Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

ΟΙ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΜΟΥ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

Οι παιδικές  μου αλήθειες και η ζώσα πραγματικότητα
Όταν θυμάται ένα παιδί, ξαναφέρνει αυτούσιες τις όποιες καταγραφές στη μνήμη του, χωρίς κάποια λογική ή κριτική επεξεργασία. Όταν όμως κάνει το ίδιο ένας ενήλικας, τότε υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες στην αναπαραγωγή της πληροφορίας και κυρίως η σύγκριση με τη ζώσα πραγματικότητα και ο επηρεασμός από τις προσλαμβάνουσες εν τω μεταξύ παραστάσεις του. Έτσι κι εγώ, σχεδόν υπερήλικας, φέρνοντας στον νου τις παιδικές μου παραστάσεις, αισθάνομαι μια  ενδεχόμενη παρέμβαση νεώτερων  εμπειριών  στην παρουσίασή τους. Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος αν η αφήγηση των κάποιων  γεγονότων της παιδικής μου ηλικίας παραμένει ίδια σήμερα όπως πριν από δέκα, είκοσι ή εβδομήντα χρόνια. Παρόλα αυτά, ξεκινώντας με την ειλικρινή διάθεση να καταγράψω την πραγματικότητα της παιδικής μου ηλικίας, θα κάνω μια προσπάθεια να μην ‘’παραβλάψω’’ συνειδητά την αλήθεια, έστω και αν αυτή έχει , ενδεχομένως, υποστεί τις επιρροές του  χρόνου που μεσολάβησε. Πριν λοιπόν επιχειρήσω τη μεγάλη κατάδυση στο μακρινό μου παρελθόν, προσπάθησα να κάνω μια ανακατάταξη ή μάλλον τακτοποίηση της εγκεφαλικής μου λειτουργίας μνήμης και να ξαναβάλω σε τάξη και οργάνωση τις μέχρι τώρα ‘’εγγραφές’’, ώστε να μη μπερδεύονται μεταξύ τους γεγονότα με θεματική συγγένεια διαφόρων εποχών και καταστάσεων. Κατά τη σύγχρονη γλώσσα της  τεχνητής νοημοσύνης, των υπολογιστών, έκανα defragmentation για να αποφύγω τη σύγχυση των εγγραφών και να διευκολύνω την ταχύτητα ροής των πληροφοριών. Με τη διαδικασία αυτή, όχι μόνο ξεκαθάρισα τα θέματα αλλά, νομίζω, βρήκα και ένα μικρό ‘’ελεύθερο’’ κομμάτι  για ενδεχόμενη  μελλοντική μου χρήση.
Αρχίζω λοιπόν, αμέσως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, με τον πατέρα μου με σοβαρά προβλήματα στα πόδια που του άφησαν τα κρυοπαγήματα στο μέτωπο. Αρχικά είχαν αποφασίσει να του κόψουν τα κάτω άκρα για ν’αποφύγουν τη γάγγραινα, αλλά όπως έλεγε, ένας γιατρός στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λάρισας πειραματίστηκε μια πρώτη δοκιμή απόξεσης των πελμάτων, μήπως προλάβει το κακό και ευτυχώς το πέτυχε. Αυτό βέβαια δεν πέρασε ανώδυνα, αφού του άφησε σοβαρά κινητικά προβλήματα και κυρίως ανυπόφορους πόνους, σχεδόν για όλη του την υπόλοιπη  ζωή , γλύτωσε όμως τα χειρότερα  και την απόλυτη αναπηρία. Το σπουδαίο  ήταν ότι δεν το χρησιμοποίησε  ποτέ ούτε για να πάρει ένα επίδομα, ως τραυματίας πολέμου, που έπαιρναν τόσοι και τόσοι ανάπηροι και μη  και δικαιωματικά του ανήκε. Το επικαλέστηκε μόνο μια φορά, όταν στη διάρκεια του εμφυλίου τον ‘’επιστράτευσαν’’ για να μετάσχει στις εκκαθαρίσεις των ανταρτών της περιοχής, πράγμα που έγινε πιστευτό ύστερα από την εξέταση ειδικής επιτροπής. Η δικαιολογία του σ’ εμάς ήταν  ότι ανάμεσα στους αντάρτες υπήρχαν και πατριώτες του , πέραν του σεβασμού της ανθρώπινης ζωής Ελλήνων συνανθρώπων του,  που δεν θεωρούσε εχθρούς
Υπήρξε πάντα αριστερός αλλά  δεν άκουσα από το στόμα του ποτέ τη λέξη ΚΚΕ  ή  ό,τι άλλο σχετικό, ούτε ποτέ μας μίλησε ή έγινε μέλος κόμματος. Αρκετές φορές πέρασαν από το σπίτι μας για μια βραδιά ‘’άνθρωποι  από το χωριό’’ που ανήκαν στο αντάρτικο , κατευθυνόμενοι νοτιότερα. Ποτέ δεν είπε ονόματα ούτε άλλες λεπτομέρειες. Θυμάμαι έναν από αυτούς,  καλυμμένο με μια σκισμένη χλαίνη, που ξάπλωσε μια-δυο ώρες μέχρι η μητέρα μου να του μαγειρέψει κάτι για να ξεγελάσει την πείνα του και την ίδια νύχτα συνέχισε το δρόμο του – πεζός – για τη Χαλκίδα. Μας άφησε σαν ταυτότητα τις ‘’ψείρες’’ που κουβαλούσε επάνω του. Θυμάμαι ότι αργότερα ξαναπέρασε γερός και αρτιμελής και  είπε ότι εγκαταστάθηκε στην πόλη αυτή της Εύβοιας επαγγελματικά και θα χαιρόταν  να μας δει μελλοντικά και στο δικό του σπιτικό. Δεν τον ξανάδαμε ποτέ, ούτε κανένα άλλο.
Έρχομαι τώρα στα νεώτερα, παλιό και νέο παρελθόν, τη σκληρή και ζώσα πραγματικότητα, που μερικές φορές δικαιώνει τις παιδικές μας σκέψεις και αναμνήσεις και άλλες φορές, αδέκαστη όμως είναι, μας διαψεύδει απόλυτα και ψάχνουμε εξηγήσεις. Αρχίζω από τα πιο παλιά, το 1952 που τέλειωσα το γυμνάσιο και το απολυτήριό μου έγραφε πάνω στην κορυφή ‘’ πατρός κτίστου’’, μη τυχόν και διαλάθει την προσοχή του επισήμου κρατικού μηχανισμού και με περάσουν  για αστό, αποδεκτό από την κοινωνία τους. Στην προσπάθειά μου να βρεθώ στην Αθήνα για σπουδές, που τα οικονομικά μας δεν επέτρεπαν, έκανα αίτηση να καταταγώ εθελοντής στο Λιμενικό Σώμα και δέχθηκα μιαν άρνηση, χωρίς δικαιολογία. Έκανα το ίδιο και για πενταετή υποχρέωση στο Τεχνικό Σώμα του Στρατού Ξηράς και ,όπως με συμβουλέψανε, συνυπέβαλα και μια επιστολή του κομματάρχη της πόλης, ότι ‘’διάγω εθνικοφρόνως’’ και δεν με ενόχλησε κανείς πια. Μπήκα στο Υπουργείο Εξωτερικών το 1958 και, όπως έμαθα αργότερα, είχαν ερωτηθεί αρμόδιοι παράγοντες της περιοχής και είχαν βεβαιώσει ότι ‘’εξακολουθώ να διάγω εθνικοφρόνως’’, χωρίς εγώ να αντιληφθώ οποιαδήποτε δυσκολία. Έρχομαι τώρα στα κατοπινά, την πρώτη μου τοποθέτηση στην Ελληνική Πρεσβεία του Βελιγραδίου, της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο  [1962-1965]. ΄Επεσα από σύννεφα όταν αντιμετώπισα την ζώσα πραγματικότητα. Πλήρης απογοήτευση της όποιας προκατάληψης των παιδικών μου ‘’φαντασιώσεων’’. Ήταν μια χώρα που έμοιαζε να ζει ακόμα τη μιζέρια του πολέμου. Εκεί γνώρισα προσωπικά σημαντικά στελέχη του ΚΚΕ, που είχαν περάσει τα σύνορα μετά τη λήξη του εμφυλίου και μεταξύ αυτών τον Διοικητή του Μπούλκες, ονόματι Παπαδάτο, ο οποίος μου έμαθε και οδήγηση με το μικρό του ‘’Φίτσα’’. Γόνος κεφαλλονίτικης εμπορικής οικογένειας της Ρωσίας, που διετέλεσε και Συνταγματάρχης του Γιουγκοσλαβικού Στρατού και Διευθυντής του πολιτικού εντύπου ‘’μετζινάροντνα πολίτικα – διεθνείς σχέσεις’’, που έλεγε ότι ‘’δεν του άξιζε’’ να γυρίσει στην Ελλάδα, παρακαλούσε μόνο να μην ενοχληθούν η μητέρα και αδελφή του που ζούσαν στην πατρίδα. Αγαπούσε, όπως έλεγε, πολύ την πατρίδα του και τιμωρούσε παραδειγματικά τους ομοϊδεάτες του στο Μπούλκες που την εξέθεταν με τη συμπεριφορά τους. Οι άνθρωποι πολύ καλοί, ιδιαίτερα οι Σέρβοι που θεωρούσαν τιμή τους την κάθε συναναστροφή με Έλληνες, αλλά μας κάκιζαν για όσα φιλοαριστερά γεγονότα συνέβαιναν στην Ελλάδα. Παιδεία, κοινωνική πρόνοια και καθημερινή ζωή δημιουργούσαν μελαγχολία, την οποία διασκέδαζαν τα καθημερινά ‘’ τηλεοπτικά κατορθώματα των παρτιζάνων, που συνέτριβαν σε κάθε μάθη τα γερμανικά στρατεύματα’’ και κάποιες σκηνές από την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στα Σκόπια, όπου στις εισόδους των σπιτιών υπήρχαν επιγραφές, στα γερμανικά, ότι ‘’αυτό το σπίτι είναι βουλγαρικό’’, αφού η γειτονική τους χώρα με απόλυτη τότε συνειδησιακή ταύτιση, είχε συμμαχήσει με τους Γερμανούς. Μου έχει μείνει μια διαφήμιση στην κρατική τηλεόραση που ενημέρωνε τον λαό, ότι τον επόμενο μήνα θα φέρουν λεμόνια και ζιλέτ [έτσι ονόμαζαν γενικώς τα ξυραφάκια]. Και βέβαια έφερναν όχι τον επόμενο αλλά  τον μεθεπόμενο και βάλε, λεμόνια και ξυραφάκια [αστορ] ελληνικά, που έπαιρναν στα πλαίσια του κλήριγκ, ανταλλάσοντας με τη χώρα μας το λιγοστό τους κάρβουνο. Στη χώρα αυτή γεννήθηκε η κόρη μου και έχω πικρή προσωπική εμπειρία για την ιατρική τους περίθαλψη και το πώς γλύτωσαν η κόρη και η γυναίκα μου, την τελευταία στιγμή, με τη μεσολάβηση του Καθηγητή Fotic, προσωπικού γυναικολόγου της συντρόφου του Τίτο, Jovanka.

Η επόμενη μετάθεσή μου ήταν στην Πράγα [1966-1971], την πολιτισμένη αυτή ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, μια από τις πιο όμορφες πόλεις της Ευρώπης, όπου το καθεστώς δεν ήταν τόσο εμφανές, αλλά οι στερήσεις τη ζωής ήταν εμφανέστατες. Ό,τι  κι αν ζητούσες έλεγαν  ‘’nemame’’ που σήμαινε δεν έχουμε, ακόμα και στα πιο απλά πράγματα. Υπήρχε όμως πλήρης επάρκεια στα ‘’ειδικά καταστήματα του κόμματος’’ που με μια κούτα αμερικάνικα τσιγάρα ή ένα μπουκάλι ουίσκι, εμείς οι ξένοι μπορούσαμε να βρούμε τα πάντα. Δεν θέλω να περιγράψω αναλυτικά τα σχεδόν 6 αυτά χρόνια της ζωής μου εκεί, αλλά θα περιοριστώ σε εκείνα που σημάδεψαν και ζωή και τη σκέψη μου για πάντα. Είχα γείτονα τον πολυολυμπιονίκη  Emil Zatopek,             με τη μητέρα του και όταν το 1968  υπέγραψε την ‘’κάρτα των επιφανών της χώρας’’ κατά της ρωσικής εισβολής, τον έστειλαν σε ένα ορεινό βενζινάδικο της Σλοβακίας, του αφήρεσαν το βαθμό του Συνταγματάρχου που τιμητικά έφερε και του πήραν και αυτά τα χρυσά ολυμπιακά μετάλλια, που κέρδισε ‘’ υπό την επήρεια της κομμουνιστικής ιδεολογίας’’. Αυτή, την ίδια εποχή της Άνοιξης της Πράγας, επιστρέφοντας από το γραφείο, στο ξενοδοχείο CENTRUM , όπου διέμενα με την γυναίκα και την 5χρονη κόρη μου, τις βρήκα με τις αποσκευές έξω από το ξενοδοχείο. Όταν ζήτησα εξηγήσεις από τη διεύθυνση του ξενοδοχείου μου απάντησαν ότι ‘’ μόνο το ΚΚΕ και το ΑΚΕΛ είχαν αναγνωρίσει τη ρωσική εισβολή στη χώρα’’, νομίζοντας ότι όπως στην πατρίδα τους το Κόμμα κυβερνούσε την Ελλάδα. Αφού τους εξήγησα ότι σε μας ήταν διαφορετικά τα πράγματα, πειστήκανε και υποχώρησαν, πως θα πεισθώ όμως εγώ να εμμείνω στα παιδικά  μου ακούσματα και τις ιδέες του πατέρα μου;. Ίσως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι δήλωνε αριστερός αλλά ποτέ του κομουνιστής. Παρόλα αυτά και άλλα πολλά και πειστικά που έζησα πραγματικά, δεν έγινα αντικομουνιστής, αλλά , ακούγοντας συνθήματα του χώρου αυτού και των παρεμφερών, δεν  βρίσκω χώρο στο μυαλό για να τα ενταμιεύσω. Φαίνεται ότι η ζωή και η ζώσα πραγματικότητα, σχεδόν με υποχρέωσαν  να τα περνώ όλα από την εμπειρική μου κρησάρα, πριν τα αποθηκεύσω, στον  ελάχιστο χώρο που δημιούργησε στη μνήμη μου η τελευταία  μου defragmentation. Αντώνης Ταρνανάς  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Αταλάντη Λοκρίδας, T.K. 35200, Φθιώτιδα, Greece
Γράφω για να εξωτερικεύσω προσωπικές μου σκέψεις και να μοιραστώ εμπειρίες και γεγονότα που βίωσα προσωπικά στη μακρόχρονη υπηρεσιακή και ιδιωτική μου διαδρομή.