Το Χριστινάκι
Δεν στέρεψαν οι ιδέες μου ούτε
και η διάθεση για γράψιμο, έβαλε όμως φρένο η ίδια η φύση, η ηλικία, τα
γηρατειά. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που τελευταία αραίωσα την παρουσία μου στα εισερχόμενα των
υπολογιστών σας και στην ιστοσελίδα μου. Τα δάχτυλα έχασαν την παλιά τους
ευελιξία ή τουλάχιστον δεν μπορούν πια να παρακολουθήσουν την ταχύτητα της σκέψης και αυτό με προβληματίζει.
Όχι για τη δυσκαμψία των δακτύλων, που
αποτελεί φυσική συνέπεια της ηλικίας, αλλά για τις σκέψεις που με κατακλύζουν
και δεν ξέρω σε ποιες να δώσω προτεραιότητα. Τις μέρες των Χριστουγέννων και
των μεγάλων εορτών, το έχω ξαναγράψει, με κυριεύει η νοσταλγία και οι
μελαγχολικές θύμισες που τη συνοδεύουν και κυρίως οι απουσίες που το μυαλό μου δεν μπορεί ή και
δεν θέλει να δικαιολογήσει.
Αφορμή μου έδωσε και πάλι ένα θαυμάσιο βιβλίο της ΕΛΕΝΑ ΦΕΡΡΑΝΤΕ με
τίτλο ‘’Αυτοί που φεύγουν κι αυτοί που μένουν’’, που με συνεπήρε τόσο το
περιεχόμενο του όσο και, κυρίως, το μεγάλο ερώτημα. Είναι ένα ερώτημα που έζησα
και εξακολουθώ να το ζω, παρά τις προσπάθειες και τις ευκαιρίες που μου δόθηκαν
να το ‘’παρακάμψω’’. Τελικά χαίρομαι διότι έχω ακόμα ζωντανές μνήμες από ένα
παρελθόν που σχεδόν καθημερινά και ιδιαίτερα τις μεγάλες αυτές γιορτές μου
δηλώνει την παρουσία του. Όσο και αν είναι επώδυνο, μου προσφέρει την πιο
γλυκιά παρέα, τις ατέλειωτες ώρες νοσταλγίας και περισυλλογής και σας διαβεβαιώνω ότι δεν πρόκειται για ‘’νοσηρότητα’’.
Το μεγάλο αυτό ερώτημα δεν
μπόρεσα ακόμα να το απαντήσω αντικειμενικά, παρά τις όσες προσπάθειές μου,
διότι – ευτυχώς ή δυστυχώς - ανήκω σε
αυτούς που έμειναν και συνεπώς δεν έχω την άλλη άποψη, που θα διευκόλυνε την
απάντησή μου. Το αφήνω λοιπόν αναπάντητο
,βιώνοντας μόνο τα προσωπικά μου συναισθήματα και επεκτείνοντάς το και σε μια
άλλη απουσία, που δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω.
Πρόκειται για το Χριστινάκι, ένα παιδί που
προσωποποιούσε την ίδια τη χαρά και τη ζωντάνια, όχι μόνο για τους γονείς και
τους δικούς του αλλά και για όσους είχαν
την τύχη να το γνωρίσουν. Ήταν τόσο μεγάλο το ξάφνιασμα τη φυγής του, που δεν
βρήκα το κουράγιο να πω στους φίλους μου
γονείς του δυο λόγια παρήγορα, γνωρίζοντας από προσωπική εμπειρία, ότι δεν υπάρχει παρηγοριά, αλλά μόνο λόγια συμβατικά . Το ίδιο θα κάνω και τώρα,
περιοριζόμενος να μοιραστώ τις σκέψεις μου με φίλους που το γνώρισαν και είχαν
ίσως τη δυνατότητα και τη δύναμη να ενεργήσουν διαφορετικά. Το μεγάλο ερώτημα όμως
θα παραμένει, για τους γονείς του και τους λοιπούς οικείους του, τους
φίλους και όλους εμάς που ζήσαμε τις
χαρές του, κυρίως όμως για τα ανυποψίαστα παιδιά του, που θα προσπαθούν στη μετέπειτα ζωή τους να βρουν μια
δικαιολογία και να δώσουν την απάντηση. Αλίμονο σ’ αυτούς που φεύγουν λένε οι
περισσότεροι, χωρίς να έχουν ίσως βιώσει την άποψη εκείνων που μένουν και
σιωπούν. Αντώνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου