ΤΟ
ΟΥΖΕΡΙ ΤΟΥ ‘’ΑΠΟΤΣΟΥ ‘’
Στην προσπάθειά μου να αποτοξινωθώ από
την όζουσα κομματίλα και την τοξικότητα
των ημερών , αναζήτησα διέξοδο στις
αναμνήσεις μου. ‘Ετσι λοιπόν ξαναδιάβασα
‘’μονορούφι’’ ένα βιβλίο της Εμμανουέλας Νικολαΐδη με τίτλο
‘’μεσημέρι στου Απότσου’’. Το βιβλίο
γράφηκε το 2012 και περιλαμβάνει πολλά σημαντικά γεγονότα που το συνδέουν με τη
ζωή της
Αθήνας, στα χρόνια μου και παλιότερα.
Ο νεαρός, έξυπνος,
προκομμένος και φιλόδοξος ιδιοκτήτης του Βασίλης Απότσος, φτάνει στην
πρωτεύουσα που ανοιγόταν σε νέες ευκαιρίες στα τέλη του 19ου αιώνα. Βρίσκει
δουλειά στο περίφημο ζαχαροπλαστείο Γιαννάκη στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου
και Κριεζώτου και μερικά χρόνια αργότερα, στις αρχές του 1900 βλέπει το όνομά
του στην ταμπέλα του δικού του πια μαγαζιού επί της οδού Σταδίου 5, «Β.
Απότσος, Εδώδιμα, Αποικιακά». Το μαγαζί του Απότσου δεν ήταν ένα απλό
μπακάλικο, από τα συνηθισμένα της Αθήνας των αρχών του αιώνα αλλά ένα μαγαζί
γεμάτο λιχουδιές, γλυκές και αλμυρές, απ’ όλη την Ελλάδα, και τη γνωστή μαστίχα
Χίου, της καταγωγής του.
Θα αρχίσω με στοιχεία που αναφέρει η
συγγραφέας του πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου
και θα συνεχίσω με όσα προσωπικά βίωσα στο ιστορικό στέκι που συνέχισε ο γιος του Νικόλαος,
προσωρινά στην οδό Βουκουρεστίου, πριν εγκατασταθεί οριστικά στη στοά της οδού Πανεπιστημίου 10.
‘’Το είπαν `Ακαδημία`, το είπαν `Ναό Ευζωίας`, `Μεγάλη
Βρετανία του ουζάδικου`, κι άλλα πολλά... Έξω από τη βιτρίνα του πέρασε όλη η
σύγχρονη ελληνική Ιστορία, τα στρατεύματα που υπηρέτησαν σε δύο Πολέμους, οι
περιπολίες της Κατοχής, τα τανκς της δικτατορίας, οι πομπές των βασιλικών γάμων
οι ιστορικές πολιτικές συγκεντρώσεις - ενώ μέσα, στα τραπέζια του, κάθισαν οι
συγγραφείς αυτής της Ιστορίας, πρωθυπουργοί και βασιλιάδες, πολιτικοί και
διανοούμενοι. Το όνειρο του Βασίλη Απότσου, που ήρθε στις αρχές του 19ου αιώνα
από τη Χίο για να ανοίξει ένα μπακάλικο -το καλύτερο όμως απ` όλα τα άλλα-,
ξεπέρασε τις προσδοκίες, έγινε τραγούδι, έγινε θρύλος, έγινε και βιβλίο,’’ όπως
αναφέρει η συγγραφέας του και
έγραψαν γι’ αυτό οι New York Times και το Paris Match.
Βρέθηκα στο μαγαζί αυτό, τυχαία, στην προσωρινή του θέση,
όταν χρειάστηκε υποδεχθώ ένα φίλο μου, επειδή βρισκόταν κοντά στην υπηρεσία μου, τη δεκαετία του 1960 . Το
έκανα στέκι μου, με αρκετούς φίλους και συναδέλφους [στη νέα του θέση] την
επόμενη δεκαετία, όταν παρέμεινα για μακρό διάστημα στην Αθήνα.
Δεν σύχναζαν πια πολλοί πολιτικοί και διανοούμενοι όσο πριν,
αλλά θυμάμαι τον αείμνηστο Αντώνη Σαμαράκη με την παρέα του , τον Άκη
Τσοχατζόπουλο με ψηφοφόρους του και κάποιους δημοσιογράφους.
Ο πολιτικός του ΠΑΣΟΚ είχε ένα μόνιμο
μεγάλο τραπέζι στο βάθος του μαγαζιού, όπου τον περίμεναν οι ‘’θαυμαστές’’ του
.Όταν εκείνος έφθανε, του έκαναν θερμή υποδοχή και οι λοιποί θαμώνες σιωπούσαν
για να απολαύσουν τους φανφαρονισμούς του σε στυλ , τουλάχιστον Κικέρωνα ενώ οι
ομοτράπεζοί του δεν έκρυβαν τον θαυμασμό τους. Αυτό επαναλαμβανόταν πολύ συχνά, σε διαφορετικό
κάθε φορά ακροατήριο.
Το κατάστημα είχε πολύ όμορφη διακόσμηση ,
με τους τοίχους γεμάτους με φωτογραφίες διάφορων παλιών ποτών και σημαντικών
προσωπικοτήτων που υπήρξαν θαμώνες του . Οι μεζέδες πάντα εκλεκτοί και ποικίλοι
και το σέρβις του μοναδικό, τόσο που εκείνοι που το γνώριζαν το επισκέπτονταν
πολύ συχνά και έφευγαν πάντα εντυπωσιασμένοι.
Όπως μαθαίνω έκλεισε, όπως και
το ζαχαροπλαστείο Ζαχαράτου στο Σύνταγμα , κλείνοντας μια ολόκληρη εποχή
που τη διέκρινε η αισθητική. Αμφότερα
αποτελούσαν στέκια πολιτικών, διανοουμένων και δημοσιογράφων με κυρίαρχο
στοιχείο τον ορθό λόγο και τη δημόσια συζήτηση με ευπρέπεια και διακριτικότητα.
Αναπολώντας το σχετικά πρόσφατο παρελθόν και συγκρίνοντάς το
με τη σημερινή αμετροέπεια και χυδαιότητα μου έρχονται στο
νου τα λόγια του Κικέρωνα ‘’ O
Tempora
O
Mores’’.
Αντώνης