Η Ρ Ω Ε Σ
Αρχαίοι και
σύγχρονοι
Η χώρα αυτή, περισσότερο από κάθε τι άλλο, παράγει ήρωες και συνεπώς είναι απόλυτα
φυσικό να της ανήκει η πρώτη λέξη χαρακτηρισμού τους.
Ο όρος Ήρως συναντάτε το πρώτον στην ομηρική
Ελλάδα και προσδιορίζει άντρα που πολεμάει
με μια από τις αντιμαχόμενες
πλευρές του Τρωικού πολέμου. Αργότερα, η λέξη και τα παράγωγά της
χρησιμοποιήθηκαν ευρύτερα στην Αρχαία Σπάρτη και τους πολεμιστές της, στους
αγώνες κατά των Περσών και λοιπών εξωτερικών
και εσωτερικών εχθρών. Στη σύγχρονη εποχή συνέχισε τη μοναδική παραγωγή τους στους
πολέμους του 1940 μέχρι σήμερα, που αναδεικνύονται ήρωες μιας άλλης μορφής, οι αποκαλούμενοι ‘’ήρωες της ζωής’’. Η λέξη ήρως, με κάποιες
μικρές παραφθορές στη γραφή και την
προφορά της έχει πάρει τη μόνιμη θέση της
στα λεξικά των περισσότερων ξένων
γλωσσών.
Ο
τόσο τιμητικός αυτός τίτλος, απονέμεται
ενίοτε και σε άτομα που απάδει, για να μην πω μειώνει εκείνους που τον κατέχουν
πανάξια και έδωσαν το αίμα τους ‘’αμυνόμενοι περί πάτρης’’ γιατί η χώρα μας δεν έκανε
κατακτητικούς ή άλλης μορφής πολέμους.
Το
τελευταίο αποτελεί αφορμή σοβαρού
σχολιασμού εκείνων που ονόμασαν ήρωες και όσους ‘’ξεκίνησαν’’ και έλαβαν μέρος
στον εμφύλιο πόλεμο και μάλιστα κάποιοι εξ αυτών έλαβαν και τιμητικές συντάξεις
‘’αντιστασιακού’’. Για αυτό το εθνικό αίσχος δεν μίλησε κανείς, ούτε καν οι
πατριδοκάπηλοι ακροδεξιοί, ίσως για να μην κλείσουν την πόρτα σε μελλοντικές
συμπράξεις τους με ριζοσπάστες και ‘’προοδευτικούς’’, όπως έγινε με τον κ.
Καμένο και κάποιους έγκλειστους των φυλακών, με τις ψήφους των οποίων πέρασε
και η απλή αναλογική, που υποχρεώνει τη χώρα μας σε επαναληπτικές εκλογές.
Στις
μέρες μας λοιπών συγκαταλέγονται στους ήρωες και όσοι υφίστανται τον
βομβαρδισμό αναπόδεικτων συκοφαντιών και ψευδών του συνόλου της τέως αντιπολίτευσης εναντίον της
ψηφισμένης από τον ελληνικό λαό παρελθούσας κυβέρνησης και άλλες άγνωστες κατηγορίες συνανθρώπων μας .
Αφορά καθημερινούς ανθρώπους που χωρίς να το δείχνουν, ούτε και να τους
προβάλουν, κάνουν τον καθημερινό αγώνα τους για την επιβίωση των ίδιων και των
οικογενειών τους. Αναφέρομαι βέβαια σ’ αυτούς που δίνουν τον καλό και τίμιο
αγώνα να ισορροπήσουν τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά τους
και δεν τα ζητούν όλα από την ‘’κακή’’ πολιτεία.
Εκεί
στηρίζονται και κάποιες οργανωμένες ομάδες, οι οποίες με το λαϊκίστικο ‘’ άδικη κενωνία’’ δεν κάνουν τίποτα για να
βελτιώσουν τη ζωή τους, αρκούμενοι σε κάποιες ιδεολογικές, θρησκευτικές ή κοινωνικές προκαταλήψεις και στην οκνηρία
τους. Φωνάζουν δικαίως για ισονομία και ισοπολιτεία, χωρίς όμως τη δική τους
συμμετοχή. Δεν θέλω να τους θυμίσω τις αρχαίες ρήσεις , όπως το ‘’τετριμμένο
και συντηρητικό ‘’ ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω’’, ή το αρχαιότερο ‘’συν Αθηνά και χείρα κίνει’’, που αποτελεί
την βασική αρχή της κοινωνικής ισορροπίας.
Ήρωες
βρίσκουμε παντού, πραγματικούς και εικονικούς, ενώ οι περισσότεροι μένουν
άγνωστοι και καταφρονημένοι, θύματα ίσως και κάποιας αχαριστίας ή αγνωμοσύνης. Είναι κυρίως αυτοί στους οποίους είχε
αναφερθεί σε μια μικρή και ίσως την τελευταία της ζωής του, ομιλία, ο
αείμνηστος Θανάσης Βέγγος, διευκρινίζοντας
ότι για μια ολόκληρη ζωή ‘’τράβηξε πολύ κουπί’’, δίνοντας τον αγώνα του να σταθεί στα πόδια του
, με τις δικές του δυνάμεις.
Ήρωες
– άνδρες και γυναίκες πια – μπορεί να είναι και τα μέλη πάσης φύσης
μονογονεϊκών οικογενειών
, τα οποία τελευταία ίσως βρήκαν ένα
μικρό αποκούμπι στην πολιτεία. Θα
αναφερθώ ενδεικτικά σε ένα ανώνυμο αλλά πραγματικό περιστατικό, γνωστό σε κάποιους από τους φίλους αναγνώστες μου, για να καταδείξω ότι πάντα θα υπάρχουν δίπλα
μας αφανείς ήρωες της ζωής.
Ο ήρωας της ιστορίας μας , μεγάλωσε στην
ελληνική επαρχία με τις φανταστικές περιπέτειες
των τριών ηρωικών Ελληνόπουλων του μεταπολεμικού
περιοδικού ‘’Ο Μικρός Ήρως’’ (του Γιώργου Θαλάσση, της
Κατερίνας και του "Σπίθα") κατά τη διάρκεια
της κατοχής και
του αγώνα τους με τους Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους φασίστες,
Μικροαστός και υπάλληλος Υπουργείου
με θέσεις στο εξωτερικό, ζούσε την ευτυχία που του άξιζε ή του έλαχε, με τη
σύζυγο και τα δυο παιδιά τους [ μια κόρη στην εφηβεία και έναν 5χρονο γιο] στην
Αθήνα. Ξαφνικά, όπως συμβαίνει με τις καταιγίδες, η σύζυγος ασθένησε και η ζωή επέλεξε να τον κάνει ήρωα. Η ασθενής σύζυγος
εισήχθη σε μεγάλο νοσοκομείο και έβαλε και μέσο να την προσέχουν ιδιαίτερα. Δεν
βαριέσαι όμως – όπου φτωχός και η μοίρα
του- ‘’συνέπεσε’’ και ένα ιατρικό λάθος,
όπως διέγνωσε η ιδιωτικά προσκληθείσα επιστημονική επιτροπή και σε λίγες ημέρες η
νέα και όμορφη σύζυγος και μανούλα ,στα 36 της έφυγε το 1977 για πάντα, αφήνοντας στον ήρωα μας,
πλην της συνέχισης της συνεπούς εργασίας του και τη συνολική ευθύνη των παιδιών
τους.
Τότε κατάλαβε ότι αυτό που
ζούσε δεν είχε καμιά σχέση με όσα είχε διαβάσει στον ‘’Μικρόν Ήρωα’’ για τον
Γιώργο Θαλάσση, γιατί τελικά η φαντασία του συγγραφέα, ωχριά μπροστά στην πεζή
πραγματικότητα. Κατάλαβε επίσης ότι όλοι τον αγαπούσαν αλλά, για πολλούς και διάφορους λόγους, δεν
μπορούσαν να του συμπαρασταθούν . Του πρότειναν επισκέψεις ή άλλες προσωρινές
λύσεις, αλλά ακόμα και το ύψος του ορόφου διαμονής τους έβγαζε από τις συνήθειες τους. Η
απώλεια συνέβη παραμονές του Πάσχα και η πατρική οικογένεια στην επαρχία
επέμενε να ψήσει αρνί, γιατί κατά το έθιμο [αν δεν έψηναν θα έπρεπε αυτό να
ισχύσει για τα επόμενα τρία χρόνια] και σκεφθείτε τρία χρόνια χωρίς τον οβελία!!!
Ο φίλος μας [ για να αποφύγω
τον χαρακτηρισμό ήρωας, αφού έπραττε απλώς το καθήκον του]αποφάσισε να πάει
στους δικούς του για να βοηθήσει τα παιδιά να αλλάξουν εντυπώσεις, ο ίδιος δε
κλείστηκε στο σπίτι και δέχτηκε φίλους και συγγενείς επισκέπτες να του εκφράσουν
τα συλλυπητήρια και προτάσεις για τη ζωή του. Του σύστησαν βέβαια’’ να
παντρευτεί το συντομότερο για να έχει μια βοήθεια στην ανατροφή των παιδιών. Ο φίλος μας όμως δεν ήθελε να
παρασυρθεί από την ευκολία και να ρισκάρει μια αλλαγή στον τρόπο
διαπαιδαγώγησης των παιδιών .
Θυμάται ακόμα μια επίσκεψη των παιδιών στο
σπίτι από τον μεγαλύτερο αδελφό της θανούσης. Ήρωας και ο ίδιος , ζούσε στη
Βιέννη – όπου τον οδήγησαν τα χιτλερικά στρατεύματα κατοχής για καταναγκαστική εργασία σαν έφηβο από την
Αθήνα που τον συνέλαβαν. Είχε την αφέλεια να προτείνει στα παιδιά να
διευκολύνουν ένα γάμο το ταχύτερο ‘’για να μη νοιώσουν την ορφάνια’’. Η
απάντηση ήρθε από την κόρη – αφού ο γιος ήταν μικρός ακόμα – η οποία του άνοιξε
την πόρτα και ευγενικά ‘’ τον έδιωξε’’.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα είχε
πάρει την απόφασή του να πολεμήσει
μόνος, χωρίς να παραβλέψει οποιαδήποτε από τις γονικές ή υπηρεσιακές
υποχρεώσεις του. Έβαλε μια αγγελία για μια βοηθό με ελάχιστη υποχρέωση την
ασφάλεια και φροντίδα των παιδιών, τις ώρες εργασίας του. Παρουσιάστηκαν πολλές
και διάφορες κυρίες με προσόντα νομικού, οικονομικού , φορολογικού ή κοινωνικού
συμβούλου ή αντιπαρέθεσαν στοιχεία προϋπηρεσίας
σε διάσημους αοιδούς της εποχής. Μέσα στην
χρονική πίεση και την έλλειψη εμπειρίας, έκανε την πρώτη ατυχή επιλογή.
Λίγες ημέρες αργότερα, συνοδεύοντας τα παιδιά του είδε την κυρία με ένα γεροδεμένο συνοδό, να φορά το μονόπετρο της συζύγου του και της
ζήτησε εξηγήσεις. Εκείνη απάντησε με καταγγελία για συκοφαντία και ελλείψει
αποδείξεων προτίμησε τη σιωπή. Επιστρέφοντας στο σπίτι διαπίστωσε ότι είχαν
κάνει φτερά τα πάντα και τα τηλέφωνα
επικοινωνίας που του είχαν δοθεί ήταν
ψεύτικα. Την είχε δει και η κόρη, στο λεωφορείο επιστρέφοντας από το σχολείο να
φορά ένα κολιέ της μητέρας της και ζήτησε από τον οδηγό να σταματήσει κοντά σε
αστυνομικό τμήμα της περιοχής Εκείνη προφανώς το κατάλαβε και διέφυγε, αλλά
ποιος είχε μυαλό για ‘’τέτοιες λεπτομέρειες’’!!!
Την αντικατέστησε με μια
λαμπρή κερκυραία, παίρνοντας πλέον περισσότερα μέτρα στην επιλογή και συνέχισαν
οι τρεις τους το κουπί.
Τη χρονιά αυτή ψηφίστηκε ο
Νόμος που επέτρεπε στο Δημόσιο τον συνδικαλισμό και για να βρει διέξοδο στα
αδιέξοδά του και με αφορμή ένα εσωτερικό οικονομικό πρόβλημα στην υπηρεσία του,
‘’απείλησε’’ και προχώρησε, με τη συνδρομή κάποιων συναδέλφων του, στη
δημιουργία του πρώτου Γενικού Συλλόγου
Μονίμων Υπαλλήλων του Υπουργείου, αναλαμβάνοντας τη θέση του Γεν. Γραμματέα.
Το θέμα του έδωσε προσωρινές
διεξόδους αλλά έπεσε σε άλλα προβλήματα, διότι το συγκεκριμένο Υπουργείο είχε
άλλες αντιλήψεις για τα πεζά ανθρώπινα
θέματα και του ζήτησαν άμεσα να μετατεθεί στο εξωτερικό. Αντέταξε ότι
προστατεύεται από τον νόμο και δήλωσε ότι θα το κάνει με τη λήξη της θητείας
του και σε όποιο δυσμενές πόστο κρίνει η υπηρεσία. Η απάντηση του αρμοδίου ήταν
‘’μα η εμπειρία και οι ικανότητές σας
επιτρέπουν να επιλέξετε το πόστο
που θέλετε.
Ύστερα από σκέψη πρότεινε τις
Βρυξέλλες, για την ύπαρξη ελληνικού σχολείου για τον γιό του και Πανεπιστήμιο για την κόρη του ,
που εν τω μεταξύ είχε τελειώσει το Λύκειο. Σημειωτέον ότι είχε περάσει 12
χρόνια σε δυσμενή πόστα και δικαιούταν ούτως ή άλλως ένα καλύτερο. Έθεσε όμως και την προϋπόθεση να μην εξαναγκασθεί άλλος να
μετακινηθεί για χάρη του.
Σε δυο μήνες λοιπόν, είχε υπογραφεί πράξη
τριών συναρμοδίων Υπουργών για τη δημιουργία έκτακτης θέσης στη ΜΕΑ Βρυξελλών και
τον Οκτώβριο του 1980 βρέθηκαν όλοι
μαζί, αλλά πάντα μόνοι τους, στο Βέλγιο. Εκεί ,αφού εξασφάλισαν με τη βοήθεια
των φίλων τους κατοικία, ο μικρός
γράφηκε στο Δημοτικό του Ευρωπαικού σχολείου και άρχισαν οι προσπάθειες για την
εκπρόθεσμη εγγραφή της κόρης στο Παν επιστήμιο. Την κουβέντα αναζήτησης άκουσε
τυχαία μια άγνωστη ‘’ετοιμόγεννη’’ κυρία, η μετέπειτα φίλη Ελένη, η οποία έφερε
σε αίσιο πέρας όλες τις διαδικασίες.
Η ζωή στο Βέλγιο άρχισε
κανονικά και για αρκετό διάστημα η έξοδος γινόταν ομαδικά και τα παιδιά πολλές
φορές έκαναν παρέα με συνομήλικους του
πατέρα τους, που εν πάση περιπτώσει ήταν καλύτερο από το κλείσιμο στο σπίτι. Ο
συνδικαλισμός όμως στην Υπηρεσία κατατεμαχίστηκε σε πολλούς συλλόγους και
άρχισε η εφαρμογή του διαίρει και βασίλευε. Ουδέν κακό αμιγές καλού και
αντιστρόφως!!!
Φορτωμένος με τη συνολική
ευθύνη των παιδιών, πολλές φορές ίσως στάθηκε ‘’άδικος’’ ή ‘’αυστηρός’’
απέναντί τους και γι’ αυτό συμφώνησαν με την
κόρη του, μια ισομερή υποχρέωση και των δύο να ενημερώνουν προκαταβολικά
αλλήλους για τις κινήσεις τους. με
εξαίρεση ό,τι αφορούσε την υπηρεσία. Φόρεσε
ποδιά, έκανε μαγειρική και μετείχε σε κάθε εργασία του σπιτιού, μέχρι που
άρχισε η κόρη – πριν την ώρα της - να
αναλαμβάνει μεγάλο μέρος των υποχρεώσεων
του νοικοκυριού . Κρατήθηκε όμως η οικογενειακή
δομή όπως ίσχυε όσο ζούσε η
μητέρα , χωρίς ιδέες και την παρουσία τρίτων
στο σπίτι , χωρίς τη βεβαιότητα
ότι αυτό έβλαψε η ωφέλησε τα παιδιά.
Τα χρόνια πέρασαν , τα παιδιά απέκτησαν
οικογένειες και χάρισαν στον πατέρα – μάνα
[με την διπλή ιδιότητα ]παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα και εκείνος κράτησε ως
τα βαθειά γεράματα τη ‘’μαγκουφιά’’ του, που κατ΄ευφημισμό αποκαλεί
μοναχικότητα. Απέφυγε έτσι να νοθεύσει
την πρακτική τεσσάρων και πλέον δεκαετιών και ας είχε την ανάγκη και
εξασφαλισμένη την ανταπόκριση της συντρόφου του τέλους της ζωής του, αφού δεν
ήθελε να τη χρησιμοποιήσει σαν νοσοκόμα. Όταν νεώτερος το 1992 έφευγε από τις Βρυξέλλες και τέθηκε το ερώτημα για το μέλλον, σκέφθηκε
τη μεγάλη διαφορά ηλικίας και το δικό του άγνωστο προσδόκιμο και φοβήθηκε την επανάληψη της ιστορίας της
Μαντάμ Ορτάνς του Καζαντζάκη, ακολουθώντας μια κοινή απόφαση αμφοτέρων. Για την ακρίβεια της παρατιθέμενης πραγματικής ιστοριούλας .
Αντώνης