ήταν ένας ‘’αλήτης’’ της γειτονιάς
που βρέθηκε στο δρόμο μου και ανάλαβα
την προστασία του, με αντάλλαγμα την ασφάλειά μου. Τα χρόνια εκείνα –
χωρίς ηλεκτρικό στην επαρχία - το σπίτι μας στις παρυφές μιας μικρής κωμόπολης , δεν μου παρείχε και πολλή
ασφάλεια. Το βράδυ, όταν κλεινόμαστε μέσα για ύπνο, ο σκύλος δενόταν με μια
αλυσίδα που δεν του άφηνε πολλά περιθώρια κίνησης, του επέτρεπε όμως να ελέγχει
με τις υλακές του κάθε κίνηση στο στενό
δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι μας και στο μοναδικό γειτονικό μας.
Στο γειτονικό σπίτι ζούσε μια πολυμελής
καθώς πρέπει οικογένεια , με τον πατέρα να έχει μια μικρή αδυναμία στο κρασάκι. Αυτό
τον έκανε να επιστρέφει στο σπίτι με το κλείσιμο της ταβέρνας μετά τις 10 το
βράδυ, που με τα δεδομένα της εποχής και ιδιαίτερα τον χειμώνα, ήταν πολύ αργά.
Αυτό αποτελούσε μια καθαρά προσωπική ή οικογενειακή του υπόθεση, κατανοητή από όλους
μας. Δεν είχε όμως την ίδια άποψη και ο ‘’τεμπέλης’’ που τον ενοχλούσαν τα
μικροτρεκλίσματα του γείτονα και
ξεσήκωνε τη γειτονιά με τις φωνές του , προδίδοντας την ώρα επιστροφής του. Έτσι λοιπόν, κάποιο
πρωινό τον βρήκαμε νεκρό από ‘’φόλα’’, λύνοντας το πρόβλημα των αθώων νυχτοπερπατημάτων του γείτονα.
Στενοχωρήθηκα τόσο πολύ που δεν ήθελα να πάρουμε άλλο σκύλο, διότι δεν θα
άντεχα ανάλογη επανάληψη. Βλέπετε, τα χρόνια εκείνα ο σκύλος θεωρείτο
‘’πράγμα’’ και η μεταχείριση του αποτελούσε αυθαίρετο δικαίωμα οποιουδήποτε.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και
μια ηλιόλουστη Κυριακή του 1968 που υπηρετούσα στην Πράγα , πήρα την τετράχρονη
κόρη μου για να επισκεφθούμε την πρώτη
για τη χώρα παγκόσμια έκθεση σκύλων. Θυμάμαι τις προειδοποιήσεις της ζωόφιλης συζύγου μου ‘’πρόσεξε μη σε παρασύρει
η μικρή και πάρετε σκύλο, διότι έχει πολλούς μπελάδες’’. Όταν όμως βρέθηκα
απέναντι στο βλέμμα ενός μαλτέζικου
πιντς, με τα μεγάλα μαύρα μάτια και το μεταξωτό λευκό τρίχωμα, που κέρδισε το
πρώτο βραβείο, ξέχασα τα πάντα. Διέθεσα ένα ολόκληρο μηνιάτικο εξωτερικού στην
Πολωνέζα πωλήτρια και το πήρα στο σπίτι μου. Διέμενα σε ένα ευρύχωρο παλιό αρχοντικό
του Φραντς Κάφκα, με τεράστιους χώρους για
την άνετη κίνηση του σκύλου.
Λίγες ημέρες αργότερα έγινε ή
σοβιετική εισβολή στη χώρα, αυτό όμως δεν εμπόδισε την παλιά κάτοχό του να
έρχεται από την μακρινή Κρακοβία για να μας δείξει τις ειδικές διαδικασίες
διατροφής και περιποίησής του. Μας θύμισε ότι το όνομά του είναι Κάιτους, που όμως δεν έμαθα ποτέ τι σημαίνει.
Έγινε μέλος της οικογένειας μου και για
μένα αποτέλεσε μια νοερή συνέχεια του ‘’τεμπέλη’’ των παιδικών μου χρόνων,
παραβλέποντας την εξευγενισμένη ράτσα του.
Αργότερα, όταν η σύζυγός μου ήταν έγκυος στον 8ο
μήνα στον γιό μου και θέλοντας να αποφύγω τις δραματικές εμπειρίες που
αντιμετώπισα με τη γέννηση της κόρης μου
στο Βελιγράδι, ζήτησα μετάθεση για την Αθήνα. Η μετάθεση εγκρίθηκε [είχα
άλλωστε σχεδόν 6 χρόνια στην Πράγα], αλλά οι γιατροί δεν επέτρεπαν στη γυναίκα
μου ένα τόσο μεγάλο ταξίδι οδικώς. Από την άλλη η σύζυγός μου δεν ήθελε να φύγει με αεροπλάνο,
προφανώς από φόβο μήπως δεν πάρουμε μαζί μας το σκυλί, αφού μεταξύ Ελλάδας και
Τσεχοσλοβακίας δεν υπήρχε τότε ανάλογη
συμφωνία για την μεταφορά ζώων. Τελικά η απαγόρευση οδικής μετακίνησης άλλαξε
με ‘’ένα κιβώτιο ουίσκι’’ στους γιατρούς, που περιορίστηκαν στη σύσταση να κάνουμε
κάποιες στάσεις στα πλέον των 3.000 χιλιομέτρων της διαδρομής. Αυτό αποτελεί
και ένα μικρό δείγμα της σοσιαλιστικής ιατρικής εφαρμογής που την επικαλούνται
συχνά οι εδώ υποστηρικτές της.
Φθάσαμε αισίως στην Αθήνα –με
μικροπροβλήματα- και λίγες μέρες αργότερα ακολούθησε η γέννηση του γιου μας, παραμονές των Χριστουγέννων, ολοκληρώνοντας την
οικογενειακή μας ευτυχία. Επειδή όμως η ευτυχία
δεν είναι μόνιμη και δεδομένη, ήλθε η ώρα να καταβάλουμε το τίμημα που
ορίζει η ίδια η ζωή για τις ευτυχισμένες στιγμές που χαρίζει στον καθένα μας. Λίγα
χρόνια αργότερα [1977] και ενώ η σύζυγός μου ασθενούσε βαριά και η κόρη μου
είχε βγάλει τον σκύλο μια βόλτα στον μονόδρομο μπροστά στο σπίτι μας, μια γειτόνισσα, που οδηγούσε από την αντίθετη
κατεύθυνση τον σκότωσε. Τότε έμαθα από τον Αξιωματικό υπηρεσίας ότι τα ζώα
θεωρούνται ‘’πράγματα’’ και έπρεπε να υποβάλω μήνυση για φθορά ξένης περιουσίας,
πράγμα που έκανα, ενώ η αντίδικός μας απάντησε με μήνυση για απειλή της συζύγου
μου για τη ζωή της. Όταν φθάσαμε στη δίκη, ο αδελφός δικηγόρος της
κατηγορουμένης και ο δικηγόρος μου, τα βρήκαν μεταξύ τους και πρότειναν την
ακύρωση της δίκης. Ο πρόεδρος όμως της
έδρας, λαμβάνοντας υπόψη τη μήνυση της αντιδίκου για απειλή της ζωής της, ζήτησε από τη γυναίκα μου να
δηλώσει ενώπιον του δικαστηρίου ότι ‘’αίρει την απειλή της’’. Τότε, ζητώντας
την άδεια του δικαστηρίου, δήλωσα ‘’ μα δεν βλέπετε ότι αυτή η γυναίκα με
δυσκολία στηρίζεται , πως μπορεί να απειλήσει;’’ Και ο πρόεδρος διέταξε την άμεση
κράτησή μου. Χωρίς να ξέρω τελικά τι έγινε, με άφησαν ελεύθερο λίγο αργότερα
και συνόδευσα για τελευταία φορά τη γυναίκα μου στο σπίτι και μετά στο νοσοκομείο
όπου – μετά τριήμερο - άφησε την τελευταία της πνοή.
Διατήρησα και τη δική της αγάπη
για τα ζώα αλλά τα απόφευγα, γιατί μου είχαν τελειώσει οι αντοχές. Με το ‘’αναλογικά’’ συνομήλικο μου όμως κουνελάκι ,
τα πράγματα είναι διαφορετικά. Κάθε πρωί με περιμένει να το χαϊδέψω και να του μιλώ , πριν φροντίσω το φαγητό και την καθαριότητά
του. Δεν ξέρω καν το φύλο του και το φωνάζω φίλο, γιατί έτσι το αισθάνομαι
και εκείνο πάλι περιορίζεται μόνο στα
πρωινά μου χάδια και τα λόγια μου μαζί του. Στη διάρκεια της ημέρας, όσες φορές
και αν ‘’συναντηθούμε’’, αφού του έχω διαθέσει το διπλανό μου δωμάτιο, αρκείται
απλά να με κοιτάζει . Αντώνης