Σάββατο 27 Αυγούστου 2022

ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΖΩΗΣ

 Ύστερα από τα προηγηθέντα  και ενδεχομένως στενόχωρα και  λίγο παραπονιάρικα ερωτηματικά, που  προκύπτουν από το  πείραμα που τόλμησα και το μακροσκελές και κουραστικό προηγούμενο μήνυμα μου, νοιώθω την ανάγκη να μιλήσω και για μένα και να  ανοίξω  τα εσώψυχά μου. Ίσως αυτός να είναι και ο μοναδικός τρόπος να αποφύγω τα γεροντικά μου ‘’προβλήματα’’, αφού δεν  βρίσκω άλλο τρόπο αποτελεσματικότερο. Είναι γνωστό άλλωστε ότι δεν συζητώ τα προβλήματά μου με ειδικούς και ότι  εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια – δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο – έχω κόψει κάθε επαφή με γιατρούς, και κάθε είδους εξετάσεις. Δεν θέλω να ξέρω πια τι μου επιφυλάσσεται ούτε να βάζω σε σκέψεις τους δικούς μου. Από προχθές που δρόσισε λιγάκι ξανάρχισα  τις πρώτες μου αναβάσεις και πορείες, στη γειτονική άγρια φύση.

Επιθυμώ να μοιραστώ μαζί σας  κομμάτια από τη συνολική μου ζωή  όχι γιατί σας ενδιαφέρουν αλλά γιατί έτσι τις ξαναφέρνω στο μυαλό μου.  Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, που είναι αναγκαίο κάπου-κάπου να την ξαναφορτώνουμε να παλιές μας σκέψεις, ακόμα και οδυνηρές και ‘’πένθιμες’’, αφού οι χαρές είναι φευγαλέες και καμιά φορά τις αισθανόμαστε όταν πια έχουν φύγει.

Συμμερισθείτε τα όσα δείτε και διαβάστε στα κείμενα που ακολουθούν, μέρος των αραιών και πότε συμμετοχών μου σε μικρές οικογενειακές φιέστες, σαν κι αυτή που συνοδεύω με δυο σπάνιες για μένα  φωτογραφίες .Είναι από τον ‘’εορτασμό’’ εισόδου  στα 89 μου χρόνια, σε μια περίοδο που προσπαθώ να βάλω σε τάξη ένα μέρος από τις δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα μου πολλές χιλιάδες σελίδες κειμένων.

Ελπίζω ότι αυτά τα απλά κείμενα με τις δυο φωτογραφίες θα αποτελέσουν μια θαυμάσια αφορμή εξωστρέφειας  , αφού τολμώ να μιλήσω και για πράγματα  που κρατούσα μέσα μου για δεκαετίες, χωρίς να αφήσω να ξεχαστεί  λέξη. Μιλούσα ως εκεί που μπορούσα να το κάνω χωρίς ψυχικές συνέπειες, δικές μου ή των δικών μου. Ακολουθεί και ένα αυτοσχέδιο αυτοβιογραφικό παραμύθι, γιατί διαπιστώνω ότι η ζωή μας τελικά είναι ένα ‘’παραμύθιασμα’’, για να ξεπερνάμε τις  αντιξοότητες της πραγματικότητας και εγώ έχω περάσει πάμπολλες στη ζωή μου. Αντώνης

      ΔΥΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΙΑ ΖΩΗ


















Ήταν τόσο απρόσμενο, που δεν το είχα συμπεριλάβει ούτε στις πιο τρελές σκέψεις που  μου  απομένουν. Το σημαντικό ήταν ότι δεν υπήρξε καμιά απουσία, πλην εκείνης της συντρόφου μου, μητέρας, γιαγιάς και προγιαγιάς, που για άγνωστο λόγο και αδικαιολόγητα μας εγκατέλειψε  πρόωρα  το 1977. Με τα όποια ανθρώπινα λάθη μας, τα καταφέραμε οι τρείς μας [ με την έφηβη τότε κόρη μας [ που επωμίστηκε πολύ νωρίς δυσανάλογα βάρη και ευθύνες για την ηλικία της] και τον 5-6 ετών γιό μας]. Η όλη αυτή αναστάτωση που έφερε η μακρινή απώλεια, με κάνει  προσεκτικότερο, ώστε να μη φορτωθούν τα παιδιά μου πρόσθετα βάρη και εξ αιτίας μου. Η ζωή τους στέρησε τη μάνα τους , ό,τι πολυτιμότερο τα τρυφερά τους χρόνια και η όποια δική μου προσπάθεια  ελάχιστα μετρίασε τη σπάνια αυτή έλλειψη. Θάθελα μια μέρα ή στον ύπνο μου να χαθώ για πάντα ταπεινά με τον ίδιο τρόπο που η ζωή με έφερε στον κόσμο.

Οι απόψεις των ανθρώπων της εποχής και η συνείδησή μου, μαρτυρούν τουλάχιστον ότι κατέβαλα  κάθε δυνατή προσπάθεια στον διπλό ρόλο του γονιού, για το καλύτερο όλων  μας. Το γεγονός ότι  οι τρείς μας φθάσαμε το νούμερο μιας   ποδοσφαιρικής ομάδας και πρωτοστατήσαμε σε ένα πολύ ευχάριστο γλέντι, δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Ήταν μάλιστα τόσο έντονα ευχάριστη η ατμόσφαιρα, που είμαι βέβαιος ότι έφτασε ως τη  συνδημιουργό της οικογένειας, που    είχε θέσει όλους μας  υπό την σκέπη της  . Τις όποιες λεπτομέρειες που δεν ‘’συγκράτησε’’, θα τις μεταφέρω προσωπικά όταν κληθώ για το μεγάλο ταξίδι μου – ελπίζω  κοντά της.

Μπορεί να ήταν και η πρώτη φορά που είχαμε πλήρη απαρτία του συνόλου των εξ αίματος και  αγχιστείας μελών της ευρύτερης οικογένειας, στον εορτασμό των 88 γενεθλίων μου.  Μπορεί να συνέβαλε σ’ αυτό και ο αριθμητικός συμβολισμός, αφού τα δυο οχτάρια δεν αποτελούν ‘’ευκαταφρόνητο’’ δίδυμο.

Αυτό που ένοιωσα  στην εκδήλωση το είπα ήδη με λιτό αλλά συγκεκριμένο τρόπο και όποιος ήθελε να τον καταλάβει το κατανόησε πλήρως. Έτσι ήταν η  ζωή μου, αφού – τώρα στα τελειώματα - απλά είμαι παρών και επιβιώνω. Οι δυο συνημμένες φωτογραφίες,  ίσως κρατήσουν την ευχάριστη εικόνα της συγκεκριμένης βραδιάς, για να θυμίζουν το ταπεινό μου πέρασμα από την κατάσταση, που κατ’ ευφημισμό – αποκαλούμε ζωή. 

Θα θεωρούσα μεγάλη παράλειψή μου αν δεν παρουσίαζα τους παριστάμενους, αρχίζοντας ιεραρχικά από μπροστά δεξιά, την κόρη μου Φωτεινή, που φέρει  το όνομα της Ζουπανιώτισας [από τον ορεινό Πεντάλοφο Βοίου Κοζάνης ,χτισμένο σε υψόμετρο 1060 μέτρων ] γιαγιάς μου. Στην ίδια πλευρά δίπλα μου ο γιός μου Παναγιώτης. Ανάμεσά τους είναι η οικογένεια της πρώτης μου εγγονής Νόρας, με τον σύζυγό της Δημήτρη και τον δισέγγονό μου και βαφτιστήρι μου γιο τους , Άγγελο [ όνομα και πράγμα]. Στην άλλη πλευρά μου – δίπλα μου- η σύζυγος του γιου μου Βασούλα , πλάι στα δυο αγόρια τους Αντώνη και Χριστόφορο. Η παρέα μας ολοκληρώνεται με τη δεύτερη κόρη της κόρης μου και εγγονή μου Αντωνία [Τώνια, όπως εγώ το γράφω ], και τον Τάσο. .

Στη δεύτερη φωτογραφία είμαι με όλα τα εγγόνια και τον δισέγγονό μου που ‘’εξικούνται’’  μέχρι τέταρτης  γενιάς και δίνουν σκοπό στο οποιοδήποτε υπόλοιπο  ζωής που μου απομένει. Αντώνης

 ΤΟ  ‘’ΑΝΕΙΠΩΤΟ’’ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

                Το σπουργιτάκι

 

 

Αφιερωμένο στα εγγόνια μου που λάτρευαν τους στιγμιαίους    αυτοσχεδιασμούς στα  παραμύθια μου.

Κάποτε, στα χρόνια του πολέμου, κοντά σ’ ένα απόμακρο σπιτάκι ενός χωριού, ζούσε ένα σπουργιτάκι. Καθημερινά τιτίβιζε στο παράθυρο , προσπαθώντας να προκαλέσει το ενδιαφέρον των ενοίκων του. Τι κρίμα όμως, δεν έπαιρνε απάντηση. Δεν ζητούσε βέβαια τροφή  αφού, στα χρόνια της κατοχής , το ίδιο έβρισκε πιο εύκολα από τους ανθρώπους στη φύση τη μικροποσότητα που χρειαζόταν.

Μια καλή μάγισσα, που έβλεπε την προσπάθεια του πουλιού να  αποσπάσει την προσοχή των ανθρώπων, το μεταμόρφωσε σε καλλικέλαδο αγόρι και το άφησε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού. Η οικογένεια του σπιτικού το  καλοδέχτηκε σαν μέλος της και αυτό προσπαθούσε με κάθε τρόπο να της ανταποδώσει την αγάπη του. Το παλιό ασήμαντο τιτίβισμα έγινε μελωδικό τραγούδι και το μεταμορφωμένο σπουργίτι απόκτησε νέες, ανθρώπινες παρέες και έγινε  περιζήτητο μέλος στις ελάχιστες διασκεδάσεις που επέτρεπαν οι συνθήκες της εποχής. Έτσι λοιπόν  πέρασαν τα χρόνια των πολέμων και ο καθένας προσπαθούσε να συνεχίσει τη ζωή του και να κάνει κάτι και για το μέλλον του.

Το μικρό αγόρι πήγε στο σχολείο  και παράλληλα εργαζόταν για να εξασφαλίσει τις αυξημένες πλέον ανθρώπινες ανάγκες διατροφής αλλά και για να βοηθήσει στο σπίτι, αφού δύσκολα τα έφερναν βόλτα. Είχε καλούς  φίλους αλλά λίγους,  όχι μόνο γιατί δεν είχε ελεύθερο χρόνο για να κάνει παρέα μαζί τους,  αλλά ίσως και το φτωχικό του ντύσιμο να μην ικανοποιούσε τα κοινωνικά κριτήρια που είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται στη μεταπολεμική Ελληνική κοινωνία. Ευτυχώς υπήρχαν αρκετοί ακόμα ‘’ομοιοπαθείς’’ του και κάποιοι που αποζητούσαν τη ‘’φωνητική’’ συντροφιά του και δεν αισθάνθηκε τη μοναξιά και απομόνωση και ποτέ την απόρριψη.

Με το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών, εφοδιάστηκε με ένα απολυτήριο που ακόμα και στη  βαθμολογία , λάβαινε υπόψη περισσότερο την κοινωνική και οικονομική κατάσταση  και λιγότερο έως καθόλου τις μαθητικές επιδόσεις. Σε περίοπτη  μάλιστα θέση του απολυτηρίου υπήρχε και το επάγγελμα του πατρός, ώστε να προειδοποιούνται εγκαίρως οι μελλοντικοί ‘’χρήστες’’ του και για το κοινωνικό του αντίκρισμα. Ήρθαν στιγμές που το αγόρι θέλησε να ξαναγίνει σπουργιτάκι και να αποφύγει τα ‘’ αγαθά’’ της διαμορφούμενης νέας τάξης πραγμάτων, αλλά η καλή μάγισσα είχε εξαφανισθεί. Μπορεί να ταξίδεψε σε άλλα εμπόλεμα μέρη που την  είχαν περισσότερο ανάγκη ή να έκρινε   με διαφορετικά κριτήρια την προοπτική του αγοριού.

Τα χρόνια πέρασαν και ύστερα από υπεράνθρωπες πολλές φορές προσπάθειες και ίσως με την βοήθεια  και της θεάς  τύχης , το μικρό αγόρι είχε πια ωριμάσει, αποκαταστάθηκε επαγγελματικά και έκανε μια θαυμάσια δική του οικογένεια. Η ζωή, που είναι πάντα απρόβλεπτη , του πρόσφερε αμέτρητες χαρές, ‘’μεγαλεία’’ ,νέες εμπειρίες αλλά και απροσμέτρητη λύπη.

Γεύθηκε και βίωσε προσωπικά πρωτόγνωρες καταστάσεις που δεν είχαν περάσει καν από το μυαλό του, χωρίς ποτέ να προδώσει τα ιδανικά του και γιαυτό  παρέμεινε με λίγους μεν αλλά σταθερούς και καλούς φίλους, που  εξακολουθούν να τον συντροφεύουν,  έστω και νοερά, στο υπόλοιπο του βίου του.

Τώρα όμως που γέρασε πια, αποστασιοποιημένος από τα γεγονότα  που πλούτισαν τις εμπειρίες του και τον έκαναν σοφότερο  και προφανώς   καλύτερο άνθρωπο, προσπαθεί να καταγράψει όσα μπορεί  περισσότερα από τα τελευταία βιώματά του. Ελπίζει έτσι ότι ίσως κάποιοι μελλοντικά να τα διαβάσουν και ενδεχομένως να  αποφύγουν προηγούμενα λάθη, συμπεριλαμβανομένων και των δικών του. Δεν περιμένει ούτε και επιθυμεί τίποτα περισσότερο από τη ζωή,  πέραν της καλής έκβασης μιας αναμενόμενης  ήδη οικογενειακής εξέλιξης και υγεία σε όλο τον κόσμο.

 Μετά, θα ήθελε πολύ  να ξαναγίνει σπουργιτάκι και να φύγει ήσυχα, ταπεινά και αθόρυβα – όπως ήρθε στη ζωή -  χωρίς να μάθει ποτέ κανείς οτιδήποτε για την ύπαρξή του. Ίσως με αυτόν  τον τρόπο να παύσει πια να ενοχλεί , όπως ενδεχομένως  να έκανε άθελά του μέχρι τώρα , αλλά και διότι  παρατηρεί ότι η σύγχρονη κοινωνία και η πολιτική της εκπροσώπηση [διαχρονικά],αντιμετωπίζει με  έμμονη προκατάληψη  το κοστοβόρο ‘’παρελθόν’’, που δεν έχει πλέον το ανάλογο  ‘’ψηφοθηρικό αντίκρισμα’’.

Ξεχάστηκαν πια  τα τιμημένα γηρατειά και τόσα άλλα  βαρύγδουπα παραπλανητικά  συνθήματα, με τα οποία μεγάλωσαν οι νεότερες γενιές και το χειρότερο  είναι ότι κάποιοι τα πίστεψαν και τα έκαναν τσιτάτα τους. Αυτοί θα το καταλάβουν όταν οι ίδιοι καταστούν γηρατειά, διότι η ζωή  όπως κα η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα, όπως έλεγε ο Μαρξ.

Προτιμά να φύγει όπως ήρθε, σαν σπουργιτάκι, για να μην έχει τη   γνωστή μοίρα των ηρώων του  Sydney Pollack, στο έργο του ‘’σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν’’. Εκεί, ‘’  οι πρωταγωνιστές του συγκλονιστικού δράματος  θα συνεχίσουν να χορεύουν, για ένα έπαθλο που ποτέ δε θα μπορέσουν να αποκτήσουν. Το θέατρο θα συνεχιστεί, η παράσταση δεν θα τελειώσει ποτέ, ο μάγος δεν θα αποκαλυφθεί. Η ανθρώπινη ύπαρξη θα συναντάει ξανά και ξανά το ύστατο δράμα της και θα συνεχίσει να χορεύει. Στο τέλος της ταινίας η κάμερα απομακρύνεται, αφήνοντας όλους εμάς στη τέλεια ψευδαίσθηση και στο απόλυτο σκοτάδι.’’ 

Αυτή την ψευδαίσθηση και το απόλυτο σκοτάδι, που τα βλέπει να πλησιάζουν , φοβάται και θέλει να επανέλθει στην πρότερη κατάστασή του το μικρό  σπουργιτάκι μας.     Αντώνης Ταρνανάς


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Αταλάντη Λοκρίδας, T.K. 35200, Φθιώτιδα, Greece
Γράφω για να εξωτερικεύσω προσωπικές μου σκέψεις και να μοιραστώ εμπειρίες και γεγονότα που βίωσα προσωπικά στη μακρόχρονη υπηρεσιακή και ιδιωτική μου διαδρομή.