Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

ΣΟΒΑΡΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

 

ΣΟΒΑΡΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

 

Τα παραμύθια γενικώς δεν τελειώνουν ποτέ και ούτε είναι η εποχή κατάλληλη για αφήγηση. Εποχή τους είναι ο χειμώνας, κοντά  στο τζάκι που οι πιο πολλοί σύγχρονοι το αγνοούν  παντελώς και ας είναι το παραμύθι πέρα για πέρα αληθινό. Άλλωστε το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής νεολαίας αρέσκεται στα ‘’παραμύθια’’ του διαδικτύου και των πολιτικών μας. Έχουν κομματικοποιηθεί πριν ακόμα πολιτικοποιηθούν, όπως επιβάλλει η σειρά των γεγονότων.  Τελικά πρόβαλε από το γειτονικό μας κρατίδιο και ο καμουφλαρισμένος  αλυτρωτισμός, που τους υπέβαλε σαν ιδέα  το 1948 ο Τίτο – θέλοντας  να αποφύγει το σοβιετικό σφιχταγκάλιασμα , για να απαλλαγεί από την ενόχλησή τους. Έχουν γραφεί και έχουν λεχθεί αμέτρητα όσα για τους αποκαλούμενους σκοπιανούς ή ‘’Σλαβομακεδόνες’’, που με υποκίνηση και των ‘’Ελλήνων κομμουνιστών οι οποίοι μετά την ήττα τους στο Γράμμο και το Βίτσι , βρήκαν εκεί καταφύγιο. Αν διαβάσετε τον ‘’Ριζοσπάστη’’ της εποχής ,  θα διαπιστώσετε ότι αναγνώριζαν  τον αλυτρωτισμό τους και εκτιμούσαν ιδιαίτερα τους αγώνες τους για ανεξαρτησία.

Οι τελευταίες εκλογές στο κρατίδιο έφεραν και πάλι στο προσκήνιο τον φανατισμό τους που θέτει σε αμφισβήτηση  τη συμφωνία των Πρεσπών. Το κακό είναι ότι η συμφωνία που επιβλήθηκε στη χώρα μας  από τους συμμάχους δεν μας δίνει καμιά κατοχύρωση, αφού πρόλαβαν και τους έκαναν μέλος του ΝΑΤΟ – πριν εκείνοι δεχθούν να υπογράψουν τις δεσμεύσεις τους- που αποτελούσε ευρωπαϊκή επιδίωξη. Ύστερα από όλα αυτά τα τραγελαφικά έχει γίνει γενικώς δεκτό ότι είναι απόγονοι του μεγάλου Αλεξάνδρου και ας ήρθαν στην περιοχή 9 αιώνες μετά τη βασιλεία του  Μακεδόνα στρατηλάτη.

Δεν θα προχωρήσω περισσότερο στο θέμα,  αλλά θα  παραθέσω αποσπάσματα  από προηγούμενα δημοσιεύματά μου και προσωπικές εμπειρίες από τον ανθελληνισμό τους, με τον οποίο έχουν ποτίσει τα παιδιά τους από τη μέρα που γεννιούνται.

‘’’’Με τη.. «Ζωή εν τάφω», ο Στράτης Μυριβήλης, ζωντανεύει σε ένα κλασικό για τα ελληνικά γράμματα έργο - ύμνο στη ζωή και την ειρήνη - τις μνήμες του από τα χαρακώματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Μιλάει με τη φωνή - με τα χειρόγραφα καλύτερα - του λοχία Κωστούλα. «Τούτα τα τετράδια», μας γράφει ο Μυριβήλης, «βρεθήκανε μέσα στο γυλιό του Αντώνη Κωστούλα. Τόνε θυμήθηκα τόσο ζωηρά και καθαρά κείνο τον αψηλό μελαχροινό φοιτητή με το μακρουλό πρόσωπο και τα φουντωμένα μαλλιά! Κάηκε κατά λάθος μέσα στα βουλγαρικά χαρακώματα που πατήσαμε... Είναι βαρύ πράμα να ‘χετε μέσα σας έναν πεθαμένο που γυρεύει να μιλήσει και να του σφαλνάτε με την παλάμη το στόμα. Γνέφει και κάνει παρακαλεστικά νοήματα προς την καρδιά σας απ το υπερπέραν. Θέλει να εκφραστεί. Ας μου συγχωρεθεί τούτο το βιβλίο, γιατί μου είναι μια προσωπική απολύτρωση...»

Η αποχαιρετιστήρια συνάντηση του Λοχία Α. Κωστούλα με την αγαπημένη του πριν φύγει για το μέτωπο.
Στην πόρτα σου άκουσα σιγανά  αναφιλητά. Ήσουνα συ που έκλαιγες ολομόναχη μέσα στο σκοτάδι, έκλαιγες σιωπηλά όλη νύχτα. Μπήκα μέσα και δε μιλήσαμε. Έκλαιγες ήσυχα κ’ εγώ έκαμα πως ξεκουμπώνω το γυλιό, πολύ απασχολημένος τάχα μ’ αυτή τη δουλειά. Γιατί μονάχα να σ’ αναρωτούσα τι κλαις, θα μ’ έπνιγε το κλάμα. Αυτό θάτανε κάπως αστείο για έναν επαναστάτη φορτωμένον μ’ όλη την πανοπλία του και με διακόσια φυσίγγια στις μπαλάσκες.
Έκλαιγε κ’ ένα κοριτσάκι κοντά σου πάνω σε μια κόκκινη πολυθρόνα, σιγά – σιγά κι αυτό. Φορούσε βελουδένια βυσσινιά ρόμπα και τόνα ποδαράκι του ήταν ξεκάλτσωτο. Εγώ στο τέλος βάλθηκα να βλέπω τάχα με μεγάλη προσοχή αυτό το γυμνό ποδαράκι. Παρακολούθησες τη ματιά μου και τράβηξες ένα πανεράκι πλεγμένο από φύλλα καλαμποκιάς. Απ’ εκεί έβγαλες άλλο ένα καλτσάκι και πολεμούσες να το περάσεις στο πόδι του παιδιού. Μα αυτή η κάλτσα είναι άλλο χρώμα είπε και χαμογελούσα ηρωικά. Η φωνή μου έτρεμε.
  
  Εσύ τότες ξαφνικά άφησες το καλτσάκι μισοκρεμασμένο στο πόδι του παιδιού, μ’ αγκάλιασες σφιχτά κι άρχισες να κλαις ασυγκράτητα.
  Εγώ δεν έκλαψα. Μονάχα ένας κόμπος ανέβαινε ως το λαρύγγι μου και τον κατάπινα με πείσμα. Κρέμασα το ντουφέκι στον ώμο κ’ έφυγα σκυφτός. Ήμουνα βαρύς από θλίψη, ξιπασμένος από τη δύναμη της ανδρείας μου.

Στρατιώτης (Κωστούλας) στην περιοχή του Μοναστηρίου
Προχώρεσα ως την άκρη του χαρακώματος του λόχου μας. Ως την έβγαση των συρματοπλεγμάτων. Εκεί είναι μια μυστική πόρτα που σφαλνά μ’ ένα αδράχτι οπλισμένο με αγκαθωτά τέλια. Επειδή το μέρος είναι ένα νταμάρι όλο πέτρα και δε σκάβεται, σήκωσαν ένα προκάλυμμα με γεώσακους. ‘Ετσι λένε κάτι σακιά γεμάτα με χώμα που μ’ αυτά οχυρώνουν τα πετρώδικα χαρακώματα. Τα τσουβάλια αυτά κείτουντ’ εδώ χρόνον – καιρό έτσι. Θα φάγαν υγρασίες, βροχάδες, χιόνια και ήλιους. ‘Ηρθαν και σάπισαν από νερά, ο ήλιος τα τσουρούφλισε και τα ‘καψε. Τραβώ το δάχτυλό μου πάνω τους. Λιώνει η λινάτσα. Σαν τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα. Είναι τσουβαλάκια φουσκωμένα κάργα, όπως τα πρωτογέμισαν. Αλλά πάλι κρεμάζουν σαχλά, μισοαδειανά. Κάτου από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρισμένα κι άλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ’ άλλο. Από δω το θέαμα θα ‘ναι πιο όμορφο. Τώρα το κρυμμένο ποτάμι ακούγεται καλύτερα όπως φωνάζει μακριά, μες από τη βαθιά κοίτη του. Θέλω να βγάλω το κεφάλι ψηλά από το προπέτασμα, να ιδώ πέρα. Αν μπορούσα μάλιστα θα καβαλίκευα το χαράκωμα. Ακουμπώ το μπαστούνι στο τοίχωμα, σηκώνουμαι στη μύτη της αρβύλας του γερού μου ποδιού και γαντζώνω τα δάχτυλα στους γεώσακους που ‘ναι πάνω – πάνω. ‘Ενας απ’ αυτούς λιώνει με μιας κι αδειάζει τον άμμο του πάνω μου. Λοιπόν τότες έγινε μιαν αποκάλυψη! Μόλις ξεφούσκωσε αυτό το σακί, χαμήλωσε η καμπούρα του και ξεσκέπασε στα μάτια μου μια μικρήν ευτυχία. Αχ, μου ‘καμε τόσο καλό στην ψυχή, λίγο ακόμα και θα πατούσα μια τσιριξιά χαρά.

‘Ηταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. ’Ενα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που ‘ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ’ άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα. Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα ‘βλεπε πως ήταν άλικη, μ’ έναν μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί του είναι ντούρο και χνουδάτο. ‘Εχει κι ένα κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ’ αργήσει ν’ ανοίξει κι αυτός. Και θα ‘ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής. Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ. Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα. Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ’ αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός. Παίρνω τότες στη ράχη ένα γερό τσουβάλι (δαγκάνω τα χείλια από την ξαφνική σουβλιά του ποδιού), και τ’ ακουμπώ με προφύλαξη μπροστά στο λουλούδι. ‘Ετσι λέω θα ‘ναι πάλι κρυμμένο για όλους τους άλλους. Χαμογελώ πονηρά. Κατόπι σηκώνουμαι ξανά στα νύχια κι απλώνω το μπράτσο έξω. Ναι. Το άγγισα λοιπόν πάλι! Τρεμουλιάζω από ευτυχία. Νιώθω τα τρυφερά πέταλα στις ρώγες των δαχτύλων. Είναι μια ανεπάντεχη χαρά της αφής. Μέσα στο χέρι μου μυρμιδίζει μια γλυκιά ανατριχίλα. Ανεβαίνει ως τη ράχη. Είναι σαν να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης γυναίκας. Φίλησα τις ρώγες των δαχτύλων μου. Είπα σιγά σιγά: -Καληνύχτα… καληνύχτα και να ‘σαι βλογημένη. Γύρισα γρήγορα στ’ αμπρί. Ας μπορούσα να κάμω μια μεγάλη φωταψία… Να κρεμάσω παντού σημαίες και στεφάνια! ‘Αναψα στο λυχνάρι τέσσερα φιτίλια και τώρα πασχίζω να τη χωρέσω εδώ μέσα, μέσα σε μια τόσο μικρή γούβα, μια τόσο μεγάλη χαρά. Η ψυχή μου χορεύει σαν μεγάλη πεταλούδα. Χαμογελώ ξαπλωμένος ανάσκελα. Κάτι τραγουδάει μέσα μου. Τ’ αφουγκράζομαι. Είναι ένα παιδιάτικο τραγούδι:
Φεγγαράκι μου λαμπρό ‘’.

Όταν τη δεκαετία του 1960 βρέθηκα στο Βελιγράδι, που υπηρετούσα στην Ελληνική Πρεσβεία, μου ξανάρθανε στο νου όλες αυτές οι θύμισες και μαζί με 5-6 φίλους και συναδέλφους, αποφασίσαμε να επισκεφθούμε  το Μοναστήρι [Bitola]. Πήγαμε στο ελληνικό νεκροταφείο, ανάψαμε κάποια καντηλάκια και  κεριά σε τάφους με άγνωστα ελληνικά ονόματα. Κάποια στιγμή – μέσα στην ερημιά  και τη  σιωπή του χώρου, ακούσαμε φωνές και είδαμε μερικούς νεαρούς νάρχονται κατά πάνω μας, με όχι πολύ αγαθές προθέσεις. Μας ρώτησαν στα σέρβικα , που μιλούσα πολύ καλά,, για τον σκοπό της επίσκεψής μας και στην απάντηση ότι ‘’απλά επισκεφθήκαμε το  ελληνικό νεκροταφείο’’ οι διαθέσεις τους αγρίεψαν και  αφού μας θύμισαν ότι ‘’εδώ είναι Μακεδονία και το νεκροταφείο μακεδονικό’’ μας πήραν στο κυνήγι. Ο γηραιότερος της παρέας μας άρπαξε κάποιες φιλοφρονητικές  γροθιές’’  παραπάνω,  πριν  προλάβουμε να τον φυγαδεύσουμε και χωρίς να δώσουμε συνέχεια υποχωρήσαμε,  όταν άρχισαν να καταφθάνουν και άλλοι ‘’μακεδόνες’’, όπως μας συστήθηκαν. Στην υπηρεσιακή μας αναφορά θυμάμαι είχε προστεθεί η  διευκρίνιση ότι ‘’ πλην της συγχύσεως ουδέν επάθομεν’’. Βασικά, όπως λένε οι νέο-Έλληνες ‘’θελέστα και παθέστα’’!!!  Τότε, δεν είχε υπογραεί ακόμα η ‘’εθνοσωτήρια συμφωνία των Πρεσπών’’ και αγνοούσαμε  τα κηρύγματα του κ. Τσίπρα και της ομάδας του. Γνωρίζαμε απλά ότι τον αλυτρωτισμός των ‘’Σλαβομακεδόνων’’ , όπως τους αποκαλούσαν τότε,  είχε αποδεχθεί  το ΚΚΕ και είχε υιοθετήσει  η  5η Διεθνής. Προσωπικά αισθάνομαι ότι  στο Μοναστήρι μας οδήγησε  η προτροπή του Μυριβήλη  για να  αποτίσουμε έναν ύστατο φόρο τιμής στο παλικάρι της περιοχής, τον Λοχία Κωστούλα.’’’’        Αντώνης

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Αταλάντη Λοκρίδας, T.K. 35200, Φθιώτιδα, Greece
Γράφω για να εξωτερικεύσω προσωπικές μου σκέψεις και να μοιραστώ εμπειρίες και γεγονότα που βίωσα προσωπικά στη μακρόχρονη υπηρεσιακή και ιδιωτική μου διαδρομή.