Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
---------------------
Όπως φαίνεται
καθαρά και από τον τίτλο του έργου μου
που ακολουθεί, η όλη
διαδικασία ξεκίνησε από μια άρνηση. Μια άρνηση που, στην
περίπτωσή μου, αποτέλεσε θετικό κίνητρο εξωστρέφειας και δημοσιοποίησης σκέψεων
και εικόνων που με ταλάνιζαν για πολλά
χρόνια.
Στη διεκπεραίωση
της όλης καταγραφής των γεγονότων που ακολουθούν, έκανα χρήση
αποκλειστικά και μόνο προσωπικών μου εμπειριών , ώστε να περιορισθώ στα
συμβάντα που έχουν εντυπωθεί ανεξίτηλα στη
μνήμη μου και ''σημάδεψαν''
κυριολεκτικά την μετέπειτα ζωή μου. Τα
ελάχιστα έγγραφα και κάποιες φωτογραφίες που θα χρησιμοποιηθούν, αποτελούν απλά
στοιχεία τεκμηρίωσης.
Η παρούσα εργασία δεν αποτελεί
αυτοβιογραφία ή απομνημονεύματα, τα οποία ουδόλως θα ενδιέφεραν τον
οποιονδήποτε, αλλά παρατήρηση και αναφορά
σε πρώτο πρόσωπο, για λόγους
διευκόλυνσης της παρουσίασης των
διαδραματιζόμενων γεγονότων και αφορά
συνολικά τα πράγματα και τα πρόσωπα της
περιγραφόμενης περιόδου.
Μοναδικός σκοπός της προσπάθειάς μου
αυτής, είναι η , κατά το δυνατόν, αντικειμενική αποτύπωση και καταγραφή των
πλέον σημαντικών γεγονότων πού διαδραματίστηκαν στην πορεία της προσωπικής μου
διαδρομής και ιδιαίτερα στην χρονική
περίοδο 1940 που άρχισα να θυμάμαι μέχρι το 1993 που ξαναγύρισα στη γενέτειρά
μου, σαν συνταξιούχος πια, για μόνιμη
εγκατάσταση .
Δεν
είχα ποτέ την πρόθεση να διηγηθώ ένα
οποιοδήποτε ρομαντικό παραμύθι, αφήνοντας την ενασχόληση αυτή σε ειδικότερους ,
οι οποίοι στις μέρες μας ''παραμυθιάζουν '' τον κόσμο. Προσωπικός μου στόχος
και ειλικρινής επιθυμία είναι η αληθινή προσέγγιση των γεγονότων που με έκαναν
, εκόντα - άκοντα, κοινωνό και συμμέτοχο
και τα οποία μου άφησαν μια έντονη και κατά το πλείστον δυσάρεστη εμπειρία,
αλλά κυρίως πολλές και αναπάντητες απορίες.
Οι
λόγοι για τους οποίους καθυστέρησα τόσο
πολύ να καταγράψω, μέσω του παρόντος πονήματος, τα όσα, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικά περιστατικά,
είναι πολλοί και διάφοροι , όσο πολλά είναι και τα υπό κρίση θέματα. Θέλησα
κυρίως, να πάρω κάποιες αποστάσεις ή
ακόμα και να ξεχάσω μερικά από αυτά, αλλά δεν μπόρεσα τελικά να καταπνίξω την
πίεση που μου προκαλούσαν. Στην απόφασή μου
συντέλεσε σε κάποιο βαθμό ,ίσως και
η παρούσα γενικότερη πολιτική συγκυρία, που ξαναβγήκαν στο παζάρι φρούδες ελπίδες και παραμυθιάσματα, στο βωμό
της κομματικής ψηφοθηρίας.
Κύριοι
αποδέκτες και ίσως και μοναδικοί, είναι τα παιδιά και τα εγγόνια μου και μόνο σ’ αυτά αφήνω την
επιλογή να κάνουν οποιαδήποτε περαιτέρω χρήση ολόκληρης ή μέρους της παρούσης
εργασίας μου. Διαβεβαιώνω όμως κατηγορηματικά, ότι όσα γεγονότα και ονόματα
αναφέρονται είναι απόλυτα σωστά και ελεγμένα και αποτελούν προσωπικά μου
βιώματα. Είναι περιστατικά που έζησα και σ' ένα βαθμό σημάδεψαν την γενικότερη
ζωή και πορεία μου. Για την επίρρωση των γραφομένων μου θα παραθέσω κάποια έγγραφα και ανάλογο
φωτογραφικό υλικό.
Δεν άφησα τον εαυτόν μου να παρασυρθεί από
συναισθηματισμούς και προσωπικές επιλογές και προτιμήσεις, αλλά προσπάθησα, στα
όρια του ανθρωπίνως δυνατού, να
παραμείνω ένας απλός παρατηρητής και καταγραφέας των γεγονότων. Και για την ελάχιστη,
άλλωστε περίπτωση λανθασμένης εκτίμησης εκ μέρους μου, δεν αναφέρομαι σε
λεπτομερή στοιχεία των προσώπων πού παρελαύνουν στις καταγραφές μου που
ακολουθούν, πλην των μικρών ονομάτων τους ή της ιδιότητάς τους, που είναι όμως
πραγματικά. Δεν συμβαίνει βεβαίως το ίδιο και για τα όσα αναφερόμενα πολιτικά
πρόσωπα ,ελληνικά και ξένα, τα οποία -
όπως άλλωστε επιβάλλεται από την
ιδιότητά τους - προσδιορίζονται αναλυτικότατα και με πλήρη στοιχεία.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΑΘΕΣΗ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
-----------------------------------------------------
1.- 1940 -1945 Πόλεμος -
κατοχή - πείνα - εμφύλιος -Σχολείο.
--------------------------------------------------------------------
Γεννήθηκα σε μια
μικρή επαρχιακή πόλη της Φθιώτιδας, την Αταλάντη, το 1934, από μικροαστική οικογένεια,
με άριστες κοινωνικές και ηθικές αντιλήψεις, αλλά πενιχρές οικονομικές
δυνατότητες. Στα πολύ παιδικά μου χρόνια έζησα, όπως σχεδόν το σύνολο των
Ελλήνων τότε, τον όλεθρο του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Οι πρώιμες σκληρές
εμπειρίες των συνομηλίκων μας, μας
ατσάλωσαν ψυχικά και σωματικά, ώστε ν' αντέξουμε τις κακουχίες και αντιξοότητες
που κράτησαν και στα επόμενα πολλά
χρόνια.
Ακόμα
και σήμερα θυμάμαι την είσοδο των
γερμανικών στρατευμάτων στην πόλη και εγώ, κρεμασμένος από τη φούστα της
μητέρας μου , να σέρνομαι κυριολεκτικά μέσα στο πευκοδάσος του γειτονικού
λόφου. Τρέχαμε για να ειδοποιήσουμε τον πατέρα
που βρισκόταν στο βουνό για τη συλλογή καυσόξυλων, να κατευθυνθεί σε
ασφαλέστερο μέρος , ενώ οι ριπές των εχθρικών πολυβόλων ''σφύριζαν '' πάνω από τα κεφάλια μας.
Ανάλογη ήταν η κατάσταση κατά την επιστροφή κοντά στο μικρότερο αδελφό μου, που
η μητέρα μας είχε εμπιστευθεί προσωρινά σε μια γειτόνισσα, επειδή - λόγω
ηλικίας - δεν μπορούσε να ακολουθήσει. Βρήκαμε τον αδελφό μου σώο αλλά το σπίτι
μας ανοιχτό από τους Γερμανούς που το ερευνούσαν. Η καημένη η μητέρα μου, αδυνατώντας να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στις
εθνικότητες των κατοχικών στρατευμάτων και στην προσπάθειά της να τους
εξευμενίσει, τους ‘’έλεγε’’ κο κο κο ,
εννοώντας προφανώς ότι θα τους προσφέρει αυγά, που αποτελούσαν την αδυναμία των
Ιταλών στρατιωτών. Παράλληλα, επιδίωκε να τους αποτρέψει να κινηθούν προς το
κήπο του σπιτιού μας, όπου οι γονείς μας είχαν ‘’παραχώσει’’ τα μπακίρια της
προίκας της, παρασυρμένοι από τη φημολογία της εποχής ότι οι κατακτητές τα
έστελναν στη Γερμανία για την κατασκευή πολεμικού υλικού.
Όταν με τον καιρό, ''συνειδητοποιήσαμε''
την ιδέα της κατοχής, αναζητούσαμε ανάμεσα στους κατακτητές, τους καλύτερους ή μάλλον τους λιγότερο κακούς. Έτσι
λοιπόν στο γειτονικό σπίτι της κυρά-Λένης
, που οι Γερμανοί είχαν προηγουμένως κάψει όλα τα βιβλία ενός ''αριστερού'' καθηγητή
ενοικιαστή, εγκαταστάθηκε το τοπικό αρχηγείο τους. Ανάμεσα στις βλοσυρές
φυσιογνωμίες των κατακτητών, βρισκόταν
και ένας Αυστριακός αξιωματικός ο Ιωσήφ, όπως τον αποκαλούσαν οι μεγαλύτεροι,
που έδειχνε ευγενικός και φιλικός προς τους γείτονες. Αυτός λοιπόν ο αξιωματικός,
με εφοδίαζε κρυφά με μολύβια και διάφορα έντυπα που χρησιμοποιούσα για τις
σχολικές μου ανάγκες, αφού η αγορά γραφικής ύλης ήταν πολύ δύσκολη έως αδύνατη.
Κάποια μέρα που ο Ιωσήφ ήταν υπεύθυνος
αξιωματικός μιας φάλαγγας με καύσιμα, σημειώθηκε ανάφλεξη ενός βυτίου
μεταφοράς βενζίνης στο κέντρο της πόλης και εκείνος, όρμησε προς το φλεγόμενο βυτίο
και το πυροβόλησε επανειλημμένα, ώστε να
διαχυθεί το περιεχόμενο και να
προλάβει μια καταστροφική έκρηξη. Το
αποτέλεσμα ήταν θετικό για την πόλη, που γλύτωσε με περιορισμένες τοπικές
ζημιές, ο ίδιος όμως έπαθε πολλαπλά εγκαύματα. Οι γυναίκες της γειτονιάς
προσπάθησαν να απαλύνουν τον πόνο του με
διάφορα γιατροσόφια, μέχρι να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Αργότερα μάθαμε
ότι, ο Ιωσήφ, που στο μεταξύ, είχε
δείξει τις αντιναζιστικές διαθέσεις του,
έχασε τη ζωή του σε ναυάγιο κατά τη μεταφορά του στην Αίγυπτο.
Συνέπεια της κατοχής ήταν η ανέχεια και η
πείνα που σκότωνε καθημερινά τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τα παιδιά. Το
καθημερινό μας γεύμα αποτελούσαν διάφορες παραλλαγές από χόρτα του βουνού και
του κάμπου, σε σημείο να ανταγωνιζόμαστε τα
υπόλοιπα φυτοφάγα ζώα. Ένα άλλο τακτικό έδεσμα της εποχής , ήταν και
το ''κατσαμάκι''. Ένα ιδιοσκεύασμα από
καλαμποκάλευρο και νερό, αφού το λάδι ήταν σπάνιο ακόμα και στην ελαιοπαραγωγό
αυτή περιοχή. Για ένα πιάτο φαγητού πουλήθηκαν τότε σπίτια και άλλα περιουσιακά
στοιχεία και όπως αντιλαμβάνομαι τώρα, ακόμα και προσωπικές και οικογενειακές
υπολήψεις για την εξασφάλιση του
επιούσιου.
Θυμάμαι
και τώρα το φωτεινό πρόσωπο του πατέρα μου, όταν, για αμοιβή της
εργασίας του κάποιων ημερών, ως οικοδόμου, επέστρεψε αργά το βράδυ στο σπίτι
και μάς φώναξε να δούμε το περιεχόμενο του περιτυλίγματος μιας παλιάς
εφημερίδας. Ήταν ένα κομμάτι , περί τη μισή οκά, μαυρισμένο κρέας. Το
πανηγυρίσαμε οικογενειακώς, αφού είχαμε σχεδόν ξεχάσει και την όψη του και ο γιατρός μας το είχε
συστήσει - για τα παιδιά τουλάχιστο - λόγω αβιταμίνωσης. Οι γονείς μας ούτε που
το δοκίμασαν, για να μη μας το στερήσουν. Πολύ αργότερα μάθαμε , ότι το
''αρνάκι'' που αντιπροσώπευε κάποια μεροκάματα του πατέρα μου........ήταν
σκύλος και μάλιστα γείτονας και προφανώς
κ' αυτός πεινασμένος. Δεν ξέρω αν και
πόσες βιταμίνες πήραμε, εγώ κι ο αδελφός μου από την κατανάλωση του '' άσαρκου '' αυτού ζώου.
Από τότε όμως, πολύ δύσκολα περνούσα
κοντά από το σπίτι αυτού του ''σκυλοφονιά ’’, από φόβο και αποτροπιασμό.
Πώς να ξεχάσω
την πείνα και τα θύματά της και πως, με τα χόρτα που μαζεύαμε, εξασφαλίζαμε
την επιβίωσή μας. Παίρναμε επίσης κι ένα μικρό χρηματικό ποσό από την
πώλησή τους όσο - όσο στα δυο μαγεριά της
πόλης, και ξεγελούσαμε τη δυστυχία μας. Η ντροπή που ένοιωθα παζαρεύοντας τα
χόρτα με τους μαγαζάτορες με έκανε να σιωπώ ακόμα και όταν με ‘’έκλεβαν’’ στο
ζύγι ή στην τιμή. Η συναλλαγή γινόταν μπροστά σ’ όλους τους πελάτες των
μαγαζιών κι εγώ βιαζόμουν να εξαφανισθώ
από τα μάτια τους για να περισώσω την όση περηφάνια μου είχε απομείνει.
Ντρεπόμουν που ο πατέρας μου ήταν στο ‘’μέτωπο’’ υπερασπιζόμενος την Πατρίδα
και εγώ, εξάχρονος ακόμα, που τον εκπροσωπούσα στην κοινωνία, πάλευα μαζί με τη
μητέρα μου, όπως τόσα και τόσα άλλα παιδιά της ηλικίας μου, για την επιβίωση
της οικογένειας. Το τραγικό ήταν ότι δεν ένοιωθαν ανάλογη ντροπή όσοι
εκμεταλλεύονταν αυτή μου την προσπάθεια και ακόμα χειρότερο ότι έπρεπε, όπως
μου έλεγε η μητέρα μου, να τους λέω και ‘’ευχαριστώ’’.
Η γενικευμένη
αυτή ανέχεια ένωνε τους ανθρώπους ακόμα περισσότερο. Θυμάμαι τα γειτονόπουλα με τα οποία μοιραζόμασταν τα
πάντα για να κρατηθούμε στη ζωή. Ο Μανώλης, ο Θόδωρος και ο Νίκος που ήταν και
οι πλησιέστεροι ηλικιακά , αποτελούσαν την καθημερινή συντροφιά. Κάποια μέρα,
ο Νίκος έκανε μια ''ζαβολιά''. Έφαγε το φιτίλι από το λυχνάρι της μητέρας μου. Το λυχνάρι
αποτελούσε τότε το μοναδικό μέσο φωτισμού και θυσιάζαμε γι’ αυτό ένα μέρος από
το ελάχιστο ελαιόλαδο που διαθέταμε. Ο Νίκος λοιπόν έφαγε το φιτίλι για τα αναγκαία θρεπτικά του συστατικά , και θεωρήθηκε αυτό
ζαβολιά γιατί δεν το μοιράστηκε μαζί μας. Αμέτρητα άλλα παρόμοια περιστατικά χαρακτήριζαν εκείνη
την εποχή, ένα ήταν όμως, το κοινό
γνώρισμα του συνόλου σχεδόν του πληθυσμού. Η αλληλεγγύη των ανθρώπων στα
ευχάριστα και τα δυσάρεστα και η προσμονή ή μάλλον η βεβαιότητα ότι όλα αυτά θα
περάσουν και θα έρθουν καλύτερες μέρες
για όλους μας.
Τότε αισθάνθηκα και τη σημασία της
''σχετικής δυστυχίας'', όταν έβλεπα επί τρείς ημέρες ένα ταλαίπωρο Αθηναίο, που είχε φθάσει ως εδώ στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει
φαγητό, να ξεψυχάει, ακουμπισμένος
στη βορεινή πλευρά της εξωτερικής μάντρας του '' 'Αι Θανάση'',
φωνάζοντας, στην αρχή δυνατά και σιγά-σιγά όλο και πιο άτονα ..........
,''πεινάω, πεινάω, πειν....''.Το τελευταίο δεν μπόρεσε να το τελειώσει,
αφού τον πρόλαβε ο θάνατος. Ίσως έτσι και να ''απαλλάχτηκε'' από τη συνέχεια του μαρτυρίου της πείνας του.
Και εγώ - που ήμουν μόλις έξι χρονών -
έψαχνα για τα σπάνια τη χρονιά αυτή χόρτα να επιζήσω , με τη μητέρα και τον
μικρότερο αδελφό μου -αφού ο πατέρας μου δεν είχε ακόμα επιστρέψει από την
''Αλβανία''. Την εποχή εκείνη δεν ήξερα, μπορεί και να μην καταλάβαινα, γιατί πέθαινε
αυτός ο άνθρωπος και ασφαλώς δεν ήταν ο μόνος. Γιατί δεν ανταποκρινόταν
κάποιος στη ''θανάσιμη'' επίκληση
βοήθειας των συνανθρώπων του; Αργότερα συνειδητοποίησα, χωρίς και να το
δικαιολογώ απόλυτα, ότι κι' αυτοί προσπαθούσαν να επιζήσουν, εξοικονομώντας τα
ελάχιστα υπάρχοντά τους για το άγνωστης διάρκειας ζοφερό τους μέλλον.
Εξακολουθώ όμως να αισθάνομαι τύψεις που δεν ''μπόρεσα''
να κάνω κάτι για να σωθεί αυτός ο πεινασμένος κι ας υπήρχαν τότε άπειροι όσοι
στην ίδια κατάσταση. Στη μνήμη αυτού του άγνωστου θύματος του 1941,αφιερώνω
αυτό το κομμάτι της αφήγησής μου, χωρίς να θέλω μ' αυτόν τον τρόπο να ξεφύγω από τις τύψεις και τις
ενοχές μου.
Τα πρώτα σχολικά μας χρόνια - με τις
απουσίες να είναι πολλαπλάσιες των παρουσιών - ήταν απλά μια διαφυγή από την
τόσο οδυνηρή πραγματικότητα και κυρίως την πείνα. Μα θα μου πείτε ..... στο
σχολείο δεν πεινούσατε; Και βέβαια πεινούσαμε αλλά ομαδικά. Συμμεριζόμασταν ο
ένας το πρόβλημα του άλλου, ακόμα και την πείνα. Υπήρχε όμως και το σκασιαρχείο
''για ιερό σκοπό''. Δηλαδή το ’’σκάγαμε’’ για βοσκή. Ναι, όπως το ακούτε .
Βοσκούσαμε σαν τα πρόβατα στους γειτονικούς αγρούς, χωρίς τις
δικαιολογημένες, από ανασφάλεια ,
απαγορεύσεις των γονιών μας. Και οι Δάσκαλοι επέτρεπαν κάτι ανάλογο; Το
επέτρεπαν, αλλά είχαν και το νου τους.
Άλλωστε έπρεπε να επιλέξουν το σπουδαιότερο αγαθό και αυτό ήταν η επιβίωσή μας.
Τώρα, που σαν συνταξιούχος εγκαταστάθηκα
μόνιμα στη γενέτειρά μου, με πολλή νοσταλγία βλέπω τις ''μονοκαρύδες'', τους
επιμελώς κρυμμένους στο έδαφος μικρούς καρπούς, με το χαρακτηριστικό μπλε
λουλουδάκι σε σχήμα μικρού χωνιού. Πόσο άνοστοι μου φαίνονται οι καρποί αυτοί, που αποτελούσαν κάποτε τον
κυριότερο στόχο της κατοχικής μας βοσκής .
Στο Δημοτικό σχολείο, που συχνά απουσιάζαμε από ανασφάλεια των γονιών μας που
μας κρατούσαν στο σπίτι, ευτυχήσαμε να έχουμε θαυμάσιους Δασκάλους. Μάθαμε
πολλά και κυρίως χρήσιμα και πρακτικά. Οι Δάσκαλοι, μας μεταφέρανε την
προσωπική τους εμπειρία και τον παραδειγματισμό. Είναι πολύ σημαντικό να έχεις
δίπλα σου τόσο ωραία πρότυπα και να τους
δικαιολογείς ακόμα και την αυστηρή τιμωρία. Καταλαβαίναμε όμως όλοι οι μαθητές
ότι μέσα στο άναρχο μέχρις ασυδοσίας περιβάλλον που ζούσαμε, έπρεπε κάποιος να
'' μας σφίξει τα λουριά'', και να μας
συγκρατήσει σ' έναν τρόπο συμπεριφοράς αποδεκτό από την κοινωνία.
Θυμάμαι ακόμα με αγάπη όλα τα ονόματα των
Δασκάλων μου και περισσότερο των αυστηρών και το θεωρώ υποχρέωση αλλά και
προσωπική μου ανάγκη να τους αναφέρω ονομαστικά. Πρώτες οι κυρίες Αθηνά,
Αλεξάνδρα, Ευδοκία και μετά οι κύριοι Μελέτης, Τζαβέλας, Σουλτανόπουλος και
Πολύζος. Τούς αναφέρω με τη χρονολογική σειρά που ''περάσαμε από τα χέρια
τους'' και όπως ακριβώς τούς αποκαλούσαμε τότε, τις κυρίες με τα μικρά τους
ονόματα και τούς κυρίους με τα επώνυμα. Ένας μόνο από όλους , λόγω ακραίας
αυστηρότητας, είχε και το ''παρατσούκλι'' καράφλας, που συχνά αντικαθιστούσε το επώνυμο του , στις μεταξύ
μας συζητήσεις
Μέσα
σ' αυτόν στον ορυμαγδό των γεγονότων, έπρεπε να βρεθούν τρόποι και
διαδικασίες για ξανάσασμα και, έστω και μερική, εκτόνωση και ''φυγή'' από την
τόσο δεινή πραγματικότητα. Αυτή τη δυνατότητα μας έδιναν οι θεατρικές
παραστάσεις. Η μικρή λοιπόν αυτή κωμόπολη είχε το θέατρό της, που έδινε
καθημερινές κανονικές παραστάσεις και
όχι ''αρπαχτές’’.
Ο θίασος του Βασίλη Στρατηγού
εγκατεστημένος μόνιμα σε μια σκηνή, δίπλα στην εκκλησία του Αι-Θόδωρου, στο
κέντρο της Αταλάντης, και με συμπρωταγωνιστές τα παιδιά του, Ρένα, Αλέκα, Στέλλα
και Στέφανο, μας ταξίδευαν στην Ελληνική δραματουργία και μας έβαζαν, νοερά , στο δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στο
δράμα της Γκόλφως και της Μαρίας Πενταγιώτισας ή αυτό που βιώναμε πραγματικά.
Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι γελούσαμε με τα επί σκηνής διαδραματιζόμενα και
μάλλον όχι από έλλειψη θεατρικής
παιδείας. Ήταν τόσο δραματικά τα γεγονότα
που ζούσαμε καθημερινά, ώστε η σύγκριση με ανάλογα θεάματα ή αναγνώσματα ήταν
συντριπτικά άνιση. Εδώ λοιπόν, η σκληρή πραγματικότητα ξεπερνούσε ακόμα και τη
φαντασία των πιο δραματικών συγγραφέων και άγγιζε τα όρια της
τραγικότητας.
Η τιμή του οικογενειακού εισιτηρίου - γιατί εκεί όλα ήσαν
οικογενειακά - ήταν ένα αβγό ή πιο
σπάνια μια οκά σιτάρι ή καλαμπόκι, για τα διαρκείας. Η έντιμη αυτή συναλλαγή,
κυριολεκτικά έντιμη εκατέρωθεν, αφού και η ποιότητα των παραστάσεων ήταν καλή
αλλά και η ανταπόκριση του κοινού προς τους καλλιτέχνες - μέσα και έξω από το θέατρο - ήταν ανάλογη. Αυτό βοήθησε γενικότερα , το θέατρο και τούς
ηθοποιούς αλλά, περισσότερο το κοινό να ξεφύγει από τη μιζέρια του και να
αναβαθμισθεί πολιτιστικά. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για την ελληνική επαρχία
της εποχής, αποτελούσαν πολιτιστική και εκπαιδευτική εμπειρία τα πολυπαιγμένα αυτά θεατρικά έργα.
Σημαντικές ήσαν και οι παραστάσεις του
Θεάτρου Σκιών. Εκτός των άλλων θετικών στοιχείων, εύκολα διέκρινε κανείς την
ηρωική μορφή του Καραγκιόζη και τον τρόπο που αντιμετώπιζε και κατατρόπωνε τούς αντιπάλους του αλλά κυρίως την πείνα του. Αχ αυτή η πείνα, είχε καταντήσει
έντονη εμμονή στους ανθρώπους της γενιάς μου και ίσως γι’ αυτό ή κυρίως γι'
αυτό, όταν μας δόθηκε η ευκαιρία, ''το ρίξαμε ομαδικά στο φαγοπότι'', με τελικό
αποτέλεσμα την παρατηρούμενη παχυσαρκία των νεο-Ελλήνων. Για πολλά χρόνια
αποτελούσε απωθημένο των γονιών να υπερτρέφουν τα παιδιά τους, να τους δίνουν
δηλαδή, απλόχερα και πλουσιοπάροχα, αυτό που οι ίδιοι είχαν στερηθεί επί
μακρόν. Με δεδομένη μάλιστα την τάση για καλοπέραση των συμπατριωτών μας,
εγγίζουμε πια τα όρια ’’ συναγερμού ’’ .
2.- 1945 -1953 [Εμφύλιος - γυμνασιακές σπουδές].
------------------------------------------------------------
Φθάσαμε λοιπόν, μικροί-μικροί στο
οκτατάξιο γυμνάσιο. Άλλα προβλήματα εκεί και όχι βέβαια εκπαιδευτικά. Ποιός
άλλωστε νοιαζόταν τότε για ''τόσο ασήμαντα προβλήματα'' ; Τους ζεστούς μήνες κι
αν το επέτρεπε ο καιρός, τα μαθήματα μας γινόντουσαν στους αγρούς κάτω από τα
ελαιόδεντρα, ενώ με το πολύ κρύο και τη βροχή μέσα στις εκκλησίες. Και έκανε
πολύ κρύο τότε. Θα αναρωτηθείτε γιατί δεν κάναμε μάθημα στα σχολεία μας; Πρώτον
γιατί το μοναδικό γυμνάσιο της πόλης , με περιορισμένους χώρους, κάλυπτε τις
ανάγκες ολόκληρης σχεδόν της Επαρχίας Λοκρίδας και επίσης γιατί γίνονταν και
επιτάξεις, λόγω του εμφυλίου. Δεν μας έφθαναν δηλαδή τόσα και τόσα δεινά
με τον πόλεμο και την πείνα , είχε ήδη αρχίσει και ο εμφύλιος.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από την
περίοδο αυτή, που ήταν ένας νέος και σκληρότερος πόλεμος. Σε αντίθεση με τον
''κλασικό'', που αντιμετωπίζαμε έναν
κοινό εχθρό , στον εμφύλιο δεν ήξερες από που θα σου έρθει η αδέσποτη.
Χαρακτηριστικές ήταν οι εκ περιτροπής εμφανίσεις των ανταρτών και των
εκκαθαριστικών αποσπασμάτων και ενίοτε με
κάποιο κομμένο ........κεφάλι σαν φλάμπουρο σ' ένα ξύλο, προφανώς για να
κάμψουν το ηθικό των αντιπάλων τους.
Ένα βράδυ εξαφανίστηκε ένας γιατρός ,θαυμάσιος επιστήμονας και λαμπρός
Άνθρωπος. Πήγαινες επίσκεψη κι αν δεν
ήσουν πλούσιος, όχι μόνο δεν την χρέωνε
αλλά έδινε στα παιδιά καραμέλες και παιχνιδάκια. Κάποιοι απέδωσαν την
εξαφάνισή αυτή στα φρονήματα του και άλλοι, αντίθετα, στο γεγονός ότι είχε
σπουδάσει στη Γερμανία και η γυναίκα του ήταν Γερμανίδα. Δεν γνώριζα τα
φρονήματά του, ήξερα όμως ότι, λόγω της γνώσης της γερμανικής, είχε πολλές φορές μεσολαβήσει στην απελευθέρωση Ελλήνων αιχμαλώτων από τούς
Γερμανούς. Μια φορά μεταξύ αυτών ήταν κι ο πατέρας μου και στην παράκληση της
μητέρας μου έσπευσε αμέσως στο χώρο που είχαν συγκεντρώσει τους περισσότερους
ενήλικες άνδρες της πόλης και κατάφερε να τους απελευθερώσει.
Άλλα σημαντικά περιστατικά του εμφυλίου
που θυμάμαι, ήταν κωδωνοκρουσίες και τηλεβόες να καλούν όλους τους κατοίκους -
συν γυναιξί και τέκνοις - να συγκεντρωθούν στο προαύλιο του γυμνασίου της πόλης
με απειλή κυρώσεων σε όσους δεν συμμορφωθούν .Εκεί αντικρίσαμε το θέαμα
μιας ομάδας ανταρτών, οπλισμένων, να έχει ανεβάσει στον μικρό εξώστη του
γυμνασίου , δύο γυναίκες και έναν άνδρα , με την κατηγορία ότι οι δύο πρώτες εκδίδονταν και με γερμανούς στη διάρκεια του πολέμου, ενώ
ο τρίτος ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Αφού πρώτα τους κούρεψαν, τους καλούσαν να αποκηρύξουν το παρελθόν τους , φωνάζοντας ότι δεν θα
....’’το ξανακάνουν’’, οι δε συγκεντρωμένοι κάτοικοι έπρεπε – υποχρεωτικά - να
τούς φτύνουν κατά το πέρασμα ενώπιο τους. Αυτά και άλλα τέτοια φαιδρά συνέβαιναν
τότε και εμείς, τα παιδιά της εποχής εξακολουθούσαμε να φοράμε στιβάλια από
ακατέργαστο ''γουρουνοτόμαρο'' και all
season κοντά παντελόνια, καταμεσής στο χειμώνα, για οικονομία στο
ύφασμα, και να μελανιάζουν τα πόδια μας από την παγωνιά.
Μέσα σ' όλα αυτά τα δεινά, τα παιδιά προσπαθούσαν
να ξαναβρούν τους χαμένους ρυθμούς της
ζωής με διάφορα παιχνίδια. Τα παιχνίδια
μας, αυτή τη φορά, αποτελούσαν μια ''φυσική'' συνέχεια του πολέμου και όχι μόνο
αυτό, αλλά, μιμούμενοι τους μεγάλους,
χωριζόμαστε σε δεξιούς και αριστερούς μαχαλάδες και αρχίζαμε τον πετροπόλεμο και
άλλες πολεμοχαρείς εκδηλώσεις για ασήμαντη αφορμή. Υπήρχε δε πολύ μεγάλος ανταγωνισμός, για το ποιός θα
παρουσιάσει τα ''αποτελεσματικότερα όπλα ιδιοκατασκευής του '' και αυτό
αποδεικνυόταν με τα ''σπασμένα κεφάλια και άλλα εμφανή τραύματα'' των αντιπάλων.
Ένα τέτοιο κατασκεύασμα επιχείρησα και
εγώ και θέλησα να δοκιμάσω την ευστοχία του σ' ένα μήλο που κρατούσε ο αδελφός
μου. Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο, αφού το βλήμα - μια σκουριασμένη μεταλλική ''ακτίνα' από
ομπρέλα - πέρασε διαμπερώς τη δεξιά του παλάμη και το χειρότερο ήταν ότι έπρεπε
να ενεργήσουμε απόλυτα συνωμοτικά και μυστικά για ν' αποφύγουμε τις συνέπειες
από τους γονείς μας. Το πώς αφαιρέθηκε το ''βλήμα'' και ποιά θέα παρουσίαζαν οι
σκισμένες σάρκες του χεριού του δεν
περιγράφεται. Τηρήθηκαν όμως με απόλυτη σχολαστικότητα οι εφαρμοζόμενες
τότε μέθοδοι απολύμανσης, με τη συστηματική
''ούρησή'' του και από τους δυο μας.
Αφού αναφέρθηκα σε ''σπασμένα
κεφάλια', θυμήθηκα και ένα ανάλογο προσωπικό μου περιστατικό , λίγο αργότερα, στη
διάρκεια διανομής της αμερικανικής βοήθειας της εποχής. Σε μια αποθήκη που
βρισκόταν κοντά στην κεντρική εκκλησία
της πόλης, μοίραζαν διάφορα είδη που είχαν
συγκεντρωθεί στην Αμερική, για τις
ανάγκες των αναξιοπαθούντων Ελλήνων, κρατώντας τυπικά τουλάχιστον τα
προσχήματα. Αφού κάποιοι έπαιρναν ό,τι χρήσιμο και πρακτικό, μοίραζαν τα
υπόλοιπα , που θα μπορούσαν να είναι ακόμη και καπελαδούρες σε στυλ
''Καλουτάκια''. Τα έβαζαν όλα σε μια
σειρά και σε ανάλογη σειρά έμπαιναν και οι ενδιαφερόμενοι. Ήταν λοιπόν μια
χρονοβόρα διαδικασία και συνήθως, χωρίς ενδιαφέρον αποτέλεσμα , ώστε οι γονείς άφηναν
τα παιδιά στην ''ουρά'' ,κάνοντας οι ίδιοι άλλες εργασίες.
'Όταν λοιπόν πλησίαζε η σειρά μας,
μπορούσαμε - κατά προσέγγιση να διακρίνουμε τί περίπου μας αντιστοιχούσε. Στη
συγκεκριμένη δική μου περίπτωση ήμουν
σχεδόν βέβαιος ότι θα εξασφάλιζα μια
όμορφη ''καμηλό'' κουβέρτα, που θα μπορούσε να μετατραπεί σε δυο
ζεστά παλτά για μένα και τον αδελφό μου. Λογάριαζα όμως χωρίς τον
ξενοδόχο και αυτός, στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο Δήμος. Ένα αγόρι 4-5
χρόνια μεγαλύτερό μου, που μου ''έριχνε'' και 10 πόντους στο ανάστημα. Ήταν
ακριβώς πίσω μου και είχε κι αυτός αντιληφθεί την κουβέρτα. Αφού λοιπόν
διαπίστωσε ότι δεν υποχωρούσα στις απειλητικές του προθέσεις, πήρε μια πέτρα
και μου έσπασε το κεφάλι. Με πήρανε λοιπόν τα αίματα και εκείνος, επωφελούμενος
από τη στιγμιαία εξουδετέρωσή μου έσπευσε και πήρε την κουβέρτα. Δεν θυμάμαι καν
τι αναλογούσε στον επόμενο και ούτε
σκέφθηκα να ασχοληθώ μ ' αυτό, αφού η κουβέρτα με τον Δήμο είχαν κάνει φτερά. Το μόνο που μου έμενε πια, ήταν
να ζητήσω εκδίκηση και αφού δεν πρόλαβα
- ''εν βρασμώ''- τον σφετεριστή του
''καμηλό ονείρου μου'', γέμισα τις
τσέπες μου με πέτρες που αφθονούσαν στη γύρω περιοχή και στράφηκα στο γειτονικό του σπίτι,
σπάζοντας όλα τζάμια του , που
''έβλεπαν'' προς το δρόμο.
Θυμάμαι ακόμα, την παρατημένη προφανώς από
τους Γερμανούς κατά την υποχώρησή τους, ρυμούλκα μεταφοράς κάποιου
πυροβόλου, που βρήκαμε δίπλα στον ''Αι Θόδωρο'. Με πρωταγωνιστή λοιπόν
τον Ηλία, που ήταν και ο ψηλότερος, φορτωμένη με ένα τσούρμο παιδιών, έτρεχε τον
κατηφορικό κεντρικό δρόμο, με τις
καρδιές όλων να τρέμουν. Το ''όχημα'' αυτό, χωρίς φρένα και στο ρόλο
τιμονιού τη μεταλλική μπάρα που το έδενε με τον κοτσαδόρο
του ρυμουλκού αυτοκινήτου, αφηνόταν ελεύθερο στην κατηφόρα. Κάθε φορά ,
παρασυρμένο από την κλίση του κεντρικού δρόμου, έπρεπε να διανύσει, όλο και
μεγαλύτερη απόσταση, για να αναδείξει νικήτρια την επιβαίνουσα ομάδα . Η πρωτιά αποτελούσε και το μόνο έπαθλο για την
επαναφορά του , με κόντρα σπρώξιμο, , στην αρχική του, υψηλότερη θέση. Και φτου
κι από την αρχή, όπως λέγαμε τότε , για καινούργιες περιπέτειες.
Ευτυχώς για μας, παρά την αυξημένη επικινδυνότητα του ''παιχνιδιού'', δεν είχαμε ατυχήματα σε επιβάτες ή διερχόμενους πεζούς. Βοηθούσε
σ' αυτό και το γεγονός ότι δεν υπήρχαν αυτοκίνητα τότε και τα μόνα οχήματα της
εποχής, τα ιππήλατα αγροτικά κάρα, κυκλοφορούσαν τις ώρες εργασίας, ενώ το
''παιχνίδι'' μας λάβαινε χώρα το βραδάκι. Φαίνεται όμως ότι, και ο Θεός που
είχε βαρεθεί να βλέπει τη δυστυχία μας, αγαπούσε ιδιαίτερα και προστάτευε ακόμα και τα άτακτα παιδιά . Αν
δεχθούμε βέβαια , σαν μέτρο της αταξίας τους, την ανάγκη να αισθανθούν για λίγο
ελεύθερα - φθάνοντας τις αντοχές τους στα άκρα - ύστερα από μια
τόσο έντονη σκλαβιά.
Ένα άλλο περιστατικό ''συνωμοτικής
δράσης'', επακόλουθο και της πείνας αλλά και των γενικότερων στερήσεων της
εποχής, ήταν και η κατάποση δύο σωληναρίων κινίνου. Λόγω της ελονοσίας,
μοίραζαν τότε στις οικογένειες κινίνα. Η
μητέρα μας, άφησε τα δύο σωληνάρια που της έδωσαν , ψηλά
πάνω στο τζάκι, για να μην τα φθάνουμε
και έφυγε βιαστικά για κάποια άλλη εργασία της . Εγώ με τον αδελφό μου, οδηγούμενοι
από την περιέργεια και πατώντας σε μια καρέκλα που την κρατούσε εκείνος, αρχίσαμε να τα
καταπίνουμε αμάσητα , το ένα μετά το
άλλο. Εγώ ως μεγαλύτερος και από θέση ισχύος
, κρατούσα για τον εαυτό μου διπλή δόση.
Με την επιστροφή της η μητέρας μας,
βλέποντας άδεια τα δύο σωληνάρια, μας
φορτώθηκε στην πλάτη και μας οδήγησε στο Φαρμακείο του κυρ' Νίκου .Ο αδελφός
μου τη γλύτωσε με κάποιο φαρμακευτικό προϊόν ενώ εγώ, με τη διπλή δόση που είχα
καταναλώσει , οδηγήθηκα σε πλύση στομάχου. Τι εμπειρία κι αυτή , αλλά ας ‘’όψεται’’
η πείνα και η στέρηση που μας έκανε να αγνοήσουμε ακόμα και την πικρή γεύση του
κινίνου. Από όσο θυμάμαι πάντως, αποφύγαμε μελλοντικά την προσβολή μας από την ελονοσία.
Από
τα 13 μου και με δική μου πρωτοβουλία , για να εξασφαλίζω το
χαρτζιλίκι μου, τα καλοκαίρια εργαζόμουν στις οικοδομές. Ο ώμος μου από το ''πηλοφόρι είχε καταντήσει γραμμή '' Μαζινό ''. Μια γραμμή
που μου κάνει τη μεγάλη τιμή να με συνοδεύει και σήμερα στα 75 μου. Δούλεψα
στις θεριζοαλωνιστικές μηχανές, κοιμήθηκα στα περιβόλια και στα χωράφια,
ανάμεσα σε φίδια και σκορπιούς, ποτέ όμως δεν ένοιωσα δυσκολία η φόβο. Πώς να
φοβηθεί κανείς τις φυσικές δυσκολίες, όταν έχει δαμάσει τον τρόμο και την πείνα
του πολέμου στο σύνολό τους; Εργαζόμουν σχεδόν σε επαγγελματικό επίπεδο με
ανάλογες επιδόσεις, όχι όμως και στις αποδοχές, αφού πάντα ήμουν ο μικρός της ομάδας εργασίας.
Ήμουν καλός μαθητής και ιδιαίτερα στα
ελληνικά και τα μαθηματικά. Πολύ συχνά οι καθηγητές μου - τους οποίους
εξακολουθώ να θυμάμαι με ευγνωμοσύνη - με σήκωναν στην παράδοση του μαθήματος
της επόμενης ημέρας και μου επαναλάμβαναν την εκτίμηση στις επιδόσεις μου.
Δυστυχώς όμως - και όχι μόνο για μένα - η εκτίμησή τους αυτή δεν αποτυπώθηκε και στη
βαθμολογία του απολυτηρίου. Δεν παρέλειπαν
όμως να καταγράφουν, σε περίοπτη θέση του σχετικού εντύπου του απολυτηρίου '' πατρός κτίστου '', κατά αντιδιαστολή προς τα άλλα ''
ευγενή '' επαγγέλματα των γονιών άλλων συμμαθητών. Ας σημειώσω εδώ ότι ο
πατέρας μου ήταν ένας από τους
περίφημους ‘’Ζουμπανιώτες’’ μαστόρους
από το Πεντάλοφο Βοίου που ''πελεκούσαν '' την πέτρα και την έκαναν έργο τέχνης. Με πρώτο τον παππού μου Αντώνη
που είχε μαζί του τον πατέρα μου και τον
μικρότερο γιό του Γιάννη, έκτισαν τα πρώτα προπολεμικά πέτρινα σπίτια , εκκλησίες
και διάφορα άλλα κτίρια στην περιοχή,
χρησιμοποιώντας τα '' βελόνια και το
μάτρακα ‘’ [καλέμια και το σφυρί ] για
να λαξεύσουν τούς πορώδεις λίθους, ''αγκωνάρια'', αλλά τις σκληρότερες πέτρες
της περιοχής και να τους δώσουν τη μορφή και το σχήμα που ικανοποιούσε τις τρέχουσες οικοδομικές ανάγκες,
σύμφωνα με την προσωπική τους αισθητική.
Αντί λοιπόν, η κοινωνία που μόλις
έβγαινε από τον πόλεμο, να διακρίνει
τους ανθρώπους σε δυστυχείς έντιμους και
ευτυχείς μαυραγορίτες, σε άδολους
γνήσιους πατριώτες και δοσίλογους ή άλλες ανάλογες κατηγορίες που εκμεταλλεύτηκαν
την ανθρώπινη τραγωδία για να θησαυρίσουν, βρήκε την εύκολη λύση. Τους χώρισε
με ταξικά κριτήρια, που φυσικά δημιουργούσαν αντιπαλότητες στο λαό, ενώ άφηνε στο απυρόβλητο τους '' δόλιους , καταφερτζήδες και
εκμεταλλευτές''.
Σαν μαθητής στην ογδόη γυμνασίου, μετείχα
με τους συμμαθητές μου Λουκά, Βαγγέλη, Γιώργο, Αριστείδη, Γιώργο και τον
Βασιλάκη , στην ανεπίσημη σύσταση ενός Συλλόγου της γειτονιάς με το όνομα
''Μετσόβειο''.Ο καθένας μας είχε έναν τομέα ενδιαφερόντων και ανταλλάσσαμε
σκέψεις για την καλύτερη ενημέρωσή μας. Βλέπετε, στις μέρες μας και ιδιαίτερα στην ελληνική επαρχία, δεν υπήρχαν
άλλοι τρόποι πληροφόρησης και εμείς ψάχναμε για γνώσεις και προσλαμβάνουσες
παραστάσεις, ώστε να βρεθούμε όσο γινόταν καλύτερα προετοιμασμένοι στην μεταγυμνασιακή
μας ζωή. Προσωπικό μου αντικείμενο ενασχόλησης ήταν η ποίηση και η μουσική.
Αφού αναφέρθηκα στην ογδόη γυμνασίου,
θεωρώ χρήσιμο να σημειώσω και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της. Η αίθουσα που
στεγαζόταν ήταν πολύ μικρή και μετά βίας χωρούσαν σ' αυτή περισσότεροι από 15 μαθητές. Πρακτικοί λόγοι λοιπόν επέβαλαν να
μην ''περνούν'' την εβδόμη περισσότεροι
από τον αριθμό αυτό και έτσι, όσοι δεν ένοιωθαν
αρκετά δυνατοί να ''μπούνε'' στη
δεκαπεντάδα , άλλαζαν έγκαιρα γυμνάσιο ,για να μην πέσουν θύματα της
κτιριακής αυτής αδυναμίας. Πολλοί
συμμαθητές μας, συνέχιζαν τα μαθήματά
τους μετά την έκτη τάξη, συνήθως στα γειτονικά Γυμνάσια, Λιβαδειάς, Χαλκίδας
και Λαμίας.
3.- 1953-1959 [Μεταπολεμικά -
στρατιωτικό – εργασία]
-----------------------------------------------------------
Τελείωσα λοιπόν το γυμνάσιο και με δεδομένο
ότι ο πατέρας μου ονειρευόταν να γίνω
Αρχιτέκτονας ,αφού ήμουν και καλός στα
μαθηματικά, αυτό το καλοκαίρι του 1953 δεν πήγα στις οικοδομές αλλά στρώθηκα
στο διάβασμα για να περάσω στο Πολυτεχνείο. Καθημερινά λοιπόν έπαιρνα μια
‘’κουρελού’’ και την ‘’άραζα‘’, κάτω από
το μεγάλο πεύκο του γειτονικού λοφίσκου , που σήμερα βρίσκεται το ταβερνάκι του
Αλέκου και διάβαζα απερίσπαστος από άλλες σκέψεις και φροντίδες. Μ’ αυτό τον
τρόπο ‘’ γλύτωνα’’ και τις ενδεχόμενες αγκαρίες της μητέρας μου. Γύρναγα στο
σπίτι μόνο για φαγητό και ύπνο και δεν μ’ ενοχλούσαν καθόλου , ούτε διέκοπταν τη συγκέντρωσή μου, τα ακούσματα
των συζητήσεων των κατοίκων της Αταλάντης, που λόγω αμφιθεατρικότητας του χώρου έφθαναν στα αφτιά
μου με κάθε λεπτομέρεια. Τους ήχους αυτούς πλαισίωναν οι μελωδίες των πουλιών
του δάσους και δημιουργούσαν μια ιδανική ατμόσφαιρα ηρεμίας και γαλήνης,
ικανή να διώξει κάθε ενοχλητική
παρεμβολή ανάμεσα σε μένα και το βιβλίο. Στα διαλείμματα, άφηνα το βλέμμα μου
να περιδιαβαίνει όλη την περιοχή, τους ατέλειωτους ελαιώνες, τον Ευβοϊκό κόλπο
μέχρι και την αντίπερα ακτογραμμή της Εύβοιας. Αυτό με ξεκούραζε πνευματικά
αλλά και λαμπικάριζε τα μάτια μου με το βαθυγάλαζο
χρώμα της θάλασσας.
Όταν όμως πλησίαζε η μέρα των εξετάσεων
και τέθηκε το μεγάλο ζήτημα, της εξεύρεσης
των χρημάτων για τα πρώτα έξοδα ταξιδιού
και διαμονής στην Αθήνα, διαπίστωσα ότι η οικονομική αντιμετώπιση άρχιζε με ένα δανεικό 500ρικο,από τον μπάρμπα-Νίκο
, το συνάδελφο του πατέρα μου, χωρίς να διαφαίνονται άλλες προοπτικές στο
προβλεπτό τουλάχιστο χρονικό διάστημα.
Έτσι λοιπόν εγκατέλειψα την προσπάθεια μου αυτή και χωρίς καθυστέρηση υπέβαλα
τα δικαιολογητικά για εθελοντής στις
Διαβιβάσεις του στρατού ξηράς, με σκοπό να κάνω χρήση της πενταετούς
υποχρέωσης για να πραγματοποιήσω τις σπουδές μου. Αυτό που ,τελικά, έκανα , όχι πια σαν Αρχιτέκτονας, αφού δεν είχα τον απαιτούμενο ελεύθερο χρόνο,
αφήνοντας έτσι το σχετικό όνειρο στο ράφι.
Παρακολούθησα τα μαθήματα της Σχολής
''ΣΕΜΤ'' [Σχολή Εκπαιδεύσεως Μηχανικών Τηλεπικοινωνίας'', τίτλος που είχε
φανεί υπερβολικός και αντικαταστάθηκε
από το ''ΣΕΤΤΗΛ'' ..... τεχνητών αντί μηχανικών, από την οποία αποφοίτησα
σχεδόν με άριστα. Εκπαιδεύτηκα εκ των πρώτων , από Αμερικανό ειδικό εκπαιδευτή στα νεοφερμένα
τότε Ραδιοτηλέτυπα, για τις ανάγκες των
Ενόπλων Δυνάμεων . Παράλληλα τελείωσα τη Ανώτερη Σχολή Ηλεκτρολόγων
Υπομηχανικών και τις βραδινές ώρες
αφιέρωσα στην εκμάθηση της αγγλικής και
γαλλικής γλώσσας. Στη συνέχεια έμεινα ως εκπαιδευτής Ραδιοτηλετύπων σε
Ανώτερους Αξιωματικούς και κυρίως Διοικητές Ταγμάτων Διαβιβάσεων, Διοικητές
Συνεργείων τηλεπικοινωνιών του Τεχνικού Σώματος και διάφορες ομάδες οπλιτών και Αξιωματικών των Διαβιβάσεων
και του Τεχνικού Σώματος.
Θυμάμαι, ιδιαίτερα ένα γκρουπ Υπολοχαγών
των Διαβιβάσεων, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ένας πρωταθλητής Ελλάδος στην
κολύμβηση, ένα μετέπειτα στέλεχος του ''ΑΣΠΙΔΑ'', και δύο ακόμη, που αργότερα ανέλαβαν τη διοίκηση των δύο
λόχων που συγκροτούσαν τη ΣΕΤΤΗΛ. Επειδή
η βαθμολογία τους αποτελούσε και κριτήριο μελλοντικής προαγωγής, κάποιοι από αυτούς με είχαν στα
όπα - όπα. Τί εκδρομές τις αργίες, τί γλέντια ομαδικά και άλλες επιδαψιλεύσεις
σ' όλη αυτή την περίοδο της εκπαίδευσης και ξαφνικά, όλα άλλαζαν, για μερικούς
τουλάχιστον από αυτούς. Εκείνοι που ανέλαβαν τη διοίκηση των Λόχων, θέλησαν να
δείξουν από την αρχή, την ισχύ τους, την οποία βεβαίως κανείς δεν σκέφθηκε να
αμφισβητήσει. Ο ένας εξ αυτών, ο Διοικητής του όμορου Λόχου, σε συζήτηση για τα
'' δίχρονα φωνήεντα της γραμματικής'',
αποκάλεσε τον φίλο μου Κώστα και μένα, ''κόκκους άμμου μπροστά του'',
γιατί επιμέναμε ότι τα εις ''άκος'' έχουν το άλφα μακρό και όχι βραχύ που μας
επέβαλλε εκείνος. Τον κύριο αυτό , συνάντησα πολύ αργότερα στο Βέλγιο ως
Υποστράτηγο στο ΝΑΤΟ και μου δικαιολόγησε την παλιά στάση του, που θυμόταν
καλά, ως '' άτυπο κανόνα του δίκαιου του ισχυρότερου’' και της στρατιωτικής
πειθαρχίας.
Συνάντησα επίσης και τον πρώην
εκπαιδευόμενό μου [ κ. Θ.......] στο Βελιγράδι, ως υπεύθυνο για την ηλεκτρονική
ασφάλεια στο ταξίδι κορυφής του Γεωργίου Παπανδρέου, χωρίς να γνωρίζω τίποτα
για τις σχέσεις του με τον ''ΑΣΠΙΔΑ''.
Εκείνος μου ζητούσε επίμονα να μάθει ''αν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε τον
αριθμό τηλεφώνου του καλούντος'', που για την εποχή εκείνη ήταν σχεδόν αδύνατο.
Κάναμε κάποιες συζητήσεις σχετικά, χωρίς συγκεκριμένο αποτέλεσμα και
αποχωρισθήκαμε. Λίγες ημέρες αργότερα,
διάβαζα στον Τύπο, τις
παρακολουθήσεις του από το κτίριο της Γ' Σεπτεμβρίου και ευγνωμονούσα το Θεό
που δεν είχα παρασυρθεί να συνδράμω - άθελά μου - στους σχεδιαζόμενους ηλεκτρονικούς του πειραματισμούς.
Αν και πέρασα πέντε ολόκληρα χρόνια στο
στρατό – όλα στο Χαϊδάρι - δεν θα
αναφερθώ σε λεπτομέρειες και ας το εκλάβει ο καθένας όπως νομίζει. Διαβεβαιώνω
πάντως ότι μου πρόσφερε τις ευκαιρίες
που χρειαζόμουν και πολλές εμπειρίες για την μετέπειτα ζωή μου, αλλά και εγώ, με
την εργασία και την εν γένει έντιμη παρουσία μου, τα ανταπέδωσα όλα στο μέγιστο βαθμό και ''ξεπλήρωσα το
χρέος μου προς την Πατρίδα''. Δεν μου χρωστάνε δηλαδή, ούτε και εγώ οφείλω σε
κανένα οτιδήποτε. Θέλω πάντως εδώ να επισημάνω ότι δεν ήταν ''και από τα
καλύτερα χρόνια της ζωής μου'' και απλώς, με τους αγαπητούς φίλους και
συναδέλφους μου ,κυρίως τον Κώστα και
τον Γιώργο, κάναμε υπομονή να περάσει ο καιρός και ....επιζήσαμε. Ίσως δεν μας
ταίριαζε αυτός ο τρόπος ζωής και η εν γένει νοοτροπία. Τελικά θέλω να προσθέσω
ότι δεν νοστάλγησα κάτι ιδιαίτερα ούτε μου δημιούργησε κάποιο στερητικό
φαινόμενο. Το κυριότερο που μου έμεινε
από μια ολόκληρη πενταετία, είναι αρκετοί καλοί φίλοι και αξιόλογοι άνθρωποι,
ανάμεσα στους οποίους , ο συμπαθέστατος Διευθυντής του Γραφείου Εκπαιδεύσεως της
ΣΕΤΤΗΛ , ο Ταγματάρχης Μπάμπης , που μου δίδαξε στην πράξη το περίφημο ποίημα του Κίπλινγκ ''αν'' και ο
λαμπρός δημοκράτης Συνταγματάρχης
Ελευθέριος Τρικατζόπουλος. Από τους τέως
συναδέλφους και εκπαιδευτές - στρατιώτες και ιδιώτες - ξεχωρίζω όσους με
ακολούθησαν και στο Υπουργείο Εξωτερικών
και γίναμε φίλοι. Από αυτούς που δεν ήλθαν στο Υπουργείο Εξωτερικών, σημειώνω
ιδιαιτέρως , δυο πραγματικούς και
αναντικατάστατους συνοδοιπόρους, που ανέφερα και πιο πάνω. Ο Κώστας και ο Γιώργος δεν είναι φίλοι αλλά μονάκριβοι αδελφοί, και ας επικοινωνούμε
σπάνια και σχεδόν δεν βλεπόμαστε πια. Η
αγάπη μας θα κρατήσει όσο και η ζωή μας. Αυτό είμαι απόλυτα σίγουρος ότι
αντιπροσωπεύει και τους τρείς μας.
'Όταν
απολύθηκα, μου πρότειναν και έμεινα ως ιδιώτης εκπαιδευτής στη Σχολή,
με ημερομίσθιο 87 Δραχμές το 1958, μέχρι να βρω δηλαδή κάτι καλύτερο και κυρίως μονιμότερο,
αφού οι αποδοχές για την εποχή ήσαν ικανοποιητικές.
Κάποια μέρα με κάλεσε ο Διοικητής της
Σχολής, ο Συνταγματάρχης Τρικαντζόπουλος, ένας λαμπρός Αξιωματικός του Τεχνικού
Σώματος με σπουδές ηλεκτρονικών στην Αμερική και παράλληλα ένας πραγματικά
ελεύθερος άνθρωπος και Ήρωας, αφού είχε πέσει με αλεξίπτωτο στη Μέση Ανατολή
στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μου γνώρισε έναν απολυόμενο Έφεδρο Ανθυπολοχαγό, τον
Αντώνη, που υπηρετούσε στο Τάγμα Χειριστών. Με
παρακάλεσε δε, αν μπορώ να του κάνω - φιλικά – μια ενημέρωση για τα ραδιοτηλέτυπα, διότι είχε εντοπίσει μια θέση
στο Δημόσιο και του ήταν χρήσιμη η γνώση του αντικειμένου αυτού. Με πολλή χαρά
προσφέρθηκα και αρχίσαμε τα μαθήματα από το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Πάνω στη
συζήτηση, απέσπασα από τον φίλο μου την
υπόσχεση ότι θα με ειδοποιούσε σχετικά, αν υπήρχε κάποια δυνατότητα και
για δική μου μελλοντική τακτοποίηση.
Τελείωσαν τα μαθήματα, του ευχήθηκα καλή
τύχη και εκείνος μου επανέλαβε την υπόσχεση ότι αν τακτοποιηθεί και εντοπίσει κάτι και για μένα, θα με
ενημερώσει σχετικά και έτσι
αποχωριστήκαμε. Ήξερα μόνο το ονοματεπώνυμό του και ένα συνεργείο επισκευής
ραδιοφώνων που εργαζόταν περιστασιακά, ανάλογα
δε στοιχεία γνώριζε και εκείνος για μένα - πέραν της ΣΕΤΤΗΛ- στην οποία ακόμα
υπηρετούσα. Χάθηκαν όμως τα ίχνη του φίλου μου χωρίς και εγώ να τον αναζητήσω μέχρι την ημέρα που έληξε η
πενταετής υποχρέωσή μου στο στρατό και πήρα το απολυτήριο .
Τότε, όταν κλήθηκα από την ΣΕΤΤΗΛ ν'
αποδεχθώ τον διορισμό μου ως ιδιώτη εκπαιδευτή,
ήρθε στη σκέψη μου η υπόσχεση του φίλου μου και άρχισα να τον αναζητώ
στο γνωστό συνεργείο επισκευής ραδιοφώνων
και όπου αλλού με παρέπεμπαν, με
τη δήλωση ότι δεν περνάει πια από εκεί . Εν τω μεταξύ, παρότι οι αποδοχές μου ως εκπαιδευτή ήσαν ικανοποιητικές , οι συνθήκες
εργασίας και κυρίως ο στρατιωτικός τρόπος ζωής , που με είχαν κουράσει
τα προηγούμενα πέντε χρόνια, με ωθούσαν να βρω κάτι μονιμότερο και καλύτερο.
Έχοντας τελειώσει, παράλληλα τις σπουδές
μου και την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας, άρχισα, με έναν άλλο φίλο, που
απολυθήκαμε μαζί - τον Γιάννη- να διαβαίνουμε τα πολιτικά γραφεία και να
εισπράττουμε υποσχέσεις. Μέσα σ' αυτή την προσπάθεια, συνάντησα κάποιον παλιό
γνώριμο, ο οποίος με πληροφόρησε ότι, ο Αντώνης , είχε θεαθεί στο Υπουργείο Εξωτερικών. Δεν άργησα πολύ να τον εντοπίσω και έμαθα ότι,
με τη μεσολάβηση ενός Διπλωματικού που ήταν συνεταίρος στο συνεργείο επισκευής ραδιοφώνων που
εργαζόταν, είχε φροντίσει να τον πάρουν προσωρινά στο Υπουργείο και με κάποιους
άλλους που ήσαν αποσπασμένοι από το Ναυτικό που απλώς υπηρετούσαν τη θητεία
τους, βοηθούσαν την Κρυπτογραφική Υπηρεσία του ΥΠΕΞ στη διεκπεραίωση τηλεγραφημάτων
με υποτυπώδη, στην αρχή, μηχανικά μέσα και στη συνέχεια με τα πρώτα
τηλέτυπα OLIVETI , με μια – δυο Πρεσβείες
μας, που είχαν συνδεθεί με ΤΕΛΕΞ.
Ήταν πολύ φιλικός μαζί μου και πείσθηκα ότι δεν με απέφευγε από κακή πρόθεση, αλλά
από ανασφάλεια για τη θέση του , ως ‘’κονδυλιούχος’’
που ήταν, δηλαδή κάτι χειρότερο από τους σημερινούς εποχιακούς υπαλλήλους . Τον
ευχαρίστησα για την ενημέρωση και άρχισα να συγκεντρώνω πληροφορίες για τη
συγκεκριμένη υπηρεσία. Έμαθα ότι ήταν η υπηρεσία που εξυπηρετούσε τις απόρρητες
επικοινωνιακές ανάγκες του Υπουργείου εξωτερικών με τις Διπλωματικές μας Αρχές
στο εξωτερικό.
Υπέβαλα σχετική αίτηση στη Διεύθυνση
Προσωπικού και μου υποσχέθηκαν ότι θα τη μελετήσουν και θα με ενημερώσουν ''εν
καιρώ', αφού προς το παρόν δεν υπήρχε τίποτα συγκεκριμένο ,ούτε σαν σκέψη.
Συνδύασα μάλιστα την υποβολή της αίτησης με προσωπική αφιέρωση ενός βιβλίου του γνωστού Βουλευτή της περιφέρειας καταγωγής μου Λάμπρου
Ευταξία προς τον τότε Προσωπάρχη του Υπουργείου Εξωτερικών. Αυτό ίσως συνέβαλε
στην κατ’ αρχή αποδοχή της αίτησής μου. Όσοι
άνεργοι έχουν αναζητήσει εργασία,
κατανοούν απολύτως το ’’ εν καιρώ’’. Με τη σιγουριά που μου έδινε η απασχόλησή μου ως
εκπαιδευτή στη ΣΕΤΤΗΛ, είχα την αντοχή να περιμένω και να προσπαθώ.
Έμαθα μάλιστα ότι η Υπηρεσία αυτή του
ΥΠΕΞ αποτελούσε αντικείμενο διαμάχης
μεταξύ της ΚΥΠ και του Υπουργείου Εξωτερικών , με την πρώτη να αποβλέπει στον
έλεγχο του νευραλγικού αυτού τομέα των απόρρητων εθνικών επικοινωνιών. Έτσι
μάλλον εξηγείται και το γεγονός της απασχόλησης
στρατευσίμων με απόσπαση. Έμαθα επίσης
ότι, ο Μόνιμος Υφυπουργός Εξωτερικών κ. Σκέφερης, που προερχόταν από τον
Διπλωματικό Κλάδο, ήθελε, με κάθε τρόπο,
να κρατήσει ανεξάρτητες τις τηλεπικοινωνίες του ΥΠΕΞ από άλλες Αρχές και ιδιαίτερα την ΚΥΠ.
Σημειώνω εδώ ότι σχεδιαζόταν η χρησιμοποίηση μιας
κρυπτομηχανής [ ΟΝ LINE DE 59 ],
που άρχισε να αναπτύσσει το ΚΕΕΘΑ [Κέντρο Ερευνών
Εθνικής Αμύνης] , υπαγόμενο στον Ρ΄ Κλάδο της Κ.Υ.Π. Στην πράξη επρόκειτο για
αντιγραφή και βελτίωση μιας αντίστοιχης Νορβηγικής μηχανής - υπό τον κ. Παναγή . Ο μηχανικός
αυτός είχε σπουδάσει στη Γερμανία και
είχε δημιουργήσει το πρώτο εργοστάσιο της ΕΛΒΙΡΑ στην Καλλιθέα για την συναρμολόγηση
ραδιοφώνων με υλικά της Αμερικανικής RCA. Το εργοστάσιο όμως αυτό, δεν ευτύχησε να δει τα προϊόντα του να κυκλοφορούν
στην ελληνική αγορά , αφού πολύ σύντομα '' έπεσε έξω''. Το υπό τον κ. Παναγή ΚΕΕΘΑ
λοιπόν, είχε τον πρώτο λόγο στη
σχεδιαζόμενη Υπηρεσία που θα εξυπηρετούσε
τις απόρρητες τηλεπικοινωνιακές ανάγκες του ΥΠΕΞ.
Δεν γνωρίζω αν και πόσο συνέβαλα
στην απόφαση του κ. Σκέφερη για τη δημιουργία, ανεξάρτητης
από άλλες Αρχές, υπηρεσίας επικοινωνιών αλλά, με τη βοήθεια του διπλωματικού
Διευθυντή του Γραφείου του , του κ. Λεωνίδα , κατάφερα να με παραπέμψουν για
εξετάσεις καταλληλότητας στο ΚΕΕΘΑ και
φυσικά στον κ. Παναγή.
Εδώ συνάντησα επίσης δύο δυσκολίες.
Αρχικά τη ΣΕΤΤΗΛ που μου έθετε σαν όρο
να ενημερώσω κάποιον στα ραδιοτηλέτυπα που θα συνέχιζε το εκπαιδευτικό μου έργο
. Αυτό ρυθμίστηκε με την αποδοχή του
επίσης φίλου και εκπαιδευτή με συγγενές αντικείμενο Μίμη που αργότερα με
ακολούθησε στο ΥΠΕΞ και την υπόσχεση εκ
μέρους μου ότι θα συνεχίσω να προσφέρω τις υπηρεσίες μου ως ιδιώτης μέχρις ότου ο αντικαταστάτης μου ενημερωθεί
πλήρως . Η δεύτερη δυσκολία ήταν η ''απαίτηση'' του κ. Παναγή , να εργασθώ στο ΚΕΕΘΑ αμισθί για 3 μήνες, στην κατασκευή ενός
πομπού πού είχε αρχίσει τότε στο
εργοστάσιο, πράγμα που αποδέχτηκα, με τον χαρακτηρισμό της απασχόλησης σαν
ενημέρωσής μου στις κρυπτομηχανές
παραγωγής του, που θα χρησιμοποιούσε το Υπουργείο Εξωτερικών.
'Έλαβα μέρος στη θεωρητική και πρακτική δοκιμασία και μετά από κάποιες καθυστερήσεις , μέχρι την
έκδοση των αποτελεσμάτων, δόθηκε η τελική συγκατάθεση του Κ.Ε.ΕΘ.Α. και έκτοτε,
έγινα και εγώ [1959], όπως ο φίλος μου ο Αντώνης , ''κονδυλοφόρος'' στο ΥΠΕΞ. ’’Κονδυλοφόρους’’
μας αποκαλούσαν τότε, οι εξ Ηπείρου συνάδελφοι, διότι μας πλήρωναν από τα
μυστικά κονδύλια, αφού ο παλαιός Οργανισμός του Υπουργείου δεν προέβλεπε τη
σύσταση νέων θέσεων και μάλιστα ηλεκτρονικών, που απαιτούσε το αντικείμενο της
νέας υπηρεσίας. Σημειώνω εδώ ότι επί υπουργίας Αβέρωφ οι τελευταίοι αποτελούσαν την προνομιούχο και μοναδική τάξη
διοικητικών υπαλλήλων του υπουργείου. Ενδεικτικό είναι και το γεγονός της
πρώτης μου προσέλευσης στο Υπουργείο εξωτερικών, από την είσοδο Ζαλοκώστα. Στο
βάθος της εισόδου, μπροστά σ’ ένα μεγάλο γραφείο, καθόταν ένας Αρχικλητήρας –
ονόματι Αντύπας- που με ρώτησε πού πάω. Του είπα ότι είμαι νέος υπάλληλος και
ήρθα να αναλάβω υπηρεσία. Το επόμενο ερώτημά του αφορούσε την καταγωγή μου και όταν
βεβαιώθηκε ότι δεν είμαι από την Ήπειρο, ξαφνιάστηκε και ’’στοργικά’’ μου
πρόσθεσε ’’μάλλον θα έχεις κάνει λάθος στη διεύθυνση παιδί μου’’.
Αργότερα, με ακολούθησαν στην Υπηρεσία Επικοινωνιών και
οι άλλοι φίλοι και συνεκπαιδευτές στη ΣΕΤΤΗΛ, με χωριστές διαδικασίες ο καθένας,
Γιάννης, Μίμης, Μήτσος και μαζί με τους Γιάννη και Αντώνη που προηγήθηκαν και επίσης τους Σωτήρη, Σταμάτη και Βασίλη που
ακολούθησαν με ανάλογη διαδικασία, αποτελέσαμε τους πρωτοπόρους του κλάδου και γίναμε
πολύ καλοί φίλοι , αλλά πάντα ''κονδυλοφόροι''.
Τον Φεβρουάριο του 1965 , επί τέλους μονιμοποιηθήκαμε, μαζί με άλλους, που εν
τω μεταξύ υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία και με μεταβατική διάταξη του
Νόμου, θεωρήθηκαν ως ''ήδη υπάρχον προσωπικό του κλάδου'', αφού περάσαμε
διάφορα στάδια ως συμβασιούχοι. Στο μεταξύ, είχαν γίνει διάφορες επερωτήσεις στη
Βουλή από συντοπίτη Βουλευτή του τότε Υπουργού Εξωτερικών και στην προσπάθεια
εξαφάνισης των στοιχείων ‘’παράνομης’’
μισθοδοσίας, κάποιοι προσκείμενοι στην πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΞ, που ανέλαβαν
την καταστροφή τους, έσπευσαν να εξαφανίσουν
πρώτα τα προσωπικά τους. Όταν όμως με την εφαρμογή του Νόμου χρειάστηκαν
στοιχεία για την αναγνώριση της προϋπηρεσίας τους, αντιμετώπισαν σημαντικό
πρόβλημα.
Εδώ οφείλω να εξάρω τη συμβολή του τότε Υπουργού
Εξωτερικών Σταύρου Κωστόπουλου, στην ''ρύθμιση'' πολυετών εκκρεμοτήτων του
Υπουργείου , αφού αποτελούσε πάγια πρακτική η αποφυγή της τακτοποίησης, ώστε να
γίνονται σίγουροι ψηφοφόροι. Όταν λοιπόν ανέλαβε το Υπουργείο Εξωτερικών, όπως
συνέβαινε τότε σε κάθε ανάληψη
καθηκόντων Υπουργού με τους ψηφοφόρους του, κατέφθασαν μερικά ''πούλμαν'' νέων από την Καλαμάτα που ζητούσαν ''εδώ και τώρα διορισμό''. Ο Στ. Κωστόπουλος λοιπόν, τούς παρακάλεσε προσωπικά,
να επιστρέψουν στα μέρη τους, λέγοντας ότι προηγείται η τακτοποίηση όλων των εκκρεμούντων
εκτάκτων υπαλλήλων του ΥΠΕΞ, όπως
ακριβώς και έπραξε.
Κάπως έτσι λοιπόν αρχίζει και
η αποδέσμευση των τηλεπικοινωνιών του Υπουργείου Εξωτερικών από άλλες Υπηρεσίες και κυρίως την Κ.Υ.Π.
Στο σημείο αυτό, οφείλω να επισημάνω τη
μεγάλη συνδρομή του μετέπειτα φίλου και
σπουδαίου ηλεκτρονικού Ηλία από το
ΚΕΕΘΑ, με τις γνώσεις
του αλλά κυρίως με τη γνώση του αντικειμένου των τηλεπικοινωνιών και της
διεθνούς εξέλιξης στην κρυπτογράφηση. Μας έβγαλε έτσι από το αδιέξοδο της ''συγκατοίκησης'' με άλλες
- περισσότερο ή λιγότερο - συγγενείς Υπηρεσίες. Η συνεργασία μας με το
Κ.Ε.ΕΘ.Α. ήταν πλέον μόνο τυπική, δηλαδή σχέση πωλητού και αγοραστού και σε
πρώτη φάση, τεχνική υποστήριξη των μηχανών παραγωγής του. Το ΚΕΕΘΑ, ή μάλλον
κάποιοι άνθρωποι του, δεν έπαυσαν να
εποφθαλμιούν αυτές τις θέσεις και κατά καιρούς προσπαθούσαν να βάλουν
τρικλοποδιές στο έργο μας.
Θυμάμαι μια Μεγάλη Παρασκευή, την επομένη
της θέσης σε λειτουργία του νέου κέντρου που ο ίδιος είχα επιμεληθεί και αφού
είχα κάνει πολλές δοκιμές και είχα ενημερώσει σχετικά το φίλο μου Θανάση, που δεν είχε τεχνικές γνώσεις, τον
άφησα αντικαταστάτη μου για λίγες ώρες φαγητού και ξεκούρασης. Κλήθηκα λοιπόν τηλεφωνικά
από τον Διπλωματικό Προϊστάμενο της Υπηρεσίας κ. Κλέωνα στο Υπουργείο ο οποίος
με παρέπεμψε με το ερώτημα της απόλυσης .Το σκεπτικό ήταν, ότι από προσωπικό
μου λάθος κατά την εγκατάσταση, προκλήθηκε η καταστροφή όλων των μηχανημάτων
του κέντρου. Την ερμηνεία αυτή του είχε δώσει υπάλληλος
του ΚΕΕΘΑ που εν τω μεταξύ είχε κληθεί από τον προσωρινό αντικαταστάτη μου για την αντιμετώπιση κάποιου
επικοινωνιακού προβλήματος.
Φωτοτυπία του απολυτηρίου μου με τη χαρακτηριστική γράφη |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου