Otus scops
Ο
Γκιώνης και ο Αντώνης
Τώρα
πια, δεν γράφω μόνο για τους άλλους, αλλά και για μένα, για να γεμίσω
τις ατέλειωτες ώρες μου και να ζωντανέψω τις θύμισες που χάθηκαν στο πέρασμα τόσων δεκαετιών.
Σκαλίζοντας τις αναμνήσεις μου, καταλήγω στις πιο παλιές , που είναι χαραγμένες
στην παρθένα τότε παιδική μου μνήμη, χωρίς
άλλες προσλαμβάνουσες και ‘’βγαίνουν’’ ευκολότερα
Ο
γκιώνης, στα αρχαία ελληνικά ώτος ο σκωψ
[ από το ους – αφτί – και σκώπτω – χλευάζω -, αφορά μια μικρή γλαύκα, που ο
μύθος συνδέει με τον φόνο μεταξύ δύο αδελφών και οι δεισιδαίμονες θεωρούν την
κραυγή του προμήνυμα θανάτου . Το πουλί
αυτό, που κατά τον μύθο, οδύρεται και αναζητεί
με την κραυγή του ‘’γκιόν’’ τον αδελφό που σκότωσε. ανήκει στα αποδημητικά και είναι τακτικός
επισκέπτης της χώρας μας, Άνοιξη και Χειμώνα.
Ένα
τέτοιο πουλί σύχναζε σε μια πελώρια σκαμνιά [είδος αγριομουριάς] στην αυλή του
πατρικού μου, που βρισκόταν στην κορυφή της πόλης , στα όρια του τοπικού
δάσους. Όταν οι γονείς μου έλειπαν, τους περίμενα με τον μικρότερο αδελφό μου,
ακουμπισμένος στον κορμό της σκαμνιάς, για να ελέγχω οπτικά την έρημη τότε κοντινή περιοχή και για να εντοπίζω την επιστροφή των
γονιών μου. Πάνω από τα κεφάλια μας,
στην κορυφή του δέντρου ακούγονταν η
σπαρακτική φωνή ενός γκιώνη, που πέρα από τις προλήψεις ηχούσε και παράφωνα.
Τότε
λοιπόν , ίσως και από φόβο, δοκίμασα να
κοντράρω τις κραυγές του, με ένα δικό μου άσμα, που ήταν το δημοτικό
Αντώνης Κατσαντώνης , για να
αντλώ θάρρος από τα λόγια του. Η
προσπάθειά μου πέτυχε και όχι μόνο ο γκιώνης σώπασε, αλλά στης νύχτας τη σιωπή, η στεντόρεια φωνή μου
έφθανε στα πέρατα της πόλης, που ήταν χτισμένη χαμηλότερα αμφιθεατρικά και φαίνεται ότι άρεσε στους
κατοίκους της, που με άκουγαν με θαυμασμό. Είχα γίνει το μελωδικό ζητούμενο των
συμπολιτών μου, που περίμεναν τις θεοσκότεινες νύχτες – ελλείψει ηλεκτρικού –
να απολαύσουν το μουσικό μου ξέσπασμα ,
που αποτέλεσε τη συνειδητοποίηση
του φωνητικού μου ταλέντου . Ο
γκιώνης, που ποτέ δεν είδα τη μορφή του,
μετακόμισε στο γειτονικό δάσος αλλά και εκεί
σιωπούσε, κάθε φορά που δοκίμαζα το περιορισμένο ρεπερτόριό μου.
Αργότερα ασχολήθηκα συστηματικά με την φωνή
μου, αρχίζοντας με την εκκλησιαστική και την παραδοσιακή πολυφωνική ανδρική χορωδία της πόλης. Συνέχισα με το λυρικό άσμα σαν τενόρος [
περιορισμένος σε χορωδίες] και όταν- ο πατέρας μου θύμισε ότι πέραν αυτού ,έπρεπε
να κάνω κάτι για την επιβίωσή μου- δεν
το εγκατέλειψα εντελώς. Το κράτησα για μένα και τους φίλους μου. Με βοήθησε να
αποκτήσω περισσότερους φίλους στη χώρα μας και όπου βρέθηκα υπηρεσιακά στο
εξωτερικό.
Με την οριστική επανεγκατάσταση στη γενέτειρά μου, το 1993, μου ζητήθηκε από τους συντοπίτες μου η επανίδρυση της χορωδίας ΑΡΜΟΝΙΑ που είχε διαλυθεί την εποχή της κομματικής αντιπαλότητας των πράσινων και γαλάζιων καφενείων. Με ανέδειξαν ομόφωνα πρόεδρο, ασχολήθηκα ενεργά με τη διοργάνωση του 13ου χορωδιακού φεστιβάλ Αταλάντης το 1994 [ με πανελλήνια συμμετοχή] και συμμετείχα προσωπικά σαν τενόρος σ' αυτή και άλλες εκδηλώσεις ανά την χώρα, για όσο διάστημα μετείχα στη χορωδία.
Τώρα
πια το δέντρο έπεσε θύμα των οικιστικών αναγκών, ο γκιώνης δεν ξανακούστηκε και
η λυρική φωνή μου σίγασε για πάντα, από τον φόβο μήπως προδώσω τον ήχο που
κάποτε σαγήνευε και αποτελούσε θετικό μου γνώρισμα.. Αντώνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου