Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

Η ΠΩΡΩΣΗ, ΤΑ ΑΥΤΟΝΌΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΓΚΙΏΝΗΣ

 


 

 





            

     Η ΠΩΡΩΣΗ ,ΤΑ ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΓΚΙΩΝΗΣ





 Θα ακολουθήσουμε και σήμερα την πεπατημένη, με την ερμηνεία  των λέξεων του τίτλου,   θα κλείσουμε όμως με ένα αληθινό παραμύθι  , για να ξεχάσουμε για λίγο την αδυσώπητη  επικαιρότητα, που μας έχει μαυρίσει τη ζωή.

 Μεταφορικά το ουσιαστικό πώρωση δηλώνει  την ηθική αναισθησία και την τυφλή αφοσίωση. Πρόκειται για τη σκλήρυνση της καρδιάς μας, την αναισθησία, τον φανατισμό, την προσήλωση σε κάποια ιδεοληψία. Όταν η καρδιά μας σκληραίνει, γινόμαστε αναίσθητοι, πωρωνόμαστε με κάτι..

Ο όρος αυτονόητα αναφέρεται σε γεγονότα, αλήθειες ή καταστάσεις που είναι προφανείς και δεν χρειάζεται να αναλυθούν ή να εξηγηθούν. Συνήθως χρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι μια ιδέα ή ένα γεγονός είναι τόσο γνωστό που δεν απαιτείται περαιτέρω εξήγηση ή επιβεβαίωση.

Τα αυτονόητα παίζουν σημαντικό ρόλο στην  επικοινωνία, καθώς επιτρέπουν στους ανθρώπους να εστιάζουν σε πιο σύνθετες έννοιες χωρίς να χάνουν χρόνο σε προφανή στοιχεία Η έννοια του αυτονόητου είναι επικεντρωμένη στην κοινή γνώση και τις κοινωνικές συμφωνίες που όλοι αποδέχονται.. Εδώ ακριβώς  έγκειται και η διαφορά, για τους πωρωμένους με την ‘’κομματίλα’’ τους, που δεν  αποδέχονται ούτε τα προφανή .

 Ο γκιώνης [λατινική ονομασία Otus Skops],  είναι αποδημητικό πουλί αλλά στην κεντρική Ελλάδα που γεννήθηκα και επέστρεψα μόνιμα μετά τη συνταξιοδότησή μου, είναι μόνιμος κάτοικος. Για μας σήμερα θα αποτελέσει το θέμα του ‘’ παραμυθιού’’.

Για τα δυο πρώτα θέματα δεν θέλω να προσθέσω τίποτα, αφού από μόνα τους μονοπωλούν την ειδησεογραφία και ταλανίζουν την εποχή μας. Οι ‘’χρήστες’’ τους   δεν μπορούν να καταλάβουν  ότι έχουν κουράσει με την πώρωση και την αδυναμία τους να κατανοήσουν τα αυτονόητα.

 Θα χρησιμοποιήσω γι’ αυτούς  έναν   ερανισμό από τον Πλάτωνα: εἰ γάρ τι τοιοῦτον φοβῇ, ἔασον αὐτὸ χαίρειν. Δηλαδή ‘’Αν πραγματικά φοβάσαι κάτι τέτοιο, άφησέ το να πάει στο καλό, αγνόησέ το. Το ίδιο θα κάνουμε και εμείς για να αντιμετωπίσουμε τους αιθεροβάμονες και τους ‘’χαζοχαρούμενος’’ που λέει ο λαός μας, για να μην πω κάτι χειρότερο.

Όσον φορά τον γκιώνη, δεν πρόκειται να μας απασχολήσει η πτηνολογία, θα αναφερθούμε μόνο σε μια πολύ γνωστή λαϊκή παράδοση που προσπαθεί να εξηγήσει το λάλημα του και προσωπικά μου βιώματα. Ήταν, κατά την παράδοση, δύο αδερφοί ο Γκιώνης (ή Αντώνης) και ο Δήμος. Ο Δήμος λοιπόν σκότωσε τον Γκιώνη και όταν το μετάνιωσε μεταμορφώθηκε από τη λύπη του (ή τον μεταμόρφωσε μετά από δική του παράκληση ο Θεός) σε πουλί, που κλαίει τον αδικοχαμένο αδερφό του: "Γκιων! Γκιων!". Μικρός εκλάμβανα το άκουσμα σαν Αντών, Αντών και με δεδομένο ότι στην ντοπιολαλιά της περιοχής μου κόβουν τις καταλήξεις, νόμιζα ότι ακούω το όνομά μου!!!

Εδώ λοιπόν αρχίζει η αυτογραφική  αφήγηση του παραμυθιού, που στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία, διανθισμένα με κάποια μικρή μυθοπλαστική διάθεση, για την ωραιοποίηση μιας πραγματικότητας, μπροστά στην οποία συχνά, ωχριά  και η φαντασία.  Στα παιδικά μου πρώτα μεταπολεμικά  χρόνια,  παρέμεινε βέβαια η μιζέρια, το σκοτάδι [πραγματικό και μεταφυσικό]  άρχισαν όμως δειλά οι πρώτες προσπάθειες των ανθρώπων να βγαίνουν στις ταβέρνες της εποχής. Τον ‘’συρμό’’ τελικά  ακολούθησαν  ‘’ αραιά και πού’’ και οι γονείς μου. Το σπίτι μας ήταν  ένα από τα πρώτα δυο-τρία στο ψηλότερο σημείο της κωμόπολης και στις παρυφές του πευκόφυτου μέρος του όρους ‘’χλωμό’’, ύψους 1.200 περίπου μέτρων. Ο πηγαιμός στο κέντρο και ιδιαίτερα η ανηφορική επιστροφή στο σπίτι, αποτελούσαν μια  περιπέτεια, αφού δεν υπήρχε φωτισμός αλλά ούτε και δρόμοι. Όταν έβρεχε και τότε έβρεχε και χιόνιζε πολύ και συχνά, η άνοδος και κάθοδος προς το κέντρο γινόταν με πολύ κίνδυνο στις παρυφές ενός ρέματος στο οποίο κατέληγε το μεγάλο ρεύμα ενός καταρράκτη, που χώριζε την πόλη στα δύο.

Τα σπάνια βράδια που οι γονείς μου πήγαιναν στην ταβέρνα, εγώ πρόσεχα τον, ένα χρόνο νεώτερο  αδελφό μου και  αν  το επέτρεπε ο καιρός, ‘’έγερνα’’ καθιστός στον κορμό ενός πανύψηλού δέντρου αγριομουριάς, στην αυλή του σπιτιού και άρχιζα το τραγούδι, το οποίο μέσα στη νυκτερινή σιωπή και την αμφιθεατρικότητα της περιοχής, έφθανε σ’ ολόκληρη την πόλη. Δεν το έκανα για διασκέδαση αλά για να ‘’εξορκίσω’’ την ευθύνη και τον φόβο μου, που ποτέ δεν είχα ομολογήσει.

Νοιώθοντας την απόλυτη μοναξιά  και ακούγοντας τις υλακές λύκων και τσακαλιών από το γειτονικό δάσος και με τα συχνά τότε ακούσματα για μάγισσες και φαντάσματα,  είχα δίπλα μου τον σκύλο μας και σε κάθε θόρυβο πετούσα πέτρες προς την ίδια κατεύθυνση,  για να διώξω τους φόβους μου. Στη συνέχεια άρχιζα το τραγούδι, οπότε την επομένη , όλη η πόλη σχολίαζε κολακευτικά το ‘’κελάηδισμα’’ μου, παίρνοντας έτσι μια  πρώτη βεβαιότητα για την καλλιφωνία μου.

Πολύ σύντομα όμως απέκτησα και έναν καινούργιο φίλο. Μόλις σταματούσα το τραγούδι μου, άρχιζε η μονότονη λυπητερή φωνή ενός γκιώνη,  στις φυλλωσιές του δέντρου που ήμουν ακουμπισμένος και  προφανώς καλούσε τον αδελφό του, που συμπτωματικά είχε το ίδιο όνομα με το δικό μου.

Μετά ένα- δυο χρόνια που πήγα στο οχτατάξιο τότε γυμνάσιο, συνήθιζα να παίρνω μια κουβέρτα και ανέβαινα περί τα 100 μέτρα ψηλότερα  στο δάσος, την έστρωνα και διάβαζα  τα μαθήματά μου. Ήταν το ιδανικό μέρος για μελέτη, αφού μόνο τα κελαηδίσματα των πουλιών διέκοπταν την απόλυτη σιωπή.

Κάποια μέρα που ο όγκος των μαθημάτων με κράτησε στο βουνό μέχρι το σούρουπο, ένοιωσα δίπλα μου ένα φτερούγισμα πουλιού και διέκρινα έναν γκιώνη. Περισσότερο από περιέργεια κάποιες βραδιές έμενα σκόπιμα περισσότερο στα δάσος και ψιλοτραγουδούσα. Πριν προλάβω να τελειώσω το τραγούδι μου, ξανάκουσα το λυπητερό κάλεσμα του Γκιώνη μου , με τον οποίο ξαναβρεθήκαμε τυχαία και ‘’συναντιόμασταν’’ για κάποιους μήνες, πιστοί αμφότεροι στο ραντεβού μας. Ένα βράδυ εκείνος δεν φάνηκε,  ανησύχησα όμως όταν η απουσία του κράτησε αρκετά.  Τότε κατάλαβα ότι τον έχασα για πάντα και με παρηγορούσε η σκέψη ότι τελικά ακολούθησε τον αδελφό του στους ουρανούς,  χωρίς να είμαι βέβαιος ότι έπαψε  να τον αναζητεί, αφού ο ‘’δικός’’ μου γκιώνης, , ο φονιάς,  θα  βρίσκεται  στην  κόλαση και ο καλός αδελφός ίσως μετενσαρκώθηκε  και γύρισε κοντά μας..

Η Μυθοπλασία με βοήθησε να δώσω ένα ηθικό δίδαγμα στο τέλος της αφήγησης του παραμυθιού, ξεπερνώντας τις συνήθειες εκείνων που παραμυθιάζουν , με μοναδικό κίνητρο τα νιτερέσα τους, έξω από κανόνες ηθικής, υποβάλλοντας τον λαό σε ένα ιδιοτελή εθισμό στη σημερινή μας κατρακύλα.   Αντώνης

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Αταλάντη Λοκρίδας, T.K. 35200, Φθιώτιδα, Greece
Γράφω για να εξωτερικεύσω προσωπικές μου σκέψεις και να μοιραστώ εμπειρίες και γεγονότα που βίωσα προσωπικά στη μακρόχρονη υπηρεσιακή και ιδιωτική μου διαδρομή.