ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΗΤΑ
Ματαιότητα
, Ματαιοδοξία ,Πλεονεξία
Ε υ χ ή
ή κ α τ ά ρ α ;;;
[ Σε Πρώτο Πρόσωπο ]
Ανατρέχοντας στο Βικιλεξικό – όπως το κάνω συχνά - αναζητώ και παραθέτω τις αυτούσιες ερμηνείες
των λέξεων του υπότιτλου , ώστε οι τοποθετήσεις μου να εδράζονται σε αποδεκτές
ερμηνείες. Θεωρώ ότι η μακροβιότητα ικανοποιεί περιστασιακά και περιγράφει εκ
του ασφαλούς όλους αυτούς τους χαρακτηρισμούς.
‘’ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ :
Είναι η κενότητα, το ανάξιο, πρόσκαιρο, το ουσιαστικά και μακροπρόθεσμα ανώφελο του πράγματος, της ζωής, της
ύπαρξης, που δεν οδηγεί πουθενά.
Η ματαιότητα των εφήμερων απολαύσεων αυτού του κόσμου.
Η νοηματοδότηση
της χρησιμότητας ή της ματαιότητας των πολιτικών αγώνων.
Η πράξη που δεν θα αποδώσει,
δεν θα ωφελήσει, δεν θα οδηγήσει εκεί που θα ήθελε κάποιος.
Ματαιοδοξία :
Η ιδιότητα να νοιάζεται κανείς και να επιδιώκει πράγματα μάταια, ασήμαντα, και να τα επιδεικνύει
Η Πλεονεξία (ή και φιλαργυρία) στην ψυχολογία είναι μια επιθυμία να αποκτηθούν ή να
κατέχονται περισσότερα από ό,τι χρειάζονται ή αξίζουν οι άνθρωποι ‘’.
Ζητώντας
συγγνώμη για την αυστηρή αντιμετώπιση
της και τη διάχυτη μελαγχολία που επιτείνει η χαρμολύπη των ημερών που
διανύουμε, διευκρινίζω ότι οι επόμενες δυο εκδοχές [ευχή ή κατάρα] αποτελούν αποκλειστικά σχήμα λόγου και εναπόκεινται στις ορθώς εννοούμενες ιδιαιτερότητες
του καθενός μας . Δεν πρέπει να
παραβλέπεται και το γεγονός ότι για όσα βιώνουμε στη ζωή ,πληρώνουμε και το ανάλογο τίμημα που, αν και - ετεροκαθοριζόμενο
- δεν παύει να εξαρτάται και από τις πρακτικές του καθενός μας. Το τζάμπα δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ και αποτελεί εφεύρημα κάποιων πονηρών
καιροσκόπων, χωρίς αντίκρισμα στην κανονική
ζωή. Συνεπώς και η μακροζωία [που είναι το κύριο θέμα μας] έχει το δικό της και ενίοτε βαρύ τίμημα!!! Πρόκειται για
το αντίτιμο που
πληρώνουμε όλοι μας ανεξαίρετα
για την παρουσία μας και την όποια δραστηριότητα στη ζωή.
Ξεκινώ με τη διαπίστωση ότι στη ζωή και στη φύση γενικώς υπάρχουν
ανισότητες και ενδεχόμενες αδικίες. Για παράδειγμα το κόστος των
δικών μου γηρατειών ή μακροζωίας δεν έχει καμιά σχέση με
εκείνο που καταβάλλουν οι κατέχοντες και οι βολεμένοι, με αμέτρητα πρόσωπα να τους υπηρετούν και να τους φροντίζουν. Το ίδιο
συνέβαινε και σε υπέρτερο βαθμό και στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού –
που έζησα επί μακρόν - για την κομματική νομενκλατούρα, με πλήρη
εγκατάλειψη των υπολοίπων και χωρίς να
λογοδοτούν σε κανένα. Η ανισότητα και η αδικία αποτελούν τον κανόνα και ας λένε
κάποιοι αιθεροβάμονες ότι αγωνίζονται για το δίκιο του εργάτη, του φτωχού, του
κατατρεγμένου και τόσων άλλων αναξιοπαθούντων. Πρώτον γιατί δεν μπορούν και
δεύτερον και χειρότερο γιατί το ξέρουν ότι λένε ψέματα. Παντού και πάντα θα υπάρχουν, τα
λιοντάρια και τα μυρμηγκάκια.
Εγώ, χωρίς να το επιδιώκω βιώνω τα γηρατειά
μου και η σύντροφός μου έφυγε στα 36 παρά τη ισχυρή της θέληση να ζήσει και να
χαρεί την οικογένειά της. Αυτό ποιος μπορεί να το διορθώσει, έστω και αν έχει όλα τα μέσα και τα πλούτη στη διάθεσή
του;;; Η αδικία και η ανισότητα δεν καταργούνται και κυρίως με επιβολή. Ας αρχίσουμε τουλάχιστον από την
ορθή διατύπωση των ορισμών όπως π.χ. την ισότητα που αποτελεί μαθηματικό και όχι κοινωνικό μέτρο. Οι διεκδικήσεις μας
πρέπει να αναφέρονται στην ισονομία, ισοπολιτεία και τη δικαιοσύνη. Ένας κοντός
δεν γίνεται ποτέ ίσος με ένα ψηλό και η διαφορά τους αποτελεί θέμα κατασκευής [έστω και άδικης]
και όχι κοινωνική διάκριση . Ας φροντίζουμε
λοιπόν την ορθή γλωσσική διατύπωση
πριν προχωρήσουμε σε εφαρμογή της.
Όσα έπονται αποτελούν αυθεντικό ‘’ κομμάτι ’’ ζωής , στο οποίο ο καθένας μπορεί να εναντιωθεί, να
ταυτισθεί ή να το απορρίψει . Δεν μπορεί όμως πια να ανατρέψει τα γενόμενα, στα οποία συνέβαλαν οι πολυσχιδείς ανάγκες της εποχής, προσωπικά
βιώματα , συναισθήματα . Διευκρινίζω
ότι, ως ανθρώπινη οντότητα, υποβάλλω κάθε μου αίσθημα που αντιλαμβάνεται η
ψυχή, σε συστηματική εγκεφαλική επεξεργασία , καθιστώντας το μοναδικό και
κυρίαρχο συναίσθημα ή το διαγράφω οριστικά και αμετάκλητα, αδιαφορώντας για τις
ενδεχόμενες συνέπειες στο πρόσωπό μου.
Αναφερόμενος
στα συναισθήματα, θεωρώ δεδομένη την ανταπόδοση
–έστω και ενδόμυχη- και τα αποδέχομαι σαν γεγονότα που σε κάποιο βαθμό συμβαίνουν σε όλους μας. Διατηρώ απόλυτη εμπιστοσύνη στον διπλοτσεκαρισμένο [όπως θα
έλεγε η αείμνηστη Μαλβίνα] έλεγχο της καρδιάς και του μυαλού [ με
πρωτοπορία του δεύτερου ], διαθέτοντας κάθε πλεόνασμα των αισθημάτων για την
αντιμετώπιση των αμφιβολιών. Αποφεύγω συστηματικά να αφήνω εκκρεμότητες , ενώ αντιμετωπίζω
με κατανόηση τις εκκρεμότητες των άλλων
απέναντί μου.
Συμπερασματικά,
με αφήνει παγερά αδιάφορο η μακροζωία μου, την οποία, παρά την έλλειψη -
στα 89 μου - παθολογικών προβλημάτων και την ικανοποιητική φυσική μου
κατάσταση, τη θεωρώ απλή και μελαγχολική
επιβίωση και μόνο για όσο μου
εξασφαλίζει μια στοιχειώδη αυτοεξυπηρέτηση. Θεωρώ την τελευταία προϋπόθεση, διότι αρνούμαι να ‘’φορτώνω’’
στους οποιουσδήποτε άλλους μια τέτοια υποχρέωση– παρότι μου έχει ήδη προταθεί –
που έχει εγκαταλειφτεί στη σύγχρονη κοινωνία. Δεν δέχομαι επίσης – όσο το μπορώ
- την ‘’αποθήκευσή’’ μου σε κάποιον από
τους , κατ’ ευφημισμό, αποκαλούμενους οίκους ευγηρίας. Για τους τελευταίους μάθαμε διεθνώς πολλά και
ενδεικτικά της τραγικής εποχής μας, στη διάρκεια της τελευταίας πανδημίας. Επί
του παρόντος , συνεχίζω ένα πλήρες
καθημερινό πρόγραμμα, με προσωπική
κάλυψη όλων των αναγκών μιας τυπικής διαβίωσής. Η μόνιμη συνέπεια των γηρατειών, ο
πόνος, θυμίζει την παράταση της επιβίωσης και αποτελεί ένα μικρό μέρος του τιμήματός
της .
Αναφέρομαι στην ανθρώπινη διαβίωση, αφού
οι συνάνθρωποί μας, με τη συνδρομή και της παγκόσμιας πολιτείας,
φρόντισαν τουλάχιστον για τα υπόλοιπα
‘’ζωντανά’’. Αποτελεί και αυτό μια μόδα και όπως συχνά συμβαίνει [ η μακροβιότητα με φόρτωσε ανάλογα παραδείγματα]
, θα περάσει και θα ξεχασθεί, μόνο που τα τελευταία δεν θα μπορούν να
παραπονεθούν. Οι ίδιοι άνθρωποι θα επανεκτιμήσουν την προσφορά τους και θα τους
ξαναδώσουν τη θέση και τη φυσική φροντίδα που δικαιούνται δίπλα μας, γιατί η μόδα αλλάζει αλλά οι ανάγκες και οι παλιές
καλές σχέσεις παραμένουν. Όλοι μας στα παιδικά μας χρόνια – ιδιαίτερα στην
επαρχία - συμβιώσαμε ειρηνικά και με
πολλή αγάπη με τους πιστούς αυτούς φίλους και συνεργάτες μας.
Διεκπεραιώνω
μόνος το σύνολο των αυξημένων εργασιών του μεγάλου
σπιτιού μου που είχα ενοικιάσει με άλλες
προοπτικές και μου απόμεινε σαν μοναδική πολυτέλεια που κράτησα για τον εαυτόν
μου. Μοναδική μου σύνδεση με αυτό που ονομάζουμε ζωή , ασχέτως της ποιότητας,
είναι η προσπάθεια μιας μικρής ΜΟΝΑΧΙΚΉΣ ορειβασίας, η οποία ‘’οσημέραι’’ περιορίζεται τόσο σε συχνότητα όσο και σε υψόμετρο.
Οι πόλεμοι και
η πείνα των παιδικών μου χρόνων
και η δυστυχία και τα προβλήματα που ακολούθησαν, αντί να περιορίσουν τη
δραστηριότητά μου, την έκαναν πιο έντονη και τελικά με κούρασαν, κυρίως ψυχικά. Έφθασα στο σημείο να μην μπορώ
ή και να μη θέλω πια να χαρώ την κατ’
ευφημισμό αποκαλούμενη ζωή , χαρακτηρίζοντας την μοναχικότητα.
Ευτυχώς οι αρχαίοι μας πρόγονοι μας άφησαν μια γλώσσα που επιτρέπει ‘’πλάγιες’’ ερμηνείες των καταστάσεων που μας
βγάζουν από τις κακοτοπιές και τις παρεξηγήσεις.
Μετά την απώλεια της συντρόφου μου το 1977 , δεν
σκέφθηκα καν να ρισκάρω την ισορροπία της εναπομείνασας οικογένειας και συνεχίσαμε μόνοι μας. Όταν
αργότερα θεώρησα ότι είχαν δημιουργηθεί οι
συνθήκες να σκεφθώ και το τελικό στάδιο του βίου μου, δείλιασα. Επέλεξα τελικά
τη μοναξιά , αρνούμενος να παρατείνω την ευτυχία μου με κάτι επιζήμιο που μπορεί να συμβεί μελλοντικά σε άλλο άτομο και δεν έστερξα
να μοιραστώ μια ενδεχόμενη μιζέρια της επιβίωσης. Χρησιμοποίησα μάλιστα σαν
πειστήριο της επιλογής μου, τα λόγια τραγουδιού του CHRIS DE BURGH [ the head and the heart], που πραγματεύεται το κλασικό
δίλημμα ανάμεσα στην καρδιά και τη λογική , αναλογιζόμενος παράλληλα και την ζωή της Μαντάμ Ορτάνς από το έργο του Καζαντζάκη. Αυτό ίσως
δίνει απάντηση σε φίλους που έσπευσαν – καλοπροαίρετα – να με κακίσουν για μια
συγκεκριμένη επιλογή για τη συνέχιση της ‘’μαγκουφιάς’’ μου.
Όλα άρχισαν
στις Βρυξέλλες τον Φεβρουάριο του 1984,
που κυκλοφόρησε ο πιο πάνω δίσκος που
μου χάρισαν στην πρώτη συμμετοχή μου σε γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου. Όπως συμβαίνει συχνά, η αρχή και το τέλος
έχουν δυσδιάκριτα όρια και εγώ με όσα προανέφερα και με τα πειστήρια που
επικαλέστηκα, έριξα το βάρος στο
δεύτερο. Στο ερώτημα αν τώρα μετανιώνω δεν έχω απάντηση , αφού άλλωστε δεν έχει
και νόημα, αφού όταν το αποφάσισα,
οι προοπτικές της μακροζωίας μου ήσαν άγνωστες.
Επειδή πολύ
αναφέρθηκα στους στίχους ενός τραγουδιού, το παραθέτω ολόκληρο στη γλώσσα του για να εκτιμηθεί αν επηρέασε
σωστά την τελική μου απόφαση ανάμεσα
στην καρδιά και τον νου. Η άλλη πλευρά , ύστερα από μια υπερδεκαετή ευτυχή συμβίωση, προφανώς συμφωνεί ως προς την σκέψη αλλά πρέπει να
μετάνιωσε που μου χάρισε το δισκάκι..
Αντώνης
Let us talk
no more, let us go to sleep,
Let the rain fall on the window pane,
And fill the castle keep,
I am weary now, weary to my bones,
Weary from the travelling,
And the endless country roads,
That brought us here tonight, for this weekend,
And a chance to work it out,
For we
cannot live together, and we cannot live apart,
It’s the classical dilemma between the head and the heart;
She is sleeping
now, softly in the night,
And in my heart of darkness she has been the only light,
I am lost in love, looking at her face,
And still I hear the voice of reason,
Telling me to chase these dreams away,
Oh here we go again, we’re divided from the start,
For we cannot live together, and we cannot live apart,
It’s the classical dilemma between the head and the heart,
The head and the heart;
Now the dawn
begins, and still I cannot sleep,
My head is spinning round but now the way is clear to me,
There is nothing left, nothing left to show,
The jury and the judge will see, it’s time to let her go,
Now hear the heart,
I believe that time will show,
She will always be a part of my world,
I don’t want to see her go,
So I plead my case to hear the heart,
And stay.
It’s time to let
her go – I don’t want to let her go
It’s time to let her go – I don’t want to let her go
It’s time to let her go – I don’t want to let her go
It’s time to let her go
And in this
classical dilemma,
I find for – the heart.