[Πισωγυρίσματα της ζωής]
Μελετώντας το παρελθόν βρίσκεις ευκολότερα τις λύσεις στα καινούργια, γιατί η
ζωή είναι μια ρόδα που γυρίζει συνεχώς. Η σημερινή πραγματικότητα
αποτελεί ‘’κακέκτυπο’’ μιας πιο παλιάς με νέα και αποτελεσματικότερα εργαλεία
‘’εκτέλεσης’’. Είναι κάτι σαν τις συνταγές, που η τεχνική επεξεργασία τους
δίνει ‘’φαινομενικά’’ καλύτερα οπτικά αποτελέσματα
Έχω πολλές φορές αναφερθεί στο
ποίημα ΑΝ [if] του
Κίπλινγκ που ‘’αναγκάστηκα’’ να το
μελετήσω, την εποχή που υπηρετούσα στο
στρατό. Επαναφέρω ακροθιγώς το
περιστατικό, για να θυμίσω την αιτία που το διάβασα και έκτοτε το προτάσσω σε
κάθε μου σκέψη και απόφαση.
Στον στρατό – τη δεκαετία του
1950 - δεν είχε κανείς περιθώρια να αμφισβητήσει τα λόγια των ανωτέρων του,
ακόμα και αν αυτό δεν αφορούσε στρατιωτικά θέματα αλλά κοινά προβλήματα της ζωής. Ένας Ταγματάρχης – ο
μετέπειτα φίλος μου Μπάμπης - που ήταν
μαθητής μου σε μια σχολή ηλεκτρονικών του στρατού, έβλεπε την καθημερινή μου σχεδόν αντιπαλότητα, για
θέματα αρχών και σκέφθηκε να με προφυλάξει. Αντί άλλης συμβουλής, μου συνέστησε
να μελετήσω σε βάθος τα νοήματα του προαναφερθέντος ποιήματος, τα οποία έκτοτε
έκανα ασπίδα προστασίας μου. Σε κάθε δυσκολία και αντιξοότητα αποτέλεσαν το
αραξοβόλι και τον προσωπικό μου σύμβουλο, όχι μόνο στην αντιμετώπιση των
προβλημάτων αλλά και στην ερμηνεία των βιωμάτων μου.
Δοκίμασα για μια ακόμα φορά την
καταφυγή μου στον Κίπλινγκ, για να βρω διεξόδους και εξηγήσεις στα σύγχρονα προβλήματα του λαού μας, αλλά – για πρώτη φορά- δεν βρήκα
τις απαντήσεις και τις λύσεις που αποζητούσα. Περισσότερα στοιχεία βρήκα
στο ομότιτλο ποίημα του Κώστα
Βάρναλη και το αποδίδω σε δυο σοβαρούς λόγους. Ο δικός μας ποιητής
γνωρίζει καλύτερα την ελληνική πραγματικότητα και κυρίως διότι, σαν αριστερός
και ο ίδιος, δίνει και τις αυθεντικές ερμηνείες του φαινομένου. Διαβάστε με
προσοχή τους πιο κάτω στίχους
της πρώτης στροφής και θα δείτε ξεκάθαρα τα πρόσωπα που ταλανίζουν τη
ζωή μας και για ένα πείσμα και την καρέκλα τους, ρισκάρουν την ίδια την εθνική
μας υπόσταση.
‘’ αν δεν πιστεύεις τίποτα
κι άλλοι δε σε πιστεύουν·
αν σχωρνάς όλα τα δικά σου, τίποτα των άλλων·
κι αν το κακό, που πας να κάνεις, δεν το αναβάλλεις
κι αν σ' όσα ψέματα σου λεν με πιότερ' απανταίνεις·
κι αν να μισείς ευφραίνεσαι κι όσους δε σε μισούνε
κι αν πάντα τον πολύξερο και τον καλόνε κάνεις.’’
Ο ποιητής μας, γεννημένος στην ξενιτειά [στον Πύργο της Βουλγαρίας – το
σημερινό Μπουργκάς] ξέρει καλύτερα να εκτιμά την έννοια της πατρίδας – που του
έλλειπε - και τις ανάγκες της και γι’
αυτό τα λόγια του έχουν περισσή βαρύτητα
. Σε έξι αράδες τα λέει όλα και με το παραπάνω, βγαίνοντας προφητικά και από τ’αριστερά
στους σημερινούς θεομπαίχτες καιροσκόπους, κλείνοντας το ποίημά του με τις επόμενες
σειρές.
‘’κι αν μήτε φίλους μήτ' εχθρούς ποτέ σου λογαριάζεις
και κάνεις πως τους αγαπάς, αλλά ποτέ κανέναν
αν δεν αφήνεις ευκαιρία κάπου να κακοβάνεις
και μόνο, αν κάνεις το κακό, η ψυχή σου γαληνεύει,
δικιά σου θα 'ναι τούτ' η Γης μ' όλα τα κάλλη που 'χει
κι έξοχος θα 'σαι Κύριος, αλλ' Ανθρωπος δε θα'σαι! ‘’
θεωρώντας μέγιστη
ασέβεια την όποια μου παρέμβαση ή προσωπική ερμηνεία, αρκούμαι στη δική του
περιγραφή και στην απλή διαπίστωση, ότι
τους κατάλαβε όλους πολύ καλά ,χωρίς να τους γνωρίσει. Εμείς που ζούμε το παρόν
μπορούμε, πίσω από τους στίχους του, να δούμε ακόμα και τις φωτογραφίες τους. Ο
ποιητής προέβλεψε και την απανθρωπιά τους , που ξέρει καλά πως
λειτουργούν οι ψεύτες και οι στρατευμένοι μέσα από την ιδεοληψία τους.
Αντώνης Ταρνανάς
Υ.Γ.
Επισυνάπτω αυτούσια αμφότερα τα ομότιτλα ποιήματα
‘’’’ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
ΤΟ «ΑΝ» ΤΟΥ ΚΙΠΛΙΝΓΚ
Αν μπορείς την παλαβή να κάνεις, όταν οι άλλοι
σου κάνουνε το γνωστικό κι όλοι σε λένε φταίχτη·
αν δεν πιστεύεις τίποτα κι άλλοι δε σε πιστεύουν·
αν σχωρνάς όλα τα δικά σου, τίποτα των άλλων·
κι αν το κακό, που πας να κάνεις, δεν το αναβάλλεις
κι αν σ' όσα ψέματα σου λεν με πιότερ' απανταίνεις·
κι αν να μισείς ευφραίνεσαι κι όσους δε σε μισούνε
κι αν πάντα τον πολύξερο και τον καλόνε κάνεις.
Αν περπατάς με την κοιλιά κι ονείρατα δεν κάνεις
κι αν να στοχάζεσαι μπορείς μονάχα το ιντερέσο·
το νικημένο αν παρατάς και πάντα διπλαρώνεις
το νικητή, μα και τους δυο ξετσίπωτα προδίνεις·
αν ό,τι γράφεις κι ό,τι λες, το ξαναλέν κι οι άλλοι
γι' αληθινό - να παγιδεύουν τον κουτό κοσμάκη·
αν λόγια κι έργα σου καπνόν ο δυνατός αέρας
τα διαβολοσκορπά κι εσύ ξαναμολάς καινούριον.
Αν όσα κέρδισες μπορείς να τα πληθαίνεις πάντα
και την πατρίδα σου κορώνα γράμματα να παίζεις·
κι αν να πλερώνεις την πεντάρα, που χρωστάς, αρνιέσαι
και μόνο να πληρώνεσαι σωστό και δίκιο το 'χεις·
αν η καρδιά, τα νεύρα σου κι ο νους σου εν αμαρτίαις
γεράσανε κι όμως εσύ τα στύβεις ν' αποδίδουν·
αν στέκεις πάντα δίβουλος και πάντα σου σκυμμένος
κι όταν φωνάζουν οι άλλοι «εμπρός!» εσύ φωνάζεις «πίσω!»
Αν στην πλεμπάγια να μιλάει αρνιέται η αρετή σου
κι όταν ζυγώνεις δυνατούς, στα δυο λυγάς στη μέση·
κι αν μήτε φίλους μήτ' εχθρούς ποτέ σου λογαριάζεις
και κάνεις πως τους αγαπάς, αλλά ποτέ κανέναν
αν δεν αφήνεις ευκαιρία κάπου να κακοβάνεις
και μόνο, αν κάνεις το κακό, η ψυχή σου γαληνεύει,
δικιά σου θα 'ναι τούτ' η Γης μ' όλα τα κάλλη που 'χει
κι έξοχος θα 'σαι Κύριος, αλλ' Ανθρωπος δε θα'σαι!
Ράντυαρντ Κίπλινγκ, ΑΝ ΜΠΟΡΕΙΣ...
Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι ψηλά όταν γύρω σου όλοι
τον εαυτό τους εχάσαν δειλά, και για τούτο μαζί σου τα βάζουν,
στον εαυτό σου αν μπορείς να 'χεις πίστη όταν όλοι για σένα αμφιβάλλουν
μα κι αδιάφορος να 'σαι κι ορθός στις δικές τους μπροστά αμφιβολίες,
αν μπορείς να υπομένεις χωρίς ν' αποστάσεις ποτέ καρτερώντας,
ή μπλεγμένος με ψεύτες, μακριά να σταθείς, αν μπορείς απ' το ψέμα
κι αν γενείς μισητός, να μη δείξεις στρατί στο δικό σου το μίσος,
κι ούτε τόσο καλός να φανείς κι ούτε τόσο σοφά να μιλήσεις,
αν μπορείς να ονειρεύεσαι δίχως να γίνεις του ονείρου σου σκλάβος,
αν μπορείς να στοχάζεσαι δίχως τη σκέψη να κάνεις σκοπό σου,
αν μπορείς την λαμπρήν ανταμώνοντας Νίκη ή τη μαύρη φουρτούνα,
να φερθείς με τον ίδιο τον τρόπο στους δυο κατεργάρηδες τούτους,
αν μπορείς να υποφέρεις ν' ακούς την αλήθεια που ο ίδιος σου είπες,
στρεβλωμένη από αχρείους, να γενεί μια παγίδα για ηλίθιους ανθρώπους,
ή αν τα όσα η ζωή σού έχει δώσει αντικρίσεις συντρίμμια μπροστά σου,
κι αφού σκύψεις, ν' αρχίσεις ξανά να τα χτίζεις με σκάρτα εργαλεία,
αν μπορείς να σωριάσεις μαζί τ' αγαθά και τα κέρδη σου όλα,
κι αν τολμήσεις με μια σου ζαριά όλα για όλα να παίξεις
και να χάσεις τα πάντα και πάλι απ' την πρώτη σου αρχή να κινήσεις,
και να μην ψιθυρίσεις ποτές ούτε λέξη για τα όσα έχεις χάσει,
κι αν μπορείς ν' αναγκάσεις με βία, την καρδιά σου, τα νεύρα, το νου σου,
να δουλέψουν για σέναν ακόμα κι αφού τσακιστούνε στο μόχθο,
και ν' αντέξεις σ' αυτό σταθερά όταν τίποτε εντός σου δεν θα 'χεις
άλλο εξόν απ' τη θέληση που όρθια θα κράζει σε τούτα «Κρατάτε»,
αν μπορείς να μιλάς με τα πλήθη κι ακέριος στο ήθος να μένεις,
ή αν βρεθείς με ρηγάδες χωρίς τα μυαλά σου να πάρουν αέρα,
κι αν ποτέ, ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί να σε κάνουν μπορούν να πονέσεις,
τον καθένα αν ζυγιάζεις σωστά και κανέναν πιο πρόσβαρα απ' άλλον,
αν μπορείς να γεμίζεις το αμείλιχτο ένα λεφτό της κάθε ώρας
στην αξία των εξήντα μοιραίων δευτερόλεφτων της διαδρομής του,
τότε θα 'ναι όλη η Γη σα δικιά σου, ως και κάθε που υπάρχει σε τούτη,
και —περισσότερο ακόμα— θε να 'σαι ένας άνθρωπος πλέριος, παιδί μου.’’’’