[εμπειρική φιλοσοφία]
Οι λέξεις του τίτλου, προέρχονται, κατά τον
κ. Μπαμπινιώτη, από το αρχαίο ρήμα
κορέννυμι/κορεννύω με ρίζα που σημαίνει
αυξάνω – γεμίζω και συνδέεται με την πλησμονή και τον χορτασμό. Ερμηνεύεται
δηλαδή με το συναίσθημα πληρότητας που
δημιουργείται από την πλήρη ικανοποίηση της έλλειψης, ανάγκης, παθών και
επιθυμιών. Είναι δηλαδή μια κατάσταση που ακολουθεί το ‘’μη παρέκει’’ και
συνεπώς περιττή. Ο κορεσμός ξεπερνά τον πλεονασμό, την υπέρβαση του αναγκαίου –
ακόμα και του ανεκτού- και έτσι υπερβαίνει τα όρια και αυτήν ακόμα τη φύση μας.
Εκεί που αρχίζει ο κόρος πρέπει να διακόπτεται αυτόματα κάθε συνέχεια αφού
βλάπτει και παραβιάζει τα φυσιολογικά όρια που η ίδια η φύση έχει ορίσει σε κάθε περίπτωση.
Πως αντιδρά ο ανθρώπινος οργανισμός σε καταστάσεις κορεσμού διαφόρων εκδηλώσεων
της ζωής μας; Στο φαγητό ο αυτόματος
‘’ελεγκτής’’ προκαλεί εμετό , για να προλάβει το χειρότερο, στο σεξ επίσης επιλαμβάνεται
η αυτόματη αναστολή, στην πείνα και τη δίψα η αδυναμία κάθε περαιτέρω ανάλωσης και γενικότερα,
υπάρχει ένας αυτόματος ‘’κόφτης’’ που προλαμβάνει το κακό , κόβοντας μας την επιθυμία ή διάθεση για συνέχεια. Σε αντίθετη περίπτωση
αντιμετωπίζουμε καταστάσεις ψυχολογικής ή νευρικής βουλιμίας, που χρήζουν της
ανάλογης επιστημονικής αντιμετώπισης, διότι το αυτόματο σύστημα δεν αρκεί για την αναστολή του φαινομένου. Ο φυσιολογικός κορεσμός είναι κάτι
σαν τους σύγχρονους αυτόματος ‘’φορτιστές’’ μπαταριών που προλαμβάνουν, τόσο
την περιττή κατανάλωση ρεύματος όσο και
την υπερφόρτιση που θα βλάψει την μπαταρία. Αυτό λοιπόν που η φύση έχει προβλέψει για τις
περισσότερες καταστάσεις της ανθρώπινης
ζωής και αναιρεί κάθε ανεπιθύμητη υπερβολή ή υπέρβαση, δεν φαίνεται να
έχει εφαρμογή σ’ αυτή την ίδια τη ζωή. Όπως μας
ενοχλεί η υπέρβαση των φυσιολογικών
μας αναγκών, μας κουράζει και η ίδια η
ζωή και τότε τι κάνουμε; Δεδομένου του γεγονότος ότι ο ‘’κόρος’’ στη ζωή είναι
καθαρά υποκειμενικό φαινόμενο, που ποικίλει από άτομο σε άτομο ανάλογα με τις
συνθήκες διαβίωσης και το περιβάλλον του καθενός, δεν μπορεί να αποτελεί λύση ο
αυτοχειριασμός, η παρά φύση διακοπή της ζωής ούτε και η κατάθλιψη, που αποτελεί
προφανώς νοσηρό επακόλουθο και αντίκτυπο του γεγονότος.
Ο νοήμων άνθρωπος ,από τη φύση του αισθάνεται ότι ζει, όχι
μόνο με βάση τις βιολογικές του
δυνατότητες αλλά και την αίσθηση ότι ‘’μπορεί’’ και είναι ‘’ανάλογα’’ χρήσιμος και ωφέλιμος στο
κοινωνικό – στενό ή ευρύτερο- σύνολο που τον περιβάλλει. Δεν είναι δίκαιο να
αισθάνεται ‘’παρίας’’ στην ίδια κοινωνία που λίγο πριν έδρασε, εργάστηκε ή με κάποιον τρόπο
πρόσφερε την προσωπική του συμμετοχή και τώρα απλώς γίνεται ‘’ανεκτός’’, λόγω
προτέρου εντίμου βίου ή κάποιας συγγενικής ή άλλης συμβατικής υποχρέωσης. Με τη
διαμορφωμένη κοινωνική ‘’ανυποληψία’’ που νοιώθει γύρω του ο σημερινός
απόκληρος της κοινωνίας και αν έχει απομείνει μόνος και δεν διαθέτει τα οικονομικά μέσα της
‘’εξαγοράς’’ μιας στοιχειώδους φροντίδας των γηραιών του, η μοναδική λύση που
του προσφέρεται είναι ο ‘’εγκλεισμός’’
του σε ένα γηροκομείο. Πρόκειται για τα
αποκαλούμενα ‘‘ευαγή ιδρύματα‘’, που θεωρητικά ‘’απαλύνουν το άγος’’, στην
πραγματικότητα όμως αποτελούν μια
συγκεκαλυμμένη αλλά πλήρη μορφή
‘’ιδρυματοποίησης ’’, των
απομάχων της ζωής. Εν όψει της νέας
μορφής γκέτο που επιφυλάσσει η κοινωνία μας σε όσους κατέστησαν παρείσακτοι , σκέπτομαι το έργο του Horace mc Coy ‘’Σκοτώνουν τα άλογα όταν
γεράσουν’’, που τόσο παραστατικά ο Σίντνει Πόλακ μετέφερε στην οθόνη και
αναλογίζομαι τη σύγχρονη ‘’πίστα των διαγωνιζομένων χορευτών’’, που ,
εξαντλώντας την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών τους, ψάχνουν για το οποιοδήποτε δικό
τους όνειρο. Αντώνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου