Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

ΒΕΛΙΓΡΑΔΙ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ ''ΑΡΝΟΥΜΑΙ ΝΑ ΞΕΧΑΣΩ''

           α]    Γιουγκοσλαβία . Ιούνιος 1960  - Δεκέμβριος 1965
                  -----------------------------------------------------------
        Τον Ιούνιο του 1960 πήρα την πρώτη μου μετάθεση για το εξωτερικό και συγκεκριμένα για το Βελιγράδι της ενωμένης τότε Γιουγκοσλαβίας.
        Στην πρώτη μου εγκατάσταση  στο Βελιγράδι, έμενα σε ένα διαμέρισμα, στη STRAHINICA BANA που βρισκόταν και η Ελληνική Πρεσβεία και 50 περίπου μέτρα από αυτήν για λόγους πρακτικούς. Την εποχή εκείνη ήταν στο φόρτε του το ''Μακεδονικό''  και δουλεύαμε από τις οκτώ το πρωί, μέχρι πολύ αργά το βράδυ. Για το λόγο αυτό λοιπόν, αλλά και για να νοιώθει η σύζυγός μου -πού λίγους μήνες πριν είχαμε  παντρευτεί- ασφαλέστερη, προτίμησα να νοικιάσω αυτό το διαμέρισμα, στο οποίο, όμως, υπήρχε ένα μικρό πρόβλημα, δηλαδή είχαμε κοινό λουτρό με τούς ιδιοκτήτες. Αυτοί, προερχόμενοι από το Μαυροβούνιο  και τρομερά φιλέλληνες , ήσαν οι εξής. Η γιαγιά -χήρα Στρατηγού στην υπηρεσία του τελευταίου Σέρβου Βασιλιά- ,η κόρη περίπου 45 ετών, παλιά συναγωνίστρια στο παρτιζάνικο και προσωπική θαυμάστρια του Τίτο, που  τώρα πια, κατέκρινε τις εξελίξεις στη Γιουγκοσλαβία μετά τη λήξη του πολέμου  και ο συνομήλικος σύζυγός της, Συνταγματάρχης του Γιουγκοσλαβικού στρατού και στέλεχος του Κόμματος. Είχαν και δυο χαριτωμένα παιδιά, τον  NIKOLA  και τη MIRA . Η  κόρη  ταυτιζόταν  απόλυτα με τον  φυλακισμένο επίσης συναγωνιστή της  MILOVAN DJILAS , συγγραφέα του πολύκροτου βιβλίου ''Νέα Τάξη''. Στο βιβλίο αυτό,  όπως είναι γνωστό, περιγράφεται, η νέα τάξη πραγμάτων  που δημιουργήθηκε με το τέλος του πολέμου, όπου όλοι οι πρωτοκλασάτοι παρτιζάνοι ηγέτες εγκατέλειψαν τους συναγωνιστές και κυρίως τις συναγωνίστριές τους  και παντρεύτηκαν μανεκέν ,ηθοποιούς και άλλα  διάσημα πρόσωπα, έξω όμως από την κομματική και στρατιωτική δράση.
       Μια μέρα λοιπόν και αφού είχαμε γνωρισθεί και συνδεθεί φιλικά, η γιαγιά, στην προσπάθειά της προφανώς να μας ευχαριστήσει, μας πρόσφερε,  μια μαυροβουνιιώτικη σπεσιαλιτέ, με το όνομα που είχε σημαδέψει τα παιδικά μου χρόνια στην κατοχή, ''κατσαμάκι''. Και μόνο το άκουσμα της λέξης, ξανάφερε  στη μνήμη μου γεγονότα που προσπαθούσα, με κάθε τρόπο, να ξεχάσω. Η μοίρα το  έφερε, ύστερα από 20 χρόνια, να βρεθώ μπροστά σε μια τυπικά ανάλογη κατάσταση και παρά το γεγονός ότι αυτό το κατσαμάκι -μόνο στο όνομα έμοιαζε με εκείνο που σημάδεψε το στομάχι μου και όχι μόνο στη διάρκεια της κατοχής- αποφάσισα να δράσω ακαριαία . Θα το εξαφάνιζα , χωρίς να γίνω αντιληπτός από την  συμπαθή  οικοδέσποινα που μόνο  ευγενικές προθέσεις την οδήγησαν σ'αυτή της την προσφορά. Δεν υπολόγισα όμως σωστά σ'αυτή μου την ενέργεια και φαίνεται ότι η απέχθειά μου για το έδεσμα αυτό με είχε κάνει να λησμονήσω το χαρακτηριστικότερο γνώρισμά του, τη ,,,,,,σκληρότητα .
       Έσπρωχνα μία-μία στη λεκάνη της τουαλέτας, τις έξι μπάλες στο μέγεθος πορτοκαλιού που αποτελούσαν το έδεσμα που μας είχε προσφέρει,  με ένα μακρύ σίδερο που ξανοίγαμε τα κάρβουνα στο τζάκι,  αλλά μάταια. Αυτά δεν κατέβαιναν στην τουαλέτα με τίποτα και το χειρότερο ήταν ότι ένα από τα παιδιά, ο NIKOLA, αισθάνθηκε την ανάγκη να κάνει χρήση του κοινόχρηστου μπάνιου. Αναγκάσθηκα να τα αποσύρω, για απόρριψη στα σκουπίδια την επομένη, αφού εν τω μεταξύ η σύζυγος μου είχε απασχολήσει τον μικρό και μου έδωσε τον καιρό να δράσω ''υδραυλικά''. Έστω και έτσι, όμως, είχα ξαναζήσει τις εφιαλτικές στιγμές της κατοχής και το πιο δυσάρεστο, ίσως, ήταν ότι δεν έδωσα μια ευκαιρία στον εαυτό μου να δοκιμάσει τα εν καιρώ ειρήνης συνώνυμα του  εδέσματα, ώστε να διασκεδάσω τις κατοχικές μου δυσάρεστες εμπειρίες.  
       Στην πρώτη μου αυτή μετάθεση στο Βελιγράδι,  συνέχιζα να αμείβομαι από κονδύλια και οι αποδοχές μου αποστέλλονταν ανά εξάμηνο ή τουλάχιστον  έτσι προβλεπόταν. Και τι αποδοχές; Ενώ στην Αθήνα είχα μηνιαίες αποδοχές 2.500 Δραχμές , στο Βελιγράδι, παρά τα όσα πρόσθετα έξοδα ενοικίου κλπ και τις πολλές έκτακτες δαπάνες  πρώτης εγκατάστασης, αυτές μετά δυσκολίας άγγιζαν  συνολικά τις 5.000 Δραχμές. Αναγκαζόμουν λοιπόν να δανείζομαι κυρίως από τον ''μπάρμπα-Μήτσο''  τον Κλητήρα. Έναν πανέξυπνο άνθρωπο που ο πόλεμος τον βρήκε στην Ελληνική Πρεσβεία της Μόσχας και από εκεί πέρασε στο Ιράν , όπου συνέστησε ιδιωτική εταιρεία ''κατασκευής δρόμων '' και όπως έλεγε  ο ίδιος, απεκόμισε μεγάλα κεφάλαια.
      Είχε πράγματι πολλά χρήματα ,αφού ήταν ένας από τους κύριους μετόχους του ''Λαμπρόπουλου'' Θεσσαλονίκης .Αυτός λοιπόν, μου έδινε εν λευκώ,  όσα χρήματα χρειαζόμουν - και δεν ''χρειαζόμουν ποτέ πέραν των δικαιουμένων -και  σε αντάλλαγμα  κρατούσε τις επιταγές με τις εξαμηνιαίες  αποδοχές μου, σε συνάλλαγμα. Δεν μου κράτησε ποτέ τόκο ούτε διαπίστωσα  ότι καταχράστηκε  την εμπιστοσύνη μου, ούτε και εγώ βέβαια τη δική του. Αφού πέρασε αρκετός καιρός και ένοιωσα την ανάγκη να πάρω αυτοκίνητο, στις έμμεσες κρούσεις που του έκανα, μου απαντούσε με  θυμοσοφία  ‘’αφού δεν πονάει το κεφάλι σου γιατί θέλεις να φορέσεις φακιόλι;''. Θεωρούσε το αυτοκίνητο πονοκέφαλο και βέβαια αυτό το τηρούσε και στην προσωπική του ζωή. Ήταν τότε περίπου 60 ετών και δεν είχε ποτέ αυτοκίνητο. Είχε όμως πολλές υψηλές γνωριμίες.
       Κάθε φορά που περνούσε από τη Γιουγκοσλαβία ο Παν. Πιπινέλης του έστελνε τηλεγράφημα και τον υποδεχόταν στα Ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα , συνοδεύοντας τον μέχρι τα Αυστριακά. Το ίδιο συνέβαινε και κατά την επιστροφή. Ο ίδιος έλεγε ότι είχε διατελέσει υπηρέτης του Π. Πιπινέλη. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και σε  ταξίδια του τότε Βασιλιά Παύλου, οπότε τον καλούσε -αποδεδειγμένα- ο Αυλάρχης του. Αυτό γινόταν  κυρίως όταν ο Πρόεδρος Τίτο διέθετε την Προεδρική αμαξοστοιχία του, που παρελάμβανε  τον  τέως  Έλληνα Μονάρχη από τα σύνορα και τον προέπεμπε  μέχρι την έξοδο από τη χώρα.
       Ο γραφικός  αλλά και θυμόσοφος αυτός μπάρμπα-Μήτσος, ώριμος ηλικιακά  και συνεπώς κατασταλαγμένος  στη ζωή, είχε  ένα και μοναδικό στόχο, το κέρδος. Δεν χρησιμοποιούσε όμως, ή έτσι τουλάχιστον έδειχνε,  αθέμιτους τρόπους. Απέδιδε στον καθένα τα οφειλόμενα  και γενικά δεν άφηνε οικονομικές εκκρεμότητες. Παράλληλα όμως και το διακήρυττε προς κάθε κατεύθυνση, πίστευε ότι τα χρήματα αποκτώνται  μόνο αν τα σέβεσαι και κυρίως αν δεν τα σπαταλάς. Με λίγα λόγια, οι τσέπες του ''είχαν καβούρια''. Πολλές φορές σε καλούσε ''για να τον κεράσεις ένα κρασάκι'', ποτέ όμως  δεν έβαζε το χέρι στην τσέπη του. Επειδή  ήταν συμπαθής και ευχάριστος στην παρέα, τον καλούσαν πολλοί και τον κερνούσαν, περισσότερο για να απολαύσουν τις ατέλειωτες και ενδιαφέρουσες ιστορίες του και τη γλαφυρότητα της διήγησής του.
      Ο άνθρωπος αυτός, κοντά  στη δύση του βίου του, που συνέχιζε να εργάζεται σαν Κλητήρας της Πρεσβείας, έκανε δύο σημαντικές πράξεις, που άλλαξαν εντελώς τη ζωή του. Παντρεύτηκε και παράλληλα υιοθέτησε ένα πάμπτωχο μικρό κοριτσάκι , γράφοντάς στο όνομά του το σύνολο της περιουσίας του.  ‘Εκτοτε αφοσιώθηκε απόλυτα  στην οικογένειά του και ζούσε  μόνο για τη μικρή Σοφούλα.
      Ο μπάρμπα-Μήτσος της ιστορίας μας, ο ανυποχώρητος αυτός τσιγκούνης, είχε  μία και μοναδική κατάσταση γαλαντομίας. Κάθε φορά που ταξίδευε στο εξωτερικό, αγόραζε μεγάλες ποσότητες από τσίχλες. Το ίδιο ζητούσε από όσους συναδέλφους πήγαιναν στην Τεργέστη ή τη Βιέννη, να του φέρουν - με πληρωμή πάντα - τσίχλες. Σχεδόν κάθε βράδυ, με το κλείσιμο των Γραφείων της Πρεσβείας, συγκεντρώνονταν μπροστά στην κύρια είσοδο, μεγάλες ομάδες από πιτσιρίκια της γειτονιάς και όχι μόνο, φωνάζοντας  CIKA MITSO SVACKES [μπάρμπα-Μήτσο τσίχλες].Εκείνος δε,  τις σκόρπιζε στον αέρα, δημιουργώντας χαρά και αγαλλίαση στην πιτσιρικαρία. Μη φαντασθείτε όμως ότι είχε πονηρές σκέψεις ή απέβλεπε σε κάτι άλλο εις βάρος των παιδιών.
      Όταν επρόκειτο να εγκαταλείψει οριστικά το Βελιγράδι  και   με δική μου αυτή τη φορά πρόσκληση, πήγαμε για ένα κρασάκι. Τον ρώτησα λοιπόν με την ευκαιρία, όσο γινόταν πιο διακριτικά, πώς δικαιολογείται αυτή η κατ’ εξαίρεση γαλαντομία του με τις τσίχλες στα παιδιά, ενώ είναι διακηρυγμένος τσιγκούνης. Δεν μου απάντησε άμεσα αλλά όταν, μετά το κρασάκι, τον επανέφερα με το αυτοκίνητο μου στην Πρεσβεία όπου διέμενε , μου έδειξε την αγάπη  των εφήβων και μεγαλύτερων σε ηλικία ,που τον περίμεναν για να τον αγκαλιάσουν και με κάθε τρόπο να του δείξουν την αγάπη τους. Τότε μου είπε.... όλα αυτά ήσαν κάποτε, τα παιδιά της τσίχλας, κι όλα τα προηγούμενα χρόνια έσπαγαν την προσωπική μου μοναξιά.
      Ένας άλλος, εξ ίσου ενδιαφέρων ''τύπος'' της Πρεσβείας του Βελιγραδίου ,ήταν ο κυρ-Γιώργης. Μεγαλύτερος στην ηλικία - γύρω στα 80 - υπηρετούσε σαν Θυρωρός- υποδεέστερος του Κλητήρα στην ιεραρχία αλλά και στο μισθό. Από το ''κυρ'' γίνεται αμέσως αντιληπτό  ότι ήταν πιο σοβαρός και σεβαστός, ακόμα και λόγω ηλικίας.
      Ο κυρ-Γιώργης λοιπόν, γεννημένος στην παραμεθόριο Ελληνική Κλεισούρα, είχε στην προπολεμική Σερβία  μια μεγάλη εταιρεία υλοτομίας και εμπορίας ξύλου. Η αλλαγή όμως  του καθεστώτος στη χώρα, όπου τα πάντα κρατικοποιήθηκαν, τον άφησε άνεργο και αδύναμο να κάνει κάτι για να ζήσει, όχι μόνο λόγω ηλικίας, αλλά και επειδή - όπως λεγόταν - ήταν ένας εύπορος γλεντζές, που δεν είχε μάθει τίποτα άλλο στη ζωή του.
      Χάνοντας λοιπόν τα πάντα , ''συμβιβάστηκε'' με το διορισμό του σαν  θυρωρός ενώ ουσιαστικά ετοίμαζε και σέρβιρε τα  καφεδάκια στους υπαλλήλους της  Πρεσβείας. Όταν λοιπόν βρέθηκε στην ''ψάθα'',  αφού του στέρησαν βίαια τα πάντα και χωρίς την ελάχιστη από  μέρους του πρόνοια να  ‘’ βάλει ''  κάτι στην άκρη, το μόνο που κουβάλησε στη νέα του εργασία, ήταν η χαμένη του περηφάνια. Ακόμα και όταν  τα χρόνια του είχαν κυρτώσει το κάτισχνο σώμα και τα ελάχιστα άσπρα μαλλιά δεν μπορούσαν  πια να καλύψουν το οστεώδες κεφάλι του, με τα χαμένα στις βαθουλωμένες κόγχες μάτια του να ατενίζουν απροσδιόριστα το άπειρο, έβλεπες επάνω του μια αρχοντιά ή τέλος πάντων ό,τι του είχε απομείνει από αυτή.
      Αυτός ο κυρτωμένος γεράκος με το υπόλοιπο της αρχοντιάς που του είχε απομείνει, κουβαλούσε αγόγγυστα τα καφεδάκια μέχρι και το δεύτερο όροφο των γραφείων, μέσα από τις στενές ξύλινες σκάλες του παλιού κτιρίου. Δεν ξέρω αν ήταν η ευγένεια της κίνησής του ή το λιποβαρές άσαρκο σώμα του που έκανε τόσο αθόρυβο το περπάτημα του. Πάντα βρισκόταν μπροστά μας, χωρίς να αντιληφθούμε το ανέβασμά του, παρά τα  ξύλινα και θορυβώδη σκαλοπάτια που έτριζαν στο πέρασμα οποιουδήποτε άλλου. Μόνο, κάποιες φορές που τον εγκατέλειπαν οι δυνάμεις  και '' σωριαζόταν '' στις σκάλες, καταλαβαίναμε τον ερχομό του.
      Μια μέρα λοιπόν, που ανέβαινα μαζί του τις σκάλες, είδα να πέφτουν μέσα στους καφέδες που μετέφερε - άθελά του βέβαια -  τα '' καταρροϊκά υγρά '' της μύτης του που δεν μπορούσε πια να συγκρατήσει  και  ίσως και  να μη μπορούσε να  αντιληφθεί. Όταν λοιπόν μου πρόσφερε το καφεδάκι μου, που ήταν ανάμεσα στα '' ύποπτα '' και στην προσπάθειά μου να μην τον προσβάλω, απάντησα εντελώς απροετοίμαστα, ότι ο γιατρός μου είχε απαγορεύσει να πίνω καφέ και κατόπιν αυτού,  να μη μου ξαναφέρει.
      Η αφοπλιστική του ευγένεια που έσπευσε να μου δείξει τη συμπάθειά του γι' αυτή  μου τη στέρηση στα 28 μου χρόνια , με φόρτωσε με  τύψεις. Δεν μπορούσα όμως πια να κάνω πίσω και με δεδομένο το παρατεταμένο καθημερινό ωράριο εργασίας ,  μου έγινε συνήθεια και αναγκάστηκα να κόψω τον καφέ , πράγμα που  ισχύει  μέχρι και σήμερα , 47 σχεδόν χρόνια μετά.


      Ο Πρόεδρος Τίτο είχε μια στενή προσωπική φιλία με τον τέως Έλληνα μονάρχη. Την ημέρα του θανάτου του Παύλου, μια μέρα με τρομερή χιονοθύελλα στον Βελιγράδι,  που δεν κυκλοφορούσε τίποτα, ειδοποιήθηκε η Πρεσβεία μας και ήρθε προσωπικά ο Στρατάρχης με τη γυναίκα του να υπογράψουν  στο βιβλίο συλλυπητηρίων. Την ημέρα εκείνη - λόγω της κακοκαιρίας- ελάχιστοι άλλοι επίσημοι έκαναν το ίδιο.

Ο Πρόεδρος Τίτο Στην Ελληνική  Πρεσβεία. [Δίπλα στο δεξί του χέρι ο υποφαινόμενος]

Διάσκεψη κορυφής Ελλάδος-Γιουγκοσλαβίας στο Βελιγράδι..[Γ.Παπανδρέου - Στ. Κωστόπουλος, Πρέσβεις Μπένσης,Παπαδάκης,Καμπαλούρης,Γραμ. Πρεσβείας Βελισαρόπουλος και πρακτικογράφος ο υποφαινόμενος]
 Εντυπωσιακό ήταν το φαινόμενο στο δρόμο που οδηγούσε στην Πρεσβεία μας. Όλες οι κατάφορτες με χιόνια στέγες των γύρω σπιτιών είχαν καταληφθεί από ένοπλους αστυνομικούς, που φρόντιζαν για την ασφάλειά του. Αφού υπέγραψε στο βιβλίο με το προσωπικό του στυλό, το ξέχασε και εγώ που παρευρισκόμουνα ,έσπευσα να του το παραδώσω .Το στυλό εξαφανίστηκε αστραπιαία από τους συνοδούς ασφαλείας του. Σημειώνω εδώ ότι σε όλη τη διάρκεια  της παραμονή του στην Πρεσβεία μας, υπήρξε πολύ φιλικός με το σύνολο του προσωπικού.
       Ο Γιουγκοσλάβος Ηγέτης, είχε επιβάλλει ένα καθεστώς προσωπολατρίας και  εμφανώς σκληρό , που φανέρωνε  σε κάθε ευκαιρία  αυτή του τη σκληρότητα. Το 1964  όμως - στην προσπάθεια εκτόνωσης της αμυδρά εκδηλούμενης λαϊκής αντίδρασης, είχε επιτρέψει τηλεοπτικές εκπομπές, στις οποίες γινόταν σάτιρα εις βάρος του και κυκλοφορούσε ατέλειωτη σειρά με ανέκδοτα αιχμηρά για τον ίδιο, όχι όμως και για τη γυναίκα του.      
      Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η ζωή στο Βελιγράδι κυλούσε ευχάριστα και τις ελάχιστες ελεύθερες ώρες,  απολάμβανα το όμορφο γιουγκοσλάβικο ποδόσφαιρο με  SEKULARAC,BEARA και KOSTIC όπως και το μπάσκετ με τον διάσημο τότε KORAC.Η έλλειψη όμως αυτοκινήτου  έκανε πολύ δύσκολη  την ικανοποίηση  αυτών μου των ενδιαφερόντων. Εδώ λοιπόν βρέθηκε ο από μηχανής Θεός ή μάλλον ο αποκαλούμενος και ''Άγιος Κωνσταντίνος''. Ένας  καλοκάγαθος άνθρωπος με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης, ο  Α' Γραμματέας της Πρεσβείας, Κ. Τσαμαδός, απευθείας απόγονος του ιστορικού Υδραίου Ήρωα. Μού πρότεινε λοιπόν ευθέως ''να μου δανείσει το ποσό αγοράς αυτοκινήτου’’ , αφού του περισσεύουν κάποια χρήματα αυτή την εποχή από ένα έμβασμα μιας  θείας του'' και να τον  εξοφλώ άτοκα και τμηματικά σιγά-σιγά.'' Και η ευγενική  του αυτή πρόταση   έγινε  πράξη  άμεσα.
       Εγώ βέβαια διαπίστωσα ότι υπήρχε μεν θεία όχι όμως και έμβασμα. Τον ευχαρίστησα θερμά και παράγγειλα  το αυτοκίνητο , ένα 1200σάρι FORD.  Μέσα σε δυο μήνες συγκέντρωσα το ποσό  από τον μπάρμπα-Μήτσο, που κρατούσε τις επιταγές μισθοδοσίας μου,  με επίκληση επειγουσών  προσωπικών αναγκών και τακτοποίησα το χρέος μου. Αφού  λοιπόν έκανα την παραγγελία του αυτοκινήτου, έπρεπε να φροντίσω και για την άδεια οδήγησης.
       Πάλι ο ''Άγιος Κωνσταντίνος''  βρήκε τη λύση. Στην δεξίωση για την 25η Μαρτίου στην Πρεσβεία, μου γνώρισε έναν λιγάκι ευτραφή κύριο με την γυναίκα του και μας όρισε μάλιστα  το πρώτο ραντεβού για τα μαθήματα οδήγησης πολύ  σύντομα.
      Στην πρώτη μας συνάντηση, ο καλοσυνάτος αυτός κύριος μου είπε ότι ονομάζεται Παπαδάτος, ήταν κομμουνιστής που βρέθηκε στη  Γιουγκοσλαβία μετά το 1949 και υπήρξε Διοικητής του Μπούλκες, του γνωστού κέντρου των Ελλήνων κομμουνιστών που έφυγαν εκτός των Ελληνικών συνόρων με τη λήξη του εμφυλίου. Μετέπειτα έγινε Συνταγματάρχης του Γιουγκοσλαβικού  στρατού και Διευθυντής του πολιτικού περιοδικού METZUNARODNA POLITIKA [ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ] , ενώ αργότερα, όπως μου έλεγε ο ίδιος, ασχολιόταν  με την τακτοποίηση του αρχείου του ΚΚΕ που είχε  μεταφερθεί στο εξωτερικό, για να περισωθεί. Την εποχή εκείνη, μάλιστα,  τον επισκέπτονταν για να αρυσθούν σχετικά στοιχεία, πολλοί Έλληνες δημοσιογράφοι , όπως ο Β. Βασιλείου, ο Γ.Δρόσος και πολλοί άλλοι. Η σύζυγός του ήταν Σλοβακικής καταγωγής και θρησκευόμενη. Όπως μου αποκάλυψε ο ίδιος , στη μοναδική , έξω από την οδήγηση με το 600ράκι ‘’Φίτσα’’ του κουβέντα σ' όλο αυτό το διάστημα, ''μπορεί προσωπικά να μην μπορώ να επισκεφθώ την πατρίδα μου, επιθυμία μου όμως είναι να μην έχει αυτό αντίκτυπο στην οικογένειά μου που μένει στην Αθήνα''. Τα τελευταία μεταφέρθηκαν  ''αρμοδίως'' και τυπικά έκλεισε το θέμα,  ενώ παράλληλα τελείωσαν και τα μαθήματα οδήγησης .
      Υπέβαλα υπηρεσιακά μια αίτηση προς τις αρμόδιες Γιουγκοσλαβικές Αρχές και με σχετική επιείκεια, ομολογώ, έλαβα την πρώτη μου άδεια οδήγησης. Αξίζει να σημειώσω ότι η συμπάθεια και η επιείκεια των Σέρβων - επισήμων ή ιδιωτών- ήταν δεδομένη σε κάθε ελληνική παρουσία. Επ' αυτού θα ήθελα να προσθέσω και τη μαρτυρία παλαιών  Σέρβων  που δήλωναν ότι, προπολεμικά, διευκόλυνε την ανέλιξη  σε υψηλές θέσεις, ακόμα και ο γάμος  με Ελληνίδα. Είχαν πράγματι μια λατρεία και θαυμασμό για τους Έλληνες, που τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και λόγω του καθεστώτος, ήταν περισσότερο διακριτική. Με τον καιρό όμως, άρχισαν και πάλι να εκδηλώνουν αυτά τα συναισθήματα χωρίς επιφυλάξεις. ''Κι' αν δεν το δείχνουμε το κάνουμε πλέον από κόμπλεξ'' μου έλεγε τότε ο κ. BULAT, ένας διπλωμάτης που προερχόταν από παλαιά  οικογένεια εμπόρων που  είχε πολλές γνωριμίες και επαγγελματικές συνεργασίες με Έλληνες.
      Στο μεταξύ, η γυναίκα μου  ήταν έγκυος και αυτό μας δημιουργούσε ένα πρόβλημα με τούς ιδιοκτήτες του διαμερίσματος. Η  μοναδική προϋπόθεση που μας έθεσαν για την ενοικίαση ήταν  ότι, για δικούς τους λόγους, δεν θέλανε  μικρά παιδιά. Έτσι λοιπόν , όταν πια η εγκυμοσύνη δεν μπορούσε να κρυφτεί, αναγκαστήκαμε να αναζητήσουμε άλλο σπίτι.
      Μας προβλημάτισε όμως ένα τυχαίο περιστατικό υγείας μου και συγκεκριμένα  ένα απόστημα σ' ένα χαλασμένο μου δόντι και οι συνέπειες που ακολούθησαν. Μπροστά στον ανυπόφορο πόνο που μου δημιουργούσε το δόντι  και στην προσπάθεια μου να αποφύγω την μόνη προσφερόμενη λύση της  ''διπλωματικής κλινικής'', ζήτησα τη βοήθεια των Μαυροβουνίων ιδιοκτητών του διαμερίσματος που έμενα. Εκείνοι επικοινώνησαν, τηλεφωνικά με κάποιον συμπατριώτη τους οδοντίατρο και μου συνέστησαν να τον επισκεφθώ αργά το βράδυ  - μετά το κλείσιμο του κρατικού οδοντιατρείου που εργαζόταν - ώστε να φροντίσει το πρόβλημά μου ιδιωτικά. Τον επισκέφθηκα, όπως μου είχε ζητήσει και αφού με εξέτασε  ''μακροσκοπικά'', μου είπε ότι η κατάσταση του αποστήματος ήταν πολύ προχωρημένη και δεν επέτρεπε τη χρήση τοπικής αναισθησίας . Με κάλεσε λοιπόν να συγκατανεύσω για την χωρίς αναισθησία εξαγωγή του δοντιού και τον καθαρισμό του αποστήματος. Μη έχοντας άλλη λύση  ούτε και υπομονή στον αφόρητο πόνο, το αποδέχθηκα.
      Δεν έχει σημασία πόσο πόνεσα, αλλά , ακούοντας τις βρισιές του γιατρού στα γιουγκοσλαβικά , που καταλάβαινα, πάγωσα ολόκληρος. Είχε, κατά λάθος ''βγάλει'' το διπλανό, γερό , δόντι και μου ζήτησε συγγνώμη. Αφού με μια τομή μου αφαίρεσε την κύστη, κράτησα την ψυχραιμία μου και με ευγένεια τον ευχαρίστησα και γύρισα στο σπίτι. Άλλωστε ήταν και δική μου επιλογή η όλη διαδικασία.
      Το ίδιο όμως βράδυ, άρχισε μια ακατάσχετη αιμορραγία που στην αρχή απλά με ανησύχησε, αργότερα όμως έχασα τις αισθήσεις μου. Η ετοιμόγεννη γυναίκα μου, με την βοήθεια των φίλων μαυροβουνίων,  κάλεσε τις πρώτες βοήθειες. Η απάντηση στην κλήση των πρώτων βοηθειών ήταν - όπως έμαθα αργότερα -αν ο ασθενής είναι νέος ή ηλικιωμένος και σε μία ώρα περίπου με οδήγησαν σε μια ειδική για έκτακτα περιστατικά κλινική. Στάθηκα τυχερός γιατί υπεύθυνος γιατρός την ημέρα εκείνη , που κλήθηκε από το σπίτι του να με κουράρει, ήταν ένας λαμπρός επιστήμονας, ελληνικής καταγωγής, ο κ. KLODER. Την επόμενη μέρα, που τελικά συνήλθα και οδηγήθηκα με το αυτοκίνητο πρώτων βοηθειών στο σπίτι μου, ρώτησα τον οδηγό γιατί  τους ενδιέφερε η ηλικία του ασθενούς κατά την κλήση βοήθειας. Μου απάντησε, με αφοπλιστική φυσικότητα, ''μα ένας νέος αντέχει ενώ αν είναι γέρος δεν  χάθηκε και ο κόσμος''.
       Εν τω μεταξύ είχαμε μετακομίσει σε άλλο σπίτι στην DRINCICEVA ULICA, επίσης κοντά στα γραφεία της Ελληνικής Πρεσβείας, στον 4ο όροφο μιας πολυκατοικίας. Το σπίτι  δεν διέθετε ασανσέρ και η θέρμανση γινόταν με τζάκι που έκαιγε γαιάνθρακα υψηλών θερμίδων αλλά δύσκολης πυράκτωσης. Τη διαδικασία αυτή είχε αναλάβει ένας συμπαθέστατος ‘’Κοσοβάρος’’ , ο SAMI, που κάλυπτε  ανάλογα και τα σπίτια  άλλων πέντε συναδέλφων  στην ίδια περιοχή. Εκείνος φρόντιζε για την παραγγελία, το ξεφόρτωμα και την αποθήκευση της απαιτούμενης ποσότητας γαιάνθρακα ,δυο με τρεις φορές το χρόνο, στις ‘’KAVES’’ των υπογείων των σπιτιών, έκανε την πρώτη πυράκτωση στο τζάκι και άφηνε δίπλα σ’ αυτό ένα ‘’ζεμπίλι’’ πρόσθετα καύσιμα για το κράτημα της συνέχειας της φωτιάς. Αυτό γινόταν σε καθημερινή βάση, με τον άνθρωπο αυτό να αποτελεί ένα είδος αποκλειστικού κουμανταδόρου για τη θέρμανση του χειμώνα. Ήταν ένα δοκιμασμένο και απόλυτα έμπιστο άτομο, εφοδιασμένο με τα κλειδιά του σπιτιού, ώστε να καλύπτει αυτές τις ανάγκες και κατά την απουσία μας. Ο συγκεκριμένος βοηθός , ήταν σχεδόν πάντα φορτωμένος με ένα ‘’ζεμπίλι’’ κάρβουνα και με μαυρισμένα τα χέρια και το πρόσωπο. Όπως μάλιστα μου είχε εμπιστευθεί , υπέφερε από δισκοπάθεια και οι γιατροί του είχαν απαγορεύσει να σηκώνει βάρη . Σε ερώτησή μου γιατί συνεχίζει να κάνει κάτι που βλάπτει την υγεία του, μου απάντησε ‘’για χάρη του αδελφού του  TAHIR που είχε διαζευχθεί για Τρίτη φορά, και τα έθιμά τους απαιτούσαν να τριπλασιάσει την περιουσιακή προσφορά στην επόμενη ‘’σύζυγό του’’. Το χειρότερο όμως ήταν πως ο αδελφός του ‘’δεν ήταν και τόσο φανατικός με την εργασία’’. Αλήθεια τι να απέγινε ο συμπαθής αυτός άνθρωπος, χωρίς τον οποίο θα στένευαν και τα περιθώρια νέων γάμων για τον νεώτερο αδελφό του. Σημειώνω ότι ο ίδιος δεν είχε παντρευτεί λόγω των γνωστών του υποχρεώσεων.
      Επανέρχομαι όμως στα δικά μου προβλήματα και ιδιαίτερα εκείνα που αντιμετωπίσαμε  αργότερα, όταν πλησίαζε ο τοκετός, που για πολλούς και διάφορους λόγους,  αποφασίσαμε να γίνει στο Βελιγράδι.
      Η μοναδική κλινική που μπορούσε να απευθυνθεί κάθε ξένος, ήταν η  διπλωματική ή αλλιώς ''DIPLOMACKA BOLNICA''. Από  τις πρώτες μας επισκέψεις καταλάβαμε τί μας περίμενε. Η μοναδική γυναικολόγος γιατρός -αφού επρόκειτο για Γενική Κλινική -  μας ενημέρωσε ότι ''αν αντιληφθούμε τα πρώτα συμπτώματα  του τοκετού - κι ήμασταν και οι δύο πρωτάρηδες και άπειροι- θα περνούσαμε από τη βοηθό της μαία που έμενε στην άκρη  της πόλης και θα την παίρναμε μαζί μας στην κλινική''. Πήγαμε λοιπόν, αναγνωριστικά,  στο σπίτι της μαμής και διαπιστώσαμε ότι έμενε στο δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας, που δεν λειτουργούσαν τα κουδούνια και βεβαίως δεν είχε τηλέφωνο. Αφού εντόπισα το παράθυρό της, κυκλοφορούσα έκτοτε και μέχρι τον τοκετό με πέτρες  στην τσέπη. Ναι... έτσι ακριβώς τελικά ειδοποίησα, όταν χρειάσθηκε, με πετρούλες στο τζάμι,  τη μαμή.
       Όλα αυτά με ανησύχησαν και φαίνεται ότι ο Πρέσβης μου, Δημήτρης Νικολαρείζης, κατάλαβε τούς προβληματισμούς μου και μου συνέστησε να του τηλεφωνήσω οποιαδήποτε ώρα του 24ώρου για κάθε μου ανάγκη.
      Μπήκαμε στην κλινική περί την 5η πρωινή μαζί με τη μαία και  τη γνωστή διαδικασία. Η γιατρός εμφανίστηκε κατά τις 09.30 και μου είπε ''αργούμε ακόμα'. Κατά το μεσημέρι που επίσης ''αργούσαμε'' ακόμα, ρώτησα κάποιους γιατρούς άλλων ειδικοτήτων, για την ''ποιότητα'' της γυναικολόγου  και πήρα την  απάντηση ότι ''ήταν υψηλό κομματικό στέλεχος''. Δεν πανικοβλήθηκα ούτε  από την αντιμετώπιση της  συζύγου  μου περίπου σαν ‘’μάγισσας’’, επειδή είχε δίπλα της μια μικρή εικονίτσα της Παναγίας. Μπροστά όμως στις φωνές της  για ανυπόφορους πόνους, γύρω στα μεσάνυχτα και την ερώτηση της γιατρού αν  ''σε περίπτωση επικίνδυνων εξελίξεων έπρεπε να ρίξουν το βάρος στη γυναίκα ή το παιδί‘’, διότι παρουσιάστηκε κάποια δυσκολία, τηλεφώνησα αμέσως στον Πρέσβη μου, ο οποίος μου είπε να μην τούς αφήσω να προβούν σε καμία ενέργεια. Περί την πρώτη πρωινή  έφθασε ο κ. Νικολαρείζης με τη γυναίκα του και μου είπαν ότι ψάχνουν από το γραφείο του Καθηγητή  κ. FOTIC, προσωπικού γυναικολόγου  της συζύγου του Τίτο, να τον εντοπίσουν σε κοινωνική εκδήλωση που βρισκόταν με φίλους του.
      Πράγματι ο καθηγητής έφθασε κατά τις δύο το πρωί σε νηφάλια κατάσταση, αφού λόγω έλκους δεν έπινε οινοπνευματώδη. Μου είπε,  μετά την εξέταση, ότι είχε τυλιχθεί ο λώρος και το παιδί ανέπνεε δύσκολα και  ότι θα προέβαινε άμεσα σε καισαρική τομή.
      Μισή ώρα αργότερα , άκουσα το γλυκύτερο και ευτυχέστερο κλάμα της ζωής μου, ένα κλάμα πού έφερνε μια καινούργια ζωή στην οικογένειά μας. Ήταν η κόρη μου, ενώ  δίπλα μου στέκονταν ακόμα  το ζεύγος Νικολαρείζη που συμμεριζόταν τη χαρά μου και μου  ζήτησαν να τη βαφτίσουν. Το δέχθηκα χωρίς δεύτερη σκέψη και για τον πρόσθετο λόγο ότι, χωρίς τη μεσολάβησή τους ίσως  δεν θα είχαμε ’’καλά ξεμπερδέματα''.
      Το  επόμενο καλοκαίρι, στην Πρεσβευτική κατοικία, έγινε, από τον Πρωτοπρεσβύτερο KOVACEVIC , του Σερβικού Πατριαρχείου ,  η βάφτιση της κόρης μου, με νονά  την  κυρία Νικολαρείζη και το όνομα αυτής Φωτεινή ήτοι ''SVETLANA '' στη σερβική . Φωτεινή  ήταν το όνομα της γιαγιάς μου, από τη την μεριά του πατέρα μου, μιας γυναίκας από  τις αμέτρητες άγνωστες ηρωίδες της Πίνδου, από το Πεντάλοφο Βοίου Κοζάνης, που κουβαλούσαν  πολεμοφόδια στους αγωνιζόμενους στα γειτονικά βουνά  στρατιώτες μας και επέστρεφαν φορτωμένες  με τραυματίες στην πλάτη. Της  το χρωστούσα αυτό της γιαγιάς, αφού κανένα  από τα υπόλοιπα πέντε  θηλυκά εγγόνια της δεν είχε πάρει το όνομά της, κι ας στάθηκε αυτό αφορμή να στενοχωρήσω τη μητέρα μου, που δίκαια περίμενε '' να ακούσει'' το όνομά της από το παιδί του πρωτότοκου  γιου της. Ο πατέρας μου έδειχνε πανευτυχής, η δε μητέρα μου, έδειξε ότι τελικά ικανοποιήθηκε , αφού πήραν το όνομά της οι κόρες των δύο αδελφών μου.
      Μια τηλεγραφική εντολή του Υπουργείου Εξωτερικών, με καλούσε να μεταβώ - με απόσπαση - στη Βόννη της Γερμανίας, όπου έπρεπε να βρίσκομαι μέσα σε δέκα μέρες. Φθάνοντας στην εκεί Ελληνική Πρεσβεία , πληροφορήθηκα από τον Πρέσβη κ.Υψηλάντη, ,απόγονο των  συνεπωνύμων του αγωνιστών  του 1821, ότι ο λόγος  της απόσπασής μου ήταν  η αντιμετώπιση του αυξημένου τηλεπικοινωνιακού  φόρτου εργασίας , λόγω ενός  δημοσιεύματος στο SPIEGEL για τον κατοχικό Γερμανό Διοικητή  στη Θεσσαλονίκη MERTEN , που έφερε σαν εμπλεκόμενο στην υπόθεση και  συγγενικό πρόσωπο  μέλους  της τότε Κυβέρνησης. Προσωπική μου άποψη είναι ότι ο. κ. Πρέσβης, ίσως και άθελά του,  άφησε να διογκωθεί λιγάκι το θέμα, πράγμα που τον ‘’βοήθησε’’ να είναι υποψήφιος στις αμέσως επόμενες εκλογές,  με το αντίπαλο Κόμμα. Ύστερα από λίγο, με τη λήξη της  απόσπασής   μου στη Βόννη , επέστρεψα και πάλι στη Γιουγκοσλαβία.
       Το Βελιγράδι μου επιφύλασσε σημαντικές ακόμα εμπειρίες, ευχάριστες και δυσάρεστες. Θα συνεχίσουμε όμως την καταγραφή των γεγονότων, χρονολογικά και χωρίς αξιολόγηση της σημασίας των.
       Όταν πρωτοταξίδευα το 1960 σιδηροδρομικώς για το  πρώτο μου πόστο,  βρέθηκα τυχαία στο ίδιο βαγόνι με τον γνωστό πολιτικό φωτογράφο Μεγαλοκονόμο, που θα κάλυπτε τη συνάντηση κορυφής του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο Βελιγράδι.
       Νάμαστε όμως και πάλι ,αρκετά χρόνια αργότερα, με τον φωτογράφο  να καλύπτει την  αντίστοιχη συνάντηση κορυφής του Γεωργίου Παπανδρέου στο Βελιγράδι, αλλά αυτή τη φορά και με τη δική μου παρουσία στις φωτογραφίες του, αφού είχα ορισθεί από τον εκτελούντα χρέη Πρεσβευτή, κ. Γιάννη Πεσμαζόγλου, να κρατώ τα πρακτικά αυτής της συνάντησης κορυφής. Ο νέος Πρέσβης,  κ. Ν. Καμπαλούρης, δεν είχε ακόμα επιδώσει  διαπιστευτήρια και εξ αυτού δεν είχε  αναλάβει, επίσημα,  τα καθήκοντά του.
      Η συνάντηση έγινε στο μεγαλόπρεπο τότε κυβερνητικό μέγαρο κοντά στο ZEMUN , μια παλιά περιοχή της πόλης με σημαντικό, προπολεμικά, Ελληνικό στοιχείο. Ενθουσιασμένος από την επιβλητικότητά του  ο Έλληνας Πρωθυπουργός, είχε δηλώσει, χαριτολογώντας, ότι σύντομα θα αποκτήσει και η χώρα μας κάτι ανάλογο. Την Ελληνική αντιπροσωπεία αποτελούσαν, πλην του Έλληνα Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, ο Υπουργός  Εξωτερικών Σταύρος Κωστόπουλος, ο Διευθυντής της αρμόδιας  Πολιτικής Διεύθυνσης, Πρέσβης κ.  Μπένσης, οι Πρέσβεις Βασίλης Παπαδάκης και Λεωνίδας Μαρκαντωνάτος και οι διπλωματικοί Διευθυντές των Γραφείων Υπουργού Εξωτερικών κ. Βελισαρόπουλος και Πρωθυπουργού κ. Σωσίδης αντίστοιχα και ο υποφαινόμενος σαν πρακτικογράφος. Από τη Γιουγκοσλαβική πλευρά ήσαν, ο Πρωθυπουργός  PETAR STAMBOLIC, ο Υπουργός Εξωτερικών  KOCA POPOVIC, Ο Πρέσβης στην Αθήνα  PEKO DAPCEVIC [τέως Στρατηγός, υπεύθυνος για την προώθηση σοβιετικού πολεμικού υλικού, μέσω Γιουγκοσλαβίας προς τους Έλληνες αντάρτες στη διάρκεια του εμφυλίου] και  άλλοι Πολιτικοί και Διπλωματικοί εκπρόσωποι.
      Μετά τις τυπικές φιλοφρονήσεις, ο Γ/βος Πρωθυπουργός ρίχνει την πρώτη του βόμβα. Ένα θέμα που έχουμε να συζητήσουμε είναι το ‘’Μακεδονικό’’ [τα εισαγωγικά δικά μου].
      Τα μέλη της Ελληνικής  αντιπροσωπείας αιφνιδιάστηκαν και άρχισαν να κοιτάζονται με απορία, ο δε Στ. Κωστόπουλος να μου προστάζει ‘’γράψε  ό,τι ακούς’’, οπότε πέφτει μια δεύτερη βόμβα, αυτή τη φορά από τον Έλληνα Πρωθυπουργό. ‘’Ας το αφήσουμε για αργότερα γιατί σε λίγο έχουμε εκλογές’’.
      Ο Υπουργός μας των εξωτερικών, παρά την αστάθεια που του προκαλούσε η ασθένειά του, έσπρωξε σχεδόν βίαια τον Έλληνα Πρωθυπουργό, λέγοντάς του μα τι λέτε κ. Πρόεδρε, αυτή είναι η πρώτη επίσημη ελληνική παραδοχή για το θέμα. Έγινε  προσπάθεια από Ελληνικής πλευράς  να διασκεδασθούν οι εντυπώσεις και να συζητηθούν άλλα θέματα που περιείχε η ημερησία διάταξη και έτσι η συζήτηση συνεχίστηκε.
      Τη δεύτερη μέρα των διαπραγματεύσεων,  οι Γ/βοι  επανέφεραν το θέμα και επέμεναν να συμπεριληφθεί στο κοινό ανακοινωθέν  η αναφορά στο ''Μακεδονικό''. Από την άλλη, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε τηλεφωνήσει το πρωί της ίδιας μέρας , ζητώντας να μιλήσει στον κ. Πρωθυπουργό . Ο παρευρισκόμενος Διευθυντής του Γραφείου του  Σωσίδης, ενώπιον του Γ. Παπανδρέου , άρπαξε το τηλέφωνο και του είπε '' να μην ανακατεύεσαι σε θέματα  που δεν σε αφορούν '', προσθέτοντας  έντονα  ‘’θα τα πούμε όταν επιστρέψουμε’’. Αφού σχεδόν του έκλεισε το τηλέφωνο, στράφηκε στον Πρωθυπουργό  με τη φράση ''πες του να μην ανακατεύεται και άλλα τινά καθόλου κολακευτικά. Ο Πρωθυπουργός , αμήχανος αλλά με απίστευτη ηρεμία , προσπάθησε να τον καλμάρει λέγοντας, '' μα αφού τον ξέρεις γιατί συγχύζεσαι ;''.
      Αυτά και άλλα ευτράπελα έγιναν σ'αυτή τη συνάντηση κορυφής και εγώ, που ήμουν πρωτάρης ακόμα, διερωτόμουν αν έτσι ή κάπως έτσι λύνονται τα εθνικά μας θέματα. Τελικά πάντως, τα περί συζητήσεως του ''μακεδονικού' δεν συμπεριλήφθηκαν στο '' εκδοθέν κοινό ανακοινωθέν'' , προς μεγάλη θλίψη του ανταποκριτού  του Πρακτορείου ΡΟΙΤΕΡS, που  ισχυριζόταν στα μέλη της Ελληνικής Αντιπροσωπίας, ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου τον είχε βεβαιώσει  ότι το θέμα είχε συζητηθεί  και ο ίδιος είχε σπεύσει  - για να προλάβει τους άλλους- να τηλεγραφήσει στο Πρακτορείο του την είδηση.
      Αν η ταπεινότητά μου έχει δικαίωμα γνώμης, το μόνο ελαφρυντικό  της όλης κατάστασης ήταν η βεβαρυμμένη  υγεία και το προχωρημένο της ηλικίας του Έλληνα Πρωθυπουργού και η δεδομένη κακή κατάσταση της υγείας του Υπουργού  Εξωτερικών, που διέθετε, πάντως, πλήρη πνευματική διαύγεια. Και σ 'αυτή όμως την περίπτωση, δεν υπάρχουν ευθύνες; Θα μου πείτε βέβαια πόσα από αυτά φθάνουν στη δημοσιότητα, αφού και μερικοί   δημοσιογράφοι  που τα γνωρίζουν, ''παθαίνουν'',  επιλεκτική αμνησία , προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Εγώ, προσωπικά, πάντως, με αφορμή  αυτό και ανάλογα άλλα περιστατικά , που γνώριζα την αλήθεια από πρώτο χέρι  και διάβαζα εντελώς διαφορετική περιγραφή σε διάφορα έντυπα , άρχισα να αμφισβητώ την αντικειμενικότητα  τους και τελικά, λόγω αμφιβολιών, δεν διαβάζω πλέον εφημερίδες και κυρίως ''πολιτικές αναλύσεις''. Πώς εξηγείται, άλλωστε , μια συγκεκριμένη  πολιτική είδηση να παρουσιάζεται με πολλές και διαφορετικές εκδοχές, ανάλογα με την τοποθέτηση του εντύπου; Δεν είναι δυνατό να τα αποδώσουμε όλα στη σύμπτωση και να δεχθούμε πια την περιβόητη θεωρία της ανεξαρτησίας του Τύπου. Για την ώρα ας αρκεσθούμε   στην ευχή να περιορισθεί το φαινόμενο, αφού τα συμφέροντα που διέπουν τα πάντα στη χώρα μας, θα εξακολουθήσουν να πιέζουν για την επιβολή των απόψεών τους.
       Ας αφήσουμε όμως και πάλι τα υπηρεσιακά για να επανέλθουμε στα καθημερινά και ανθρώπινα, αφού, όπως προείπα, το Βελιγράδι μου επιφύλαξε και δυσάρεστες εκπλήξεις.
      Ένα πρωινό, μεταβαίνοντας με μια συνάδελφό μου σε μια αντιπροσωπεία για να τη βοηθήσω να επιλέξει αυτοκίνητο και ενώ κινούμασταν σε κεντρική λεωφόρο, έπεσε επάνω μας ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο που βγήκε από μια πάροδο αριστερά μας. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν να τραυματισθώ σοβαρά , η κυρία που συνόδευα ελαφρύτερα και από το αυτοκίνητο δεν έμεινε τίποτα. Από το ατύχημα  θυμάμαι μόνο ότι βρέθηκα στην αγκαλιά ενός ένστολου Γιουγκοσλάβου Συνταγματάρχη  που, βουτηγμένος στο αίμα μου, με μετέφερε στο στρατιωτικό νοσοκομείο της πόλης και χάθηκε. Δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω και δεν έμαθα ποτέ το όνομά  του για να τον ευχαριστήσω, Στο στρατιωτικό νοσοκομείο μου έδωσαν  κάποιες πρώτες βοήθειες και στη συνέχεια με μεταφέρανε στη Διπλωματική Κλινική. Επειδή είχαν περάσει μερικές ώρες και φοβήθηκαν επιπλοκές από μολύνσεις και τα εκτεταμένα κατάγματα, αποφάσισαν να με χειρουργήσουν άμεσα στο δεξί μου γόνατο , που δεν είχε μείνει τίποτα γερό. Με ρώτησαν μάλιστα αν έχω προτίμηση για τον χειρουργό, ανάμεσα στον πολύ γνωστό κ. BOGDANOVIC και τον κ. Παπάζογλου, που άκουγα το όνομά του για πρώτη φορά και που όπως έμαθα αργότερα, καταγόταν  από το PRILEP , τον παλαιότερο  ελληνόφωνο  Περλεπέ.
       Δεν ξέρω γιατί, αλλά προτίμησα τον φέροντα Ελληνικό όνομα, αντί του διάσημου - στα όρια της Γιουγκοσλαβίας τουλάχιστον- χειρουργού και δεν μετάνιωσα . Θυμάμαι  με ρώτησε αν θέλω να ράψει την τομή με κλωστή  ή με σύρμα, εξηγώντας μου λεπτομερώς τα υπέρ και τα κατά, κάθε μιας από τις δύο μεθόδους.
       Στην προσπάθειά μου να μην σπάσει η κλωστή , που τελικά επελέγη , έπαθα αγκύλωση και βασανίστηκα έξη μήνες μέχρις ότου  το γόνατό μου να επιτύχει κλίση 5 μοιρών και όλα αυτά με πρωτόγονα μέσα [κοινές φωτιστικές λάμπες για φωτόλουτρα, κρέμασμα προοδευτικά αυξανόμενων βαρών στο οριζοντιωμένο πόδι μου κλπ]. Όλα αυτά όμως, έγιναν  με πολύ ενδιαφέρον  και ανθρωπιά. Πώς να ξεχάσω τον 25χρονο Δαλματό και ελληνολάτρη τυφλό από  3 ετών, ύστερα από έκρηξη  παλαιάς οβίδας του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Αυτός ο νέος, πρωταθλητής  εφήβων στο σκάκι  και με απεριόριστες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, ήταν ο ιδανικός μασέρ για την περίπτωσή μου. Αφού δεν έβλεπε  πόσο υπέφερα στις προσπάθειες του για αποκατάσταση του ποδιού μου ενώ  εγώ, από εγωισμό, σιωπούσα καρτερικά. Αυτός μου ανήγγειλε τότε, το θάνατο του Έλληνα τραγουδιστή Νίκου Γούναρη και μου το είχε εκδηλώσει  με πολλή προσωπική λύπη.
       Τα πεντέμισι χρόνια στο Βελιγράδι μεγάλωσαν απότομα τις εμπειρίες μου, αφού ήταν και το πρώτο ταξίδι μου στο εξωτερικό, αλλά διεύρυναν και τις αντοχές μου, παρά τις ανάλογες  εμπειρίες μου από τα παιδικά  χρόνια. Η διαφορά όμως ήταν ποιοτική και όχι ποσοτική. Στη Γιουγκοσλαβία του 1960  και σε περίοδο που άλλες χώρες σημείωναν τεράστια πρόοδο, έβλεπες μια κακομοιριά  που ήταν διάχυτη παντού. Συναντούσες ανθρώπους , σε όλους σχεδόν τους τομείς, να αδιαφορούν για τα πάντα, αφού δεν υπήρχε προσωπικό κίνητρο. Είχαν αρκετά από τα αναγκαία , αλλά μίζερα και το μόνο που διέκρινες  παντού, ήταν οι οργανωμένες κομματικές εκδηλώσεις, με τα κόκκινα μαντήλια στο λαιμό κυρίως στα σχολεία.
      Ο Στρατάρχης Τίτο , όπως συνήθως τον αποκαλούσαν, κατάφερε  να ενώσει τόσες διαφορετικές εθνότητες , αλλά δεν μπόρεσε να τους κάνει να αγαπηθούν μεταξύ τους. Πώς ,άλλωστε, να αγαπήσουν οι πολιτισμένοι και αναπτυγμένοι βόρειοι τους  σε  βάρος τους διαβιούντες νότιους και ιδιαίτερα τους όμορους με τη χώρα μας, τούς οποίους στόλιζαν  με καθόλου κολακευτικούς επιθετικούς προσδιορισμούς.
      Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε,  το ''πείραμα'' του Τίτο, να αποφασίσει  την καλοκαιρινή συμμετοχή των φοιτητών  στο κατασκευαζόμενο τότε οδικό δίκτυο, από Βορρά προς Νότο. Το εγχείρημα αυτό,  δεν απέβλεπε μόνο  στην προσωπική οικονομική συνεισφορά των φοιτητών έναντι της δωρεάν παρεχόμενης παιδείας, αλλά και στη ''συμβίωση''  των διαφόρων εθνοτήτων. Για το σκοπό αυτό λοιπόν, οι φοιτητές και φοιτήτριες, ζούσαν ανάμικτα σε μικρές σκηνές στον τόπο της εργασίας τους. Το ''τέχνασμα'' όμως, όχι μόνο δεν  συνέβαλε στην επιδιωκόμενη σύσφιγξη των σχέσεων και την επίσπευση της οδικής κατασκευής, αλλά αποτέλεσε αιτία αύξησης ανεπιθύμητων  εξώγαμων τέκτων και εξ αυτού στην αναζωπύρωση του μίσους.
      Πολλοί  πίστευαν ότι το περί ''Μακεδονίας'' άνοιγμα του Κροατικής καταγωγής Προέδρου Τίτο,  αποτελούσε αφενός τέχνασμα για να μετριάσει τις εσωτερικές και εξωτερικές  αντιδράσεις από την προσπάθεια αποδέσμευσης του το 1948 από τη Σοβιετική Ένωση και αφετέρου  ένα ''παιχνίδι'' για τους Σκοπιανούς για να ''μην  μπερδεύονται  στα πόδια του''. Τελικά όμως   αυτοί  το εκμεταλλεύτηκαν για να αποκτήσουν οντότητα. Κανείς δεν πίστευε, ούτε και μεταξύ των σκοπιανών τότε, ότι τα σλαβικά ή σλαβόφωνα φύλα που έφθασαν στην περιοχή τον 6ο Μ.Χ. αιώνα , μπορούσαν να είναι απόγονοι του Μ.Αλεξάνδρου που προηγήθηκε αρκετούς αιώνες. Πολλές φορές γελούσαν μ' αυτό το εφεύρημα, αφού και κανένα άλλο στοιχείο, όπως το γλωσσικό, δεν συνηγορούσε προς τούτο.
      Θυμάμαι ακόμα τις ατέλειωτες ταινίες που καθημερινά μετέδιδε η Γιουγκοσλαβική τηλεόραση ,  με  τις ‘’περιφανείς’’ νίκες των παρτιζάνων κατά των γερμανικών στρατευμάτων και  σε αντιδιαστολή, την περιγραφή αντίστοιχων  καταστάσεων των Σκοπιανών να υποδέχονται τους Γερμανούς κατακτητές με επιγραφές - στην πρόσοψη των σπιτιών τους - ''αυτό το σπίτι είναι Βουλγάρικο''.
      Ενδεικτικό του καλλιεργούμενου τότε στο γειτονικό μας Κρατίδιο φανατισμού είναι και ένα προσωπικό μου περιστατικό. Κατέβαινα με τη γυναίκα μου, οδικώς, στην Ελλάδα. Πρόγραμμά μας ήταν να διανυκτερεύσουμε στη Θεσσαλονίκη. Μας έπιασε όμως μια καταιγίδα στη Γευγελή και στην αδυναμία μας να  διακρίνουμε πού  ακριβώς βρισκόμαστε, απευθύνθηκα ,στη σερβική που μιλούσα άψογα, σ ένα νέο που βρέθηκε δίπλα στο αυτοκίνητο  μου. Τον ρώτησα λοιπόν αν υπάρχει κάποιο ξενοδοχείο εκεί κοντά για να διαμείνουμε. Εκείνος επίσης σε άπταιστη σερβική  μου απάντησε ''εγώ είμαι μακεδόνας και δεν μιλάω σέρβικα''. Ο  ανιστόρητος αυτός ισχυρισμός , που ξεκίνησε από τον Τίτο , για να αποφύγει τις ενοχλήσεις των Σκοπιανών, εξελίχθηκε πολύ επικίνδυνα, όπως συμβαίνει συχνά σε λαούς απροσδιόριστους εθνολογικά. Ακόμα και οι ίδιοι, τουλάχιστον οι ''νουνεχείς', καταλαβαίνουν ότι το παιχνίδι αυτό παρατράβηξε και πρέπει να σταματήσει. Υπάρχουν όμως πάντα και οι καιροσκόποι και πατριδοκάπηλοι, που , εκμεταλλευόμενοι  το αδιέξοδο που οι ίδιοι δημιούργησαν, εκβιάζουν διάφορες λύσεις για να κρατηθούν στην επικαιρότητα.
       Για να κλείσω λοιπόν το κεφάλαιο αυτό, θέλω να διατυπώσω μια προσωπική απορία,  αλλά προς την άλλη πλευρά, τη δική μας. Στα τόσα χρόνια που υπηρέτησα στο Υπουργείο Εξωτερικών, σ' όλες τις έγγραφες αναφορές μας, αποκαλούσαμε τούς κατοίκους του γειτονικού κρατιδίου,  Σλαβομακεδόνες [ με ή χωρίς εισαγωγικά]. Τι  μεσολάβησε έκτοτε και εγκαταλείψαμε αυτόν τον προσδιορισμό; Υποψιάζομαι  ότι τον ίδιο προβληματισμό συμμερίζονται  και πολλοί άλλοι. Φοβούμαι όμως, ότι το θυσιάσαμε κι' αυτό στις  κομματικές σκοπιμότητες, όπως τα περί αποκλεισμού του ονόματος ακόμα και ως δεύτερου συνθετικού κλπ.

       Μήπως είναι καιρός να λειτουργήσουμε και εμείς σαν ενιαία δύναμη, αντί  να τραβάμε το σκοινί  κατά πώς μας βολεύει κομματικά, ενώ οι άλλοι, αν και λαθρεπιβάτες της ιστορίας μας, εργάζονται συστηματικά ;  Μ αυτή μου την ευχή θα ήθελα να κλείσω και το νοερό ταξίδι μου στη Γιουγκοσλαβία  της 10ετίας του 1960 που αγάπησα και  με  ένα παιδί γεννημένο στην πρωτεύουσά της, θα τη θυμάμαι  με πολλή αγάπη. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Αταλάντη Λοκρίδας, T.K. 35200, Φθιώτιδα, Greece
Γράφω για να εξωτερικεύσω προσωπικές μου σκέψεις και να μοιραστώ εμπειρίες και γεγονότα που βίωσα προσωπικά στη μακρόχρονη υπηρεσιακή και ιδιωτική μου διαδρομή.