Προς την εφημερίδα ΑΥΓΗ
2.11.2016
Κύριοι [παραλείπω σκόπιμα το αξιότιμοι ,που συνηθίζω]
Δεν διάβασα ποτέ την εφημερίδα σας, αλλά τη θεωρούσα μέχρις
ενός σημείου, έντιμο παραταξιακό φύλλο
της αριστεράς. Το άρθρου του Νάσου Θεοδωρίδη, που φιλοξενήσατε, αποτελεί κατάντημα κιτρινισμού και πλαστογράφησης της
ελληνικής ιστορίας και με αναγκάζει να σας κατατάξω στα επικίνδυνα περιθωριακά
έντυπα που προσβάλλουν την αισθητική κάθε σκεπτόμενου Έλληνα, άσχετα με την
ιδεολογία του. Με αφορμή το κατάπτυστο αυτό άρθρο ,, που αναφέρεται στην 28 Οκτωβρίου
και πλαστογραφεί βάναυσα τη σύγχρονη
Ελληνική Ιστορία και τους αγώνες του συνόλου του Ελληνικού λαού, παραθέτω –
προειδοποιητικά- τις ακόλουθες πληροφορίες.
Έζησα προσωπικά το έπος του 1940, ο
πατέρας μου αριστερής ιδεολογίας πολέμησε στην Αλβανία και το θεωρούσε τιμή του
και γυναίκες της οικογενείας του [από
τον Πεντάλοφο Βοίου Κοζάνης] κουβαλούσαν
στην πλάτη πολεμοφόδια για τους στρατιώτες μας στο μέτωπο και επέστρεφαν
φορτωμένες με τραυματίες [ αν έχετε ακούσει για τις γυναίκες της Πίνδου]. Τόσον
εγώ όσο και οι λοιποί αναφερόμενοι, είχαν και έχουμε εντελώς διαφορετική άποψη για τα γεγονότα που σκόπιμα διαστρεβλώνονται στο έντυπό σας. Η
γνωριμία μου με τον Στρατηγό Θρασύβουλο Τσακαλώτο , με τον επικεφαλής του
Μπούλκες, ονόματι Παπαδάτο , και τον Γιουγκοσλάβο Στρατηγό Peko Dapcevic, διαψεύδουν πλήρως τις νοσηρές
ιδεοληψίες σας. Για καλύτερη ενημέρωσή σας πληροφορώ, ότι ο αρχηγός του
Μπούλκες, υπήρξε και Συνταγματάρχης του Γιουγκοσλαβικού Στρατού, Διευθυντής του
περιοδικού διεθνείς σχέσεις [ΜEDJUNARODNA POLITIKA] και δάσκαλός μου στην οδήγηση αυτοκινήτου, με
τη μεσολάβηση του επί τιμή Πρέσβη στο Βελιγράδι, Θ. Τσακαλώτου. Ο ίδιος ‘’φύλασσε’’ και το
αρχείου του ΚΚΕ.
Έρχομαι τώρα
στον Στρατηγό Peko Dapcevic, μετέπειτα Πρέσβη της Γιουγκοσλαβίας την Αθήνα , o οποίος υπήρξε ο σύνδεσμος που
προωθούσε τον σοβιετικό οπλισμό στο
Γράμμο και στο Βίτσι. Αυτοί οι άνθρωποι που έζησαν από κοντά τα γεγονότα της
ιστορικής αυτής περιόδου και η περιγραφή τους δεν έχει καμιά σχέση με την δική
σας παραχαραγμένη ιστορική εκδοχή. Ακόμα
και η έμμεση αναφορά σας σε σλαβόφωνους μακεδόνες, προφανώς υπονοεί το μόρφωμα
που δημιούργησε ο Τίτο, με τις αλυτρωτικές τους διεκδικήσεις και έσπευσε να αναγνωρίσει το ΚΚΕ,
για τα ιδιαίτερα συμφέροντα της εποχής. Γιουγκοσλαβικά ντοκιμαντέρ που
αναφέρονται στον αγώνα των παρτιζάνων
κατά των Γερμανών, δείχνουν ότι στις εισόδους των σπιτιών των σκοπιανών
υπήρχαν επιγραφές στα βουλγαρικά που δήλωναν ότι το σπίτι είναι βουλγαρικό και
τους καλωσορίζουν. Μήπως αναφέρεται σε αυτούς το άρθρο όταν ομιλεί για τους αδικημένους ‘’βουλγαροκομμουνιστές;’’
Θεωρώ, σε πρώτη φάση, αρκετά τα στοιχεία που
παρέθεσα για να αντιληφθείτε την εσκεμμένη πλαστογράφηση της ιστορίας μας και
την προσβολή των ηρώων που έχυσαν το αίμα τους, ώστε να μπορείτε εσείς ασύστολα να αραδιάζετε τις
ανιστόρητες πομφόλυγές σας και να συνεχίζεται το ‘’μαρξιστικό σας παραλήρημα’’, μιμούμενοι την πρώτη διδάξασα
κυρία Ρεπούση.
Ένας
γέρος που βίωσε και γνωρίζει από πρώτο χέρι τα συγκεκριμένα γεγονότα . Αντώνης
Ταρνανάς
Χρόνια μετά την τραγωδία του θανάτου και της αναπηρίας δεκάδων
χιλιάδων φαντάρων, έχει έρθει η ώρα για μια ψύχραιμη ιστορική αποτίμηση που να
απαντάει στο ερώτημα αν τελικά βγήκε κερδισμένη η ελληνική κοινωνία από μια εξ
αντικειμένου σύμπλευση με το φασιστικό καθεστώς Μεταξά στην οποία οδηγήθηκε από
τον εθνικιστικό παροξυσμό της εποχής, προκειμένου να αποτραπεί η απλή διέλευση
ενός άλλου φασιστικού στρατού, με μόνο επιχείρημα ότι ο δεύτερος στρατός ήταν
«ξένος» (αλλά εξίσου φασιστικός). Υποστηρίζω ότι η εμπλοκή της Ελλάδας σε αυτό
το σφαγείο θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί. Η 28η Οκτωβρίου δεν σήμαινε ούτε την «ενότητα» ούτε «το
μεγαλείο του έθνους», αλλά την είσοδο της Ελλάδας σε ένα παγκόσμιο
ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Η άγρια σύγκρουση που ξετυλίχτηκε πάνω στα βουνά της Ηπείρου και
της Αλβανίας έδειξε ανάγλυφα την ταξική της φύση. Στις πρώτες γραμμές φτωχοί άνθρωποι,
πέθαιναν από τη γάγγραινα, έλιωναν από την ψείρα, περίμεναν απελπισμένα τροφή.
Πιο πίσω οι αξιωματικοί με τις ορντινάτσες τους έδιναν τις διαταγές. Και ακόμα
πιο πίσω, στα πολυτελή ξενοδοχεία της Αθήνας, ο αρχιστράτηγος Παπάγος και το
επιτελείο της «Αυτού Μεγαλειότητας»...
Υπάρχουν πολλοί μύθοι για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Ο πρώτος είναι
ότι οι φαντάροι μας με εφ' όπλου λόγχη στείλανε τους δειλούς εχθρούς στα βάθη
της Αλβανίας. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Ο ελληνικός στρατός ήταν
προετοιμασμένος γι' αυτή τη σύγκρουση. Ήδη από την άνοιξη1939 το Γενικό
Επιτελείο Στρατού είχε καταστρώσει ανάλογα σχέδια. Και από τον Ιούνη 1940 ο
ελληνικός στρατός βρισκόταν ουσιαστικά σε κατάσταση «μυστικής επιστράτευσης».
Στα σχολικά βιβλία και στα πατριωτικά αφιερώματα η «θέληση» και το «φρόνημα»
ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας για το «έπος της Αλβανίας». Η αλήθεια είναι ότι
ήταν η μορφολογία του εδάφους, το βεβιασμένο της ιταλικής επίθεσης -με όλες τις
δυσκολίες ανεφοδιασμού από τα ακατάλληλα λιμάνια της Αλβανίας- και μια πολύ
ισχυρή ελληνική στρατιωτική μηχανή.
Επίσης αποκρύπτεται ότι υπήρχαν πολλοί που αρνούνταν να υποταχτούν
σε αυτήν τη χαρούμενη εικόνα της "εθνικής πανστρατιάς". Δεν είναι
τυχαίο ότι ο Θ. Χατζής, μετέπειτα γραμματέας του ΕΑΜ αναφέρει στις αναμνήσεις
του ότι στις αρχές Νοέμβρη εκτελέστηκαν επί λιποταξία τέσσερις φαντάροι του
συντάγματός του, επειδή είχαν λείψει μόνο μια μέρα και ξαναγύρισαν:
«Απογοήτευση και πένθος έπεσε στο Σύνταγμα. Στην πορεία μάθαμε πως και σε άλλα
Συντάγματα έγιναν παρόμοιες δίκες για μικρές πειθαρχικές παραβάσεις και
επακολούθησαν διαδοχικές εκτελέσεις, κατά περίεργη 'συγκυρία' μόνο Μακεδόνων
που μιλούσαν τη σλαβική γλώσσα και όλοι τους σχεδόν ήταν χαρακτηρισμένοι
'βουλγαροκομμουνιστές'".
Ήταν και κάτι άλλο που ερέθιζε τους φαντάρους. Οι καλαμαράδες της
Αθήνας παρουσίαζαν τον πόλεμο σαν τρικούβερτο γλέντι με χαρές και τραγούδια για
τους Έλληνες φαντάρους. Κρύβανε την πραγματικότητα. Συνήθως στα αφιερώματα για
την 28η Οκτωβρίου, βλέπουμε επίκαιρα της εποχής με τα πλήθη ενθουσιασμένα να
χαιρετάνε εκείνους που φεύγουν για το μέτωπο. Πράγματι, κάθε φορά που αρχίζει
ένας τέτοιος πόλεμος, η πλειοψηφία παρασύρεται από ένα κύμα εθνικισμού και
πολεμόχαρων αισθημάτων. Όμως, καθώς περνούν οι μέρες, φανερώνεται όχι μόνο η
φρίκη του πολέμου αλλά και ποιος την πληρώνει, οπότε οι διαθέσεις αλλάζουν.
Ο Δ. Λουκάτος καταγράφει αυτή την αλλαγή στο ημερολόγιο που
κρατούσε και έχει δημοσιευτεί με τίτλο «Οπλίτης στο Αλβανικό Μέτωπο
Ημερολογιακές Σημειώσεις 1940-'41»: «Ένα περίεργο πράγμα. Κανείς απ΄ όλους τους
'Εμπέδους' δεν θέλει να φύγει για το Μέτωπο. Όλοι θα 'τανε ευτυχείς αν τους
κρατούσανε εδώ. Πού είναι λοιπόν τα φανταχτερά λόγια 'οι φαντάροι μας αδημονούν
να μεταβούν εις την πρώτην γραμμήν;».