Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024

ΕΝΑΣ ΠΑΠΠΟΥΣ ΑΝΑΒΙΩΝΕΙ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940

 


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΤΟ ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ

 

Αγαπητοί μου φίλοι,χΑς μην κρυβόμαστε πια. Τα δήθεν παραμύθια  που διαβάζετε αφορούν μόνο το ένα μέρος του τίτλου  του δημοσιεύματος. Στην πραγματικότητα ισχύει το δεύτερο μέρος που αφορά την αλήθεια και τη σύγχρονη ιστορία. Είμαι ήδη στα 90 μου και έχω βιώσει  τόσα πολλά και τρομερά, όσα ελάχιστοι άλλοι ‘’ευτύχησαν’’ να γνωρίσουν, αρχής γενομένης από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, την πείνα, τον εμφύλιο , την ΕΟΚ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Άνοιξη της Πράγας του 1968 και την επακολουθήσασα σοβιετική εισββολή στη χώρα και σχεδόν οτιδήποτε χαρακτηρίζει την εποχή μας.

Η εξαθλίωση του πολέμου με ‘’έστειλε’’  από μαθητή στις οικοδομές για να εξασφαλίσω τα έξοδα σπουδών μου, ενώ είχα αποδεχθεί  τη θεωρία του κομμουνισμού, παρά τα όσα αρνητικά είδαν τα μάτια μου στο εμφύλιο. Ανάμεσα στις πολλές και διάφορες άλλες εμπειρίες, υπηρέτησα για 12 χρόνια στις αποκαλούμενες χώρες του ‘’υπαρκτού σοσιαλισμού’’. Εκεί αναζήτησα τον σοσιαλισμό και  δεν βρήκα ίχνος του και τότε κατάλαβα ότι υπήρξε ένας ευφημισμός του δικού μας Αντρέα, για να στηρίξει τις μαρξιστικές του ιδέες, ‘’όπως έχω ακούσει προσωπικά από τον Πατέρα του Γ. Παπανδρέου''.

Υπηρετώντας στην Πράγα,  βίωσα οικογενειακά τη σοβιετική εισβολή και έχω αναφερθεί αναλυτικά σε προηγούμενες δημοσιεύσεις μου. Εκεί όμως άλλαξα μυαλά και έφθασα στα όρια του αντικομουνισμού,  σεβόμενος κάποιους αγώνες τους και τον δικό  μου νεανικό παρορμητισμό. Άκουσα  και είδα πολλά αλλά έζησα περισσότερα στα 90 μου χρόνια ζωής., το μεγαλύτερο όμως μέρος της αποτελεί απλή επιβίωση. Με δεδομένο ότι σας θεωρώ νέους αναγνώστες μου, χωρίς να ξέρω τον λόγο, θα σας στείλω την περιγραφή ενός προσωπικού μου περιστατικού και την τεχνική που επιχειρήθηκε να μου συμβούν χειρότερα, τα οποία απέφυγα με τη βοήθεια της εμπειρίας μου. Είναι και αυτή απόλυτα αληθινό δημοσίευμα και δείχνει τον τρόπο που λειτουργούν αυτά τα καθεστώτα, αν και τα αντιλαμβάνεστε, αφού συμβαίνουν πολύ κοντά σας:

Δεν το κάνω για να ‘’αφορίσω’’ το κακό που κοντοζυγώνει, ούτε για να λυπηθείτε τη γενιά μου για την τραγικότητα της, αλλά για να θυμίσω στους ‘’ανέμελους’’  σημερινούς ενεργούς πολίτες ότι θέλει αρετή και τόλμη η λευτεριά. Οι περισσότεροι τη βρήκανε έτοιμη και αντί να την φροντίσουν, παίζουν   παιχνίδια κομματικής ιδεοληψίας σε βάρος της. Προσέχετε γιατί οι καιροί είναι πονηροί. Ο Εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός είχε πει: ‘’Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα και θα αισθανθείς κάθε είδους μεγαλείου’’, που σχεδόν έχει μπει στο χρονοντούλαπο ελάχιστων συνομηλίκων μου.

Πριν από λίγα χρόνια και ύστερα από πρόταση μιας φίλης  Δημοτικής Συμβούλου της Πόλης μου, έγραψα ένα κείμενο, μαγνητοσκόπησαν κάποιες ζωντανές αφηγήσεις   μου με αναμνήσεις από τον πόλεμο του ’40 και έκαναν μια θαυμάσια εκδήλωση ,αλλιώτικη από τις συνηθισμένες για την επέτειο του 1940.

Για λόγους οικονομίας χώρου, παραθέτω μόνο το κείμενο αυτό – που κάποιοι ίσως να γνωρίζετε αποσπάσματα του από άλλες δημοσιεύσεις μου και μια μαυρόασπρη φωτογραφία από μια τάξη ενός σχολείου της εποχής, που μπορεί να είναι και η τάξη μου, με τους ξυπόλυτους μαθητές, μέσα στο καταχείμωνο, ανάμεσα  στους οποίους μπορεί να είμαι και εγώ. Δεν έχει καμία σημασία αφού τότε όλοι μοιάζαμε μεταξύ μας.  ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ.

Αντώνης

 ΕΝΑΣ ΠΑΠΠΟΥΣ ΑΝΑΒΙΩΝΕΙ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940

 

 

Όπως αντιλαμβάνεσθε, δεν θα διηγηθώ κάποια ιστορία που διάβασα ή άκουσα, αλλά  θα προσπαθήσω να αναβιώσω  σημαντικές στιγμές του έπους του 1940, που έζησα προσωπικά. Είναι αυτό που προσχηματικά και ανέμελα καλύπτεται πίσω από τη φράση ‘’εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου’’ και συχνά του δίνουμε μια πανηγυριώτικη μορφή για να ξεπληρώνουμε μια φορά το χρόνο την τυπική μας υποχρέωση. Πολλοί από τους μετέχοντες στον εορτασμό, ίσως αγνοούν και τον απλό συμβολισμό αυτής της επετείου, ή τον θεωρούν σαν ευκαιρία για μια ακόμα αργία και ξεκούραση και όσο ξεμακραίνουμε από τα γεγονότα και εκλείπουν αυτοί που  τα έζησαν, θα παραμένει μια απλή  και ασήμαντη γιορτή. Ελπίζω να μου δώσετε  την προσοχή σας  να σας καταστήσω κοινωνούς  των ιστορικών αυτών στιγμών, θυμίζοντάς σας  τη φράση του ιστορικού Θουκυδίδη  ‘’ οι καιροί ου μενετοί ‘’.  Αρχίζω με μια ελάχιστη παρουσίαση μου, για όσους δικαιολογημένα με αγνοούν και είμαι στη διάθεσή σας να απαντήσω στις όποιες απορίες σας, με την προϋπόθεση ότι δεν ανήκουν στα όσα ο ‘’πανδαμάτωρ’’ χρόνος  πρόλαβε να διαγράψει οριστικά από τη μνήμη  μου!!!

Είμαι γέννημα – θρέμμα αυτής της πόλης , όπως ήταν και η μητέρα μου , με πατέρα Έλληνα Μακεδόνα, από τον Πεντάλοφο Βοΐου Κοζάνης. Από μικρό παιδί αγαπούσα τη γλώσσα μας και τον τόπο που γεννήθηκα. Απόδειξη για το τελευταίο αποτελεί και το γεγονός ότι στις πολλές δεκαετίες της ξενιτειάς , έκανα πάντα τις διακοπές μου στη γενέτειρά μου. Σημειώνω εν προκειμένω ότι οι τρεις περίπου δεκαετίες που έζησα στο εξωτερικό, με έκαναν όπως και τους λοιπούς ξενιτεμένους συμπατριώτες μας ‘’Ελληναρά’’. Πριν και πάνω από όλα είχα ωραιοποιήσει κάθε τι που αφορούσε την πατρίδα μας και ιδιαίτερα τη γενέτειρά μου. Εδώ ομολογώ ότι, επιστρέφοντας οριστικά ‘’οίκαδε’’ ξαφνιάστηκα, διότι η επιστροφή αυτή με προσγείωσε στην πεζή πραγματικότητα, αφού η Αταλάντη των ονείρων μου  αποτελούσε μάλλον ευσεβείς πόθους,  που  ακόμα  αναζητώ.

 Οι δάσκαλοι της εποχής μας υπήρξαν πολύ  φειδωλοί στους βαθμούς και πλουσιοπάροχοι στις γνώσεις, διευκρινίζοντας ότι οι μικροί βαθμοί  αναγκάζουν τον μαθητή να προσπαθεί περισσότερο. Σημειώστε ότι την εποχή εκείνη υπήρχε ακόμα ευγενής άμιλλα και πίστη  στην ιδέα της αριστείας. Δεν ξέρω  αν τελικά αυτό συνέβη και στην περίπτωσή μου,  είμαι όμως σίγουρος ότι οι  γνώσεις που αποκόμισα από το σχολείο - χωρίς ειδικές σπουδές -  δικαίωσαν τους δασκάλους μου  απόλυτα. Αυτό το διαπίστωσα τόσο από τις κρίσεις στην Υπηρεσία μου  όσο και στα σχόλια των ανά τον Κόσμο αναγνωστών των πολλών εκατοντάδων θεμάτων της προσωπικής  μου ιστοσελίδας και των λοιπών  συγγραφικών εργασιών..

Μετά τον ειδικό αυτό πρόλογο, γίνεται σαφές ότι με ξάφνιασε θετικά το ενδεχόμενο να κάνω μια νέα κατάδυση στις παιδικές μου αναμνήσεις  από  τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο - με την ευκαιρία του εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου. Σ’ αυτό συνέβαλε και η μύχια σκέψη μου να επικοινωνήσω τις εμπειρίες μου αυτές  και στις νεώτερες γενιές που καμιά φορά μπερδεύουν ακόμα και τις ημερομηνίες των βασικών δύο ιστορικών επετείων των αγώνων του Έθνους μας.  Αυτό ενδεχομένως θα  διευκόλυνε  και την ανάγκη   να μιλήσω από καρδιάς  για τα βιώματα μιας  δραματικής εποχής,   όπως    αποτυπώθηκαν στο  μυαλουδάκι ενός παιδιού, χωρίς τις απλουστεύσεις και τις υπερβολές που επιβάλλουν οι καιροί και οι σκοπιμότητες. Θα προσπαθήσω να καταγράψω αποσπασματικά εκείνα τα γεγονότα που παραμένουν αναλλοίωτα στη μνήμη μου, παρά την πάροδο 80 σχεδόν χρόνων και μάλιστα χωρίς τα ειδικά ή ιδεολογικά ‘’φίλτρα΄΄  που συχνά χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ ,  και κάποιοι ιστορικοί, αφού συνήθως επιλέγουν τις πηγές τους. Την πραγματική ιστορία τη γνωρίζουν μόνο όσοι τη βίωσαν προσωπικά και μπορούν να τη διηγηθούν χωρίς  ιδεολογικές  παρωπίδες και –στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού –εγώ είμαι αποφασισμένος να το πράξω. Αυτό ίσως αποτελέσει και μια καθυστερημένη προσωπική μου συμβολή στον αγώνα του Ελληνικού  λαού.  Οι  παιδικές μου τότε ενέργειες αποσκοπούσαν στην επιβίωση εμού και των μελών της οικογενείας μου, με τον  πατέρα  δυο φορές στο μέτωπο , μια με την επιστράτευση του τόπου καταγωγής του  και αμέσως μετά με τη γενική επιστράτευση, να επιστρέφει  σακατεμένος από τα κρυοπαγήματα.

Θα σας διηγηθώ μικρές αυτοτελείς ιστοριούλες, σε πρώτο πρόσωπο, όπως τις βίωσα  προσωπικά ή νομίζω ότι συνέβησαν και τις έχω καταγράψει σε βιβλία ή στα άρθρα μου και  κυρίως στο μυαλό και στην ικαρδιά μου:

1.- 1940 -1945 Πόλεμος - κατοχή – πείνα

Γεννήθηκα  στην Αταλάντη, το 1934, από μικροαστική οικογένεια, με άριστες κοινωνικές και ηθικές αντιλήψεις, αλλά πενιχρές οικονομικές δυνατότητες. Στα πολύ παιδικά μου χρόνια έζησα, όπως σχεδόν το σύνολο των συνομηλίκων μου , τον όλεθρο του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Οι πρώιμες σκληρές εμπειρίες , μας ατσάλωσαν ψυχικά και σωματικά, ώστε ν' αντέξουμε τις κακουχίες και αντιξοότητες που κράτησαν και στα επόμενα  πολλά χρόνια. Είναι όμως σημαντικό ότι δεν εγκαταλείψαμε τη χώρα μας, πίνοντας  ‘’ως τον πάτο’’ ολόκληρο το πικρό ποτήρι της κατοχής και της πείνας που επιδείνωσε περαιτέρω τη δυστυχία του λαού μας.                       

 Θυμάμαι λοιπόν την είσοδο των  γερμανικών στρατευμάτων στην πόλη και εγώ, κρεμασμένος από τη φούστα της μητέρας μου με τον μικρότερο αδελφό μου, προσπαθούσαμε να ξεπεράσουμε τον πανικό μας, που ήταν διάσπαρτος σε όλους τους τριγύρω μας.                   

 Όταν με τον καιρό, ''συνειδητοποιήσαμε'' την ιδέα της κατοχής, αναζητούσαμε ανάμεσα στους κατακτητές, τους  καλύτερους ή μάλλον τους λιγότερο κακούς. Έτσι λοιπόν στο  γειτονικό σπίτι της κυρά-Λένης , που οι Γερμανοί είχαν προηγουμένως κάψει όλα τα βιβλία ενός ''αριστερού'' καθηγητή ενοικιαστή, εγκαταστάθηκε το τοπικό αρχηγείο τους. Ανάμεσα στις βλοσυρές φυσιογνωμίες των  κατακτητών, βρισκόταν και ένας Αυστριακός αξιωματικός ο Ιωσήφ, όπως τον αποκαλούσαν οι μεγαλύτεροι, που έδειχνε ευγενικός και φιλικός προς τους γείτονες. Αυτός λοιπόν ο αξιωματικός, με εφοδίαζε κρυφά με μολύβια και διάφορα έντυπα που χρησιμοποιούσα για τις σχολικές μου ανάγκες, αφού η αγορά γραφικής ύλης ήταν πολύ δύσκολη  έως  αδύνατη.

Κάποια μέρα που ο Ιωσήφ ήταν υπεύθυνος αξιωματικός μιας φάλαγγας  με  καύσιμα, σημειώθηκε ανάφλεξη ενός βυτίου μεταφοράς βενζίνης στο κέντρο της πόλης και εκείνος, όρμησε προς το φλεγόμενο βυτίο και το πυροβόλησε  επανειλημμένα, ώστε να διαχυθεί το  περιεχόμενο και να προλάβει  μια καταστροφική έκρηξη. Το αποτέλεσμα ήταν θετικό για την πόλη, που γλύτωσε με περιορισμένες τοπικές ζημιές, ο ίδιος όμως έπαθε πολλαπλά εγκαύματα. Οι γυναίκες της γειτονιάς προσπάθησαν να απαλύνουν  τον πόνο του με διάφορα γιατροσόφια, μέχρι να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Αργότερα μάθαμε ότι,  ο Ιωσήφ, που στο μεταξύ, είχε δείξει τις αντιναζιστικές  διαθέσεις του, έχασε τη ζωή του σε ναυάγιο κατά τη μεταφορά του στην Αίγυπτο.               

                                                                                         

Συνέπεια της κατοχής ήταν η ανέχεια και η πείνα που σκότωνε καθημερινά τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τα παιδιά. Το καθημερινό μας γεύμα  αποτελούσαν  διάφορες παραλλαγές από χόρτα του βουνού και του κάμπου, σε σημείο να ανταγωνιζόμαστε τα  υπόλοιπα φυτοφάγα ζώα. Ένα άλλο τακτικό έδεσμα της εποχής , ήταν και το  ''κατσαμάκι''. Ένα ιδιοσκεύασμα από καλαμποκάλευρο και νερό, αφού το λάδι ήταν σπάνιο ακόμα και στην ελαιοπαραγωγό αυτή περιοχή. Συγκρατώ ένα ειδικό Πασχαλιάτικο γεύμα, με πράσα ‘’φλαμπέ’’, δηλαδή πράσα αλευρωμένα στο τηγάνι, σβησμένα με μπόλικο  ξύδι. Για ένα πιάτο φαγητού πουλήθηκαν τότε σπίτια και άλλα περιουσιακά στοιχεία και όπως αντιλαμβάνομαι τώρα, ακόμα και προσωπικές και οικογενειακές υπολήψεις  για την εξασφάλιση του επιούσιου. Διαπίστωσα όμως ότι οι περισσότεροι μαυραγορίτες επέπλευσαν και μετά την απελευθέρωση, κρατώντας και τις περιουσίες που οικειοποιήθηκαν!!!

                                                                                         

Θυμάμαι ακόμα το φωτεινό πρόσωπο του πατέρα μου, όταν, για αμοιβή της εργασίας του κάποιων ημερών, ως οικοδόμου, επέστρεψε αργά το βράδυ στο σπίτι και μας φώναξε να δούμε το περιεχόμενο του περιτυλίγματος μιας παλιάς εφημερίδας. Ήταν ένα κομμάτι , περί τη μισή οκά, μαυρισμένο κρέας. Το πανηγυρίσαμε οικογενειακώς, αφού είχαμε σχεδόν ξεχάσει  και την όψη του και ο γιατρός μας το είχε συστήσει - για τα παιδιά τουλάχιστο - λόγω αβιταμίνωσης. Οι γονείς μας ούτε που το δοκίμασαν, για να μη μας το στερήσουν. Πολύ αργότερα όμως  μάθαμε , ότι το ''αρνάκι'' που αντιπροσώπευε κάποια μεροκάματα του πατέρα μου........ήταν σκύλος και μάλιστα  γείτονας και προφανώς κ' αυτός  πεινασμένος. Δεν ξέρω αν και πόσες βιταμίνες πήραμε, εγώ κι ο αδελφός μου από  την κατανάλωση του  ‘’άσαρκου'' αυτού ζώου. Από τότε  όμως, πολύ δύσκολα περνούσα κοντά από το σπίτι  του ''σκυλοφονιά ’’, από φόβο και αποτροπιασμό.

         Πώς να ξεχάσω  την πείνα και τα θύματά της και πως, με τα χόρτα που μαζεύαμε,  εξασφαλίζαμε  την επιβίωσή μας. Παίρναμε επίσης κι ένα μικρό χρηματικό ποσό από την πώλησή τους  όσο - όσο στα δυο μαγεριά της πόλης, και ξεγελούσαμε τη δυστυχία μας. Η ντροπή που ένοιωθα παζαρεύοντας τα χόρτα με τους μαγαζάτορες [αφού η μητέρα μου με παραμόνευε από απόσταση], με έκανε να σιωπώ ακόμα και όταν με ‘’έκλεβαν’’ στο ζύγι ή στην τιμή. Η συναλλαγή γινόταν μπροστά σ’ όλους τους πελάτες των μαγαζιών κι εγώ  βιαζόμουν να εξαφανισθώ από τα μάτια τους για να περισώσω την όση περηφάνια μου είχε απομείνει. Ντρεπόμουν που ο πατέρας μου ήταν στο ‘’μέτωπο’’ υπερασπιζόμενος την Πατρίδα και εγώ, επτάχρονος ακόμα, που τον εκπροσωπούσα στην κοινωνία, πάλευα μαζί με τη μητέρα μου, όπως τόσα και τόσα άλλα παιδιά της ηλικίας μου, για την επιβίωση της οικογένειας. Το τραγικό ήταν ότι δεν ένοιωθαν ανάλογη ντροπή όσοι εκμεταλλεύονταν αυτή μου την προσπάθεια και ακόμα χειρότερο ότι έπρεπε, όπως μου έλεγε η μητέρα μου, να τους λέω και ‘’ευχαριστώ’’, για να μην του χάσω από πελάτες.

                                                                                         

 Η  γενικευμένη αυτή ανέχεια ένωνε τους ανθρώπους ακόμα περισσότερο. Θυμάμαι  τα γειτονόπουλα με τα οποία μοιραζόμασταν τα πάντα για να κρατηθούμε στη ζωή. Ο Μανώλης, ο Θόδωρος και ο Νίκος που ήταν και οι πλησιέστεροι ηλικιακά , αποτελούσαν την καθημερινή συντροφιά. Κάποια  μέρα,  ο Νίκος έκανε μια ''ζαβολιά''. Έφαγε το φιτίλι  από το λυχνάρι της μητέρας μου. Το λυχνάρι αποτελούσε τότε το μοναδικό μέσο φωτισμού και θυσιάζαμε γι’ αυτό ένα μέρος από το ελάχιστο ελαιόλαδο που διαθέταμε. Ο Νίκος λοιπόν έφαγε το φιτίλι  για τα αναγκαία  θρεπτικά του συστατικά , και θεωρήθηκε αυτό ζαβολιά γιατί δεν το μοιράστηκε μαζί μας. Αμέτρητα  άλλα παρόμοια περιστατικά χαρακτήριζαν εκείνη την εποχή,  ένα ήταν όμως, το κοινό γνώρισμα του συνόλου σχεδόν του πληθυσμού. Η αλληλεγγύη των ανθρώπων στα ευχάριστα και τα δυσάρεστα και η προσμονή ή μάλλον η βεβαιότητα ότι όλα αυτά θα περάσουν και  θα έρθουν καλύτερες μέρες για όλους μας.

Κάτι ακόμα σχετικό, που έμεινε ση μνήμη μου. Μια άγνωστή μου τότε Κυρία, με βρήκε στο δρόμο και μου ζήτησε να την ακολουθήσω στο σπίτι της, πράγμα που έκανα ευχαρίστως αφού μου εξήγησε και τις προθέσεις της. Φόρτωσε σε ένα γάιδαρό της  δυο τσουβάλια σιτάρι, που όπως μου είπε, αποτελούσε οικογενειακό της χρέος για οικοδομικές εργασίες του πατέρα μου, που συμπτωματικά βρισκόταν στο αλβανικό μέτωπο μαζί με τον σύζυγό της.

       Την ίδια εποχή  αισθάνθηκα και τη σημασία της ''σχετικής δυστυχίας'', όταν έβλεπα επί τρείς ημέρες ένα ταλαίπωρο  Αθηναίο, που είχε φθάσει ως εδώ  στην προσπάθειά του να  εξασφαλίσει  φαγητό, να ξεψυχάει, ακουμπισμένος  στη βορεινή πλευρά της εξωτερικής μάντρας του '' 'Αι Θανάση'', φωνάζοντας, στην αρχή δυνατά και σιγά-σιγά όλο και πιο άτονα .......... ,''πεινάω, πεινάω, πειν....''.Το τελευταίο δεν μπόρεσε να το τελειώσει, αφού  τον πρόλαβε ο θάνατος. Ίσως  έτσι και να ''απαλλάχτηκε''  από τη συνέχεια του μαρτυρίου της πείνας του. Η θέα όμως των ανθρώπων να πεθαίνουν από πείνα ή τη φασιστική αγριότητα αποτελούσε σχεδόν καθημερινότητα και δεν τρόμαζε ούτε τα παιδιά.

       Και εγώ – μικρό παιδί ακόμα - έψαχνα για τα σπάνια τη χρονιά αυτή χόρτα να επιζήσω , με τη μητέρα και τον μικρότερο αδελφό μου -αφού ο πατέρας μου δεν είχε ακόμα επιστρέψει από την ''Αλβανία''. Την εποχή εκείνη δεν ήξερα, μπορεί και να μην καταλάβαινα,  γιατί πέθαινε  αυτός ο άνθρωπος και ασφαλώς δεν ήταν ο μόνος. Γιατί δεν ανταποκρινόταν κάποιος στη ''επιθανάτια''  επίκληση βοήθειας των συνανθρώπων του; Αργότερα συνειδητοποίησα, χωρίς και να το δικαιολογώ απόλυτα, ότι κι' αυτοί προσπαθούσαν να επιζήσουν, εξοικονομώντας τα ελάχιστα υπάρχοντά τους για το άγνωστης διάρκειας ζοφερό τους μέλλον.

       Εξακολουθώ  όμως να αισθάνομαι τύψεις που δεν ''μπόρεσα'' να κάνω κάτι για να σωθεί αυτός ο πεινασμένος κι ας υπήρχαν τότε άπειροι όσοι στην ίδια κατάσταση. Στη μνήμη αυτού του άγνωστου θύματος του 1941, αφιερώνω αυτό το κομμάτι της αφήγησής μου, χωρίς να θέλω μ' αυτόν  τον τρόπο να ξεφύγω από τις τύψεις και τις ενοχές μου.

          Τα πρώτα σχολικά μας χρόνια - με τις απουσίες να είναι πολλαπλάσιες των παρουσιών - ήταν απλά μια διαφυγή από την τόσο οδυνηρή πραγματικότητα και κυρίως την πείνα. Μα θα μου πείτε ..... στο σχολείο δεν πεινούσατε; Και βέβαια πεινούσαμε αλλά ομαδικά. Συμμεριζόμασταν ο ένας το πρόβλημα του άλλου, ακόμα και την πείνα. Υπήρχε όμως και το σκασιαρχείο ''για ιερό σκοπό''. Δηλαδή το ’’σκάγαμε’’ για βοσκή. Ναι, όπως το ακούτε . Βοσκούσαμε σαν τα πρόβατα στους γειτονικούς αγρούς, χωρίς τις δικαιολογημένες,  από ανασφάλεια , απαγορεύσεις των γονιών μας. Και οι Δάσκαλοι επέτρεπαν κάτι ανάλογο; Το επέτρεπαν,  αλλά είχαν και το νου τους. Άλλωστε έπρεπε να επιλέξουν το σπουδαιότερο αγαθό και αυτό ήταν η επιβίωσή μας.                                                                       

Τώρα, που σαν συνταξιούχος εγκαταστάθηκα μόνιμα στη γενέτειρά μου, με πολλή νοσταλγία βλέπω τις ''μονοκαρύδες'', τους επιμελώς κρυμμένους στο έδαφος μικρούς καρπούς, με το χαρακτηριστικό μπλε λουλουδάκι σε σχήμα μικρού χωνιού. Πόσο άνοστοι μου φαίνονται  οι καρποί αυτοί, που αποτελούσαν κάποτε τον κυριότερο στόχο της κατοχικής μας βοσκής .

      Στο Δημοτικό σχολείο, που συχνά  απουσιάζαμε από ανασφάλεια των γονιών μας που μας κρατούσαν στο σπίτι, ευτυχήσαμε να έχουμε θαυμάσιους Δασκάλους. Μάθαμε πολλά και κυρίως χρήσιμα και πρακτικά. Οι Δάσκαλοι, μας μεταφέρανε την προσωπική τους εμπειρία και τον παραδειγματισμό. Είναι πολύ σημαντικό να έχεις δίπλα σου  τόσο ωραία πρότυπα και να τους δικαιολογείς ακόμα και την αυστηρή τιμωρία. Καταλαβαίναμε όμως όλοι οι μαθητές ότι μέσα στο άναρχο μέχρις ασυδοσίας περιβάλλον που ζούσαμε, έπρεπε κάποιος να '' μας σφίξει τα λουριά'', και  να μας συγκρατήσει σ' έναν τρόπο συμπεριφοράς αποδεκτό στην κοινωνία.

 

‘’’’ Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, την επομένη της επιστροφής του   πατέρα μου  από τον Αλβανικό μέτωπο, ακούσαμε τον ανατριχιαστικό ήχο από τις σειρήνες που προειδοποιούσαν για την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην πόλη. Η μητέρα μου, αφού εμπιστεύτηκε τον μικρότερο αδελφό μου σε μια γειτόνισσα,  με κάλεσε να την ακολουθήσω στο βουνό για να ειδοποιήσουμε τον πατέρα μου που βρισκόταν εκεί πολύ νωρίς για να εξασφαλίσει καυσόξυλα για τη θέρμανση του σπιτιού. Ούτε εγώ κατάλαβα πώς βρέθηκα τόσο ψηλά – πίσω από τη ράχη – και ειδοποιήσαμε τον πατέρα μας να φύγει προς αντίθετη κατεύθυνση, για να αποφύγει τη σύλληψη.

 Κατά την επιστροφή – που οι Γερμανοί είχαν ήδη καταλάβει την ταράτσα του Σχολείου που τους παρείχε θέα ολόπλευρα –άρχισαν να πολυβολούν προς το μέρος μας και για πρώτη φορά στην ηλικία μου, άκουγα καθαρά το κροτάλισμα των βλημάτων στους κορμούς των δέντρων που μας κάλυπταν. Φθάνοντας στο σπίτι, που ήταν  στα όρια του δάσους, βρήκαμε τους κατακτητές να κάνουν έλεγχο του εσωτερικού του. Η μητέρα μου, πιστεύοντας ότι επρόκειτο για Ιταλούς,  με παντομίμα και μιμούμενη τις φωνές της κότας έδειχνε ότι ήθελε να τους προσφέρει αυγά, που αποτελούσαν την αδυναμία τους, προσπαθώντας παράλληλα να τους αποσείσει την προσοχή από τον κήπο, στον οποίο είχε παραχώσει όλα τα μπακίρια της προίκας της. Τελικά ο έλεγχος τελείωσε χωρίς συνέπειες , με τους Γερμανούς να διατηρούν τη βλοσυρότητά τους. Μαζέψαμε και τον μικρότερο αδελφό στο σπίτι και κάναμε σχέδια να μετακομίσουμε κρυφά σε μια περιοχή λίγων χιλιομέτρων έξω από την πόλη, που αποτελούσε γεωργικές εκτάσεις με τρεις μικρούς στεγασμένους χώρους συγγενών της μητέρας μου, για την αποθήκευση των εργαλείων. Πρόκειται για την περιοχή Σχοινέικα, όπου  βρισκόταν ήδη και ο πατέρας μου.

 

Την επομένη, προσποιούμενοι ότι μαζεύουμε άγρια χόρτα, ξεπεράσαμε τους γερμανικούς ελέγχους και βρεθήκαμε στο νέο μας στέκι όπου είχαν φθάσει  συγγενείς και μη περίπου 100 άτομα ανάμεσα στους οποίους  και δυο εβραϊκές οικογένειες. Στη διάρκεια της ημέρας κρυβόμαστε μέσα στα βάτα της ρεματιάς  για να μη μας βλέπουν από τα πλοία στην απέναντι θάλασσα και τα αεροσκάφη και  το βράδυ - κάποιοι τολμηροί – πήγαιναν στα σπίτια και έπαιρναν ότι διέθετε ο καθένας, κότες, κουνέλια, λάδι, αλεύρι κλπ. Αυτό κράτησε μήνες και το σύστημα του καταυλισμού οργανώθηκε από τους εμπειρότερους. Δυο τολμηροί έφηβοι βρίσκονταν εκ περιτροπής σκαρφαλωμένοι σε δυο ψηλές λεύκες και από εκεί κατόπτευαν τη διαδρομή προς την πόλη για το ενδεχόμενο γερμανικών κινήσεων. Ο πατέρας μου ,σαν οικοδόμος, έκτισε έναν υπαίθριο φούρνο για το ψωμί του ‘’στρατοπέδου’’ και βοήθησε στην αναστήλωση μιας  εκκλησούλας για τις θρησκευτικές μας ανάγκες [ με πολλές βελτιώσεις εξακολουθεί να λειτουργεί κάθε χρόνο στις 9 Μαΐου ].

 

Την ημέρα ήταν όλοι σκορπισμένοι στα πέριξ, με εξαίρεση μικρά παιδιά και ασθενείς, που διέμεναν εκ περιτροπής στα επισκευασμένα τρία μικρά σπιτάκια και το βράδυ!! Ναι σχεδόν κάθε βράδυ γινόταν χορός στο αλώνι της περιοχής με αστεία και προσβλητικά ενίοτε πειράγματα, για να προκαλέσουν το γέλιο ακόμα και την καλοπροαίρετη χλεύη, ώστε να ξεχαστεί – έστω και στιγμιαία – το χάλι μας. Θυμάμαι τους καημένους τους Εβραίους που μετείχαν στην εκδήλωση μέσα από το φύλλωμα μιας τεράστιας μουριάς, στην οποία είχαν σκαρφαλώσει .Κάποια στιγμή τελείωσαν οι προμήθειες και κάποιοι μεγαλύτεροι έβαλαν στο μάτι κάποιο από ελάχιστα πρόβατα που διέθετε ο τελευταίος επιζών από τους τρεις παππούδες, ο Θανάσης. Εκείνος σαν τάκουσε πήρε τα ζωντανά του και έκανε πέρα. Με πολλά παρακάλια και κάποιους εκβιασμούς υποχώρησε, αφήνοντας στην κοινή χρήση μια γριά προβατίνα, που όλα τα πόδια της είχαν σκουληκιάσει. Με το σαπισμένο αυτό σαρκίο της πήραμε τις βιταμίνες μας όλα τα παιδιά και ίσως αυτή η μικρή προσφορά να βοήθησε το παιδομάνι, που υπέφερε από αβιταμίνωση.

Κατά την επιστροφή μας στην πόλη, θυμάμαι ένα αγαπητό γιατρό για όλους μας και ιδιαίτερα τα παιδιά. Όχι απλώς δεν χρέωνε επίσκεψη αλλά χάριζε και δωράκια στους μικρούς ασθενείς του. Το θεωρώ υποχρέωσή μου  να θυμίσω το όνομά του  [Βελόπουλος], η γυναίκα του ήταν Γερμανίδα όπως και η γκουβερνάντα των δυο παιδιών του και οι δυο τους είχαν μεσολαβήσει αμέτρητες φορές στα κατοχικά στρατεύματα και απελευθέρωσαν πολλούς κρατούμενους , ανάμεσα τους και δυο φορές τον πατέρα μου. Ο άνθρωπος αυτός βρέθηκε νεκρός σε ένα πηγάδι και οι απόψεις για τον θάνατό του εξακολουθούν να διίστανται.  Προσωπικά, γνωρίζοντας καλά τα γεγονότα της εποχής, δεν μπορώ να δεχθώ ή να απορρίψω καμιά εκδοχή.

 

 

Έχω αμέτρητες ακόμα ανάλογες και πέρα για πέρα πραγματικές ιστορίες, αλλά θα σταματήσω διότι θέλω να κρατήσω και κάποιες  αποκλειστικότητες για τον Άγιο Πέτρο  που θα με περιμένει πώς και πώς να μάθει τα καθέκαστα πιστών τε και απίστων!!!

         Μέσα  σ' αυτόν στον ορυμαγδό των γεγονότων, έπρεπε να βρεθούν τρόποι και διαδικασίες για ξανάσασμα και, έστω και μερική, εκτόνωση και ''φυγή'' από την τόσο δεινή πραγματικότητα. Αυτή τη δυνατότητα μας έδιναν οι θεατρικές παραστάσεις. Η μικρή λοιπόν αυτή κωμόπολη είχε το θέατρό της, που έδινε καθημερινές κανονικές παραστάσεις και  όχι  ''αρπαχτές’’.

      Ο θίασος γνωστού ηθοποιού, του Βασίλη Στρατηγού, εγκατεστημένος μόνιμα σε μια σκηνή, δίπλα στην εκκλησία του Αι-Θόδωρου, στο κέντρο της Αταλάντης, και με συμπρωταγωνιστές τα παιδιά του, Ρένα, Αλέκα, Στέλλα και Στέφανο, μας ταξίδευαν στην Ελληνική δραματουργία και μας έβαζαν,  νοερά , στο δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στο δράμα της Γκόλφως και της Μαρίας Πενταγιώτισας ή αυτό που βιώναμε πραγματικά. Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι γελούσαμε με τα επί σκηνής διαδραματιζόμενα και μάλλον όχι από  έλλειψη θεατρικής παιδείας. Ήταν  τόσο δραματικά τα γεγονότα που ζούσαμε καθημερινά, ώστε η σύγκριση με ανάλογα θεάματα ή αναγνώσματα ήταν συντριπτικά άνιση. Εδώ λοιπόν, η σκληρή πραγματικότητα ξεπερνούσε ακόμα και τη φαντασία των πιο δραματικών συγγραφέων και άγγιζε τα όρια της τραγικότητας.       

      Η τιμή του οικογενειακού  εισιτηρίου - γιατί εκεί όλα ήσαν οικογενειακά  - ήταν ένα αβγό ή πιο σπάνια μια οκά σιτάρι ή καλαμπόκι, για τα διαρκείας. Η έντιμη αυτή συναλλαγή, κυριολεκτικά έντιμη εκατέρωθεν, αφού και η ποιότητα των παραστάσεων ήταν καλή αλλά και η ανταπόκριση του κοινού προς τους καλλιτέχνες - μέσα και έξω από  το θέατρο - ήταν ανάλογη.  Αυτό βοήθησε γενικότερα , το θέατρο και τούς ηθοποιούς αλλά, περισσότερο το κοινό να ξεφύγει από τη μιζέρια του και να αναβαθμισθεί πολιτιστικά. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για την ελληνική επαρχία της εποχής, αποτελούσαν πολιτιστική και εκπαιδευτική εμπειρία  τα πολυπαιγμένα αυτά θεατρικά έργα.

        Σημαντικές ήσαν και οι παραστάσεις του Θεάτρου Σκιών. Εκτός των άλλων θετικών στοιχείων, εύκολα διέκρινε κανείς την ηρωική μορφή του Καραγκιόζη και τον τρόπο που αντιμετώπιζε και κατατρόπωνε   τούς αντιπάλους του αλλά κυρίως την  πείνα του. Αχ αυτή η πείνα, είχε καταντήσει έντονη εμμονή στους ανθρώπους της γενιάς μου και ίσως γι’ αυτό ή κυρίως γι' αυτό, όταν μας δόθηκε η ευκαιρία, ''το ρίξαμε ομαδικά στο φαγοπότι'', με τελικό αποτέλεσμα την παρατηρούμενη παχυσαρκία των νεο-Ελλήνων. Για πολλά χρόνια αποτελούσε απωθημένο των γονιών να υπερτρέφουν τα παιδιά τους, να τους δίνουν δηλαδή, απλόχερα και πλουσιοπάροχα, αυτό που οι ίδιοι είχαν στερηθεί επί μακρόν.

Άφησα σκόπιμα τελευταίο  το στυγερότερο έγκλημα που διέπραξαν τα κατοχικά στρατεύματα στην πόλη μας. Διαπράχτηκε από θρασύδειλους Ιταλούς που την είχαν πρόσφατα εγκαταλείψει  και επέστρεψαν αιφνιδίως στις 29 Μαΐου 1943 και δολίως  συνέλαβαν και εκτέλεσαν στη θέση ‘’περιβολάκια’’ 9  συμπατριώτες μας. Δεν σβήνουν από το μυαλό μου τα αραδιασμένα φέρετρα στην πλάγια είσοδο της εκκλησίας του Αι-Θόδωρου και την οδύνη των συμπολιτών μας, αφού οι δολοφόνοι είχαν σπεύσει να εξαφανιστούν. Η μνήμη τους εξακολουθεί να τιμάται ιδιαιτέρως και να θυμίζει τα τελευταία σχεδόν θύματα των Ιταλών στην πόλη μας,  που καταδεικνύει τη δειλία  και τον ανέντιμο τρόπο που ενήργησαν τα ειδεχθή αυτά θρασίμια.

Σαν να μην αρκούσαν όλα αυτά τα δεινά επακολούθησε και ο εμφύλιος πόλεμος, που κατέδειξε ότι σαν λαός δεν υστερούμε σε βαρβαρότητα, προκειμένου να επιβάλουμε τις όποιες ιδεοληψίες μας. Αυτό όμως αποτελεί χωριστό κεφάλαιο και ίσως μας απασχολήσει  εις το μέλλον.

 Αντώνης Ταρνανάς

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Αταλάντη Λοκρίδας, T.K. 35200, Φθιώτιδα, Greece
Γράφω για να εξωτερικεύσω προσωπικές μου σκέψεις και να μοιραστώ εμπειρίες και γεγονότα που βίωσα προσωπικά στη μακρόχρονη υπηρεσιακή και ιδιωτική μου διαδρομή.