ΜΑ
ΠΩΣ ΦΟΒΑΜΑΙ ΠΩΣ ΙΣΩΣ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΕ ΧΑΣΩ
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΣΕ ΞΕΧΑΣΩ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΩ
[προσωπικά
αναφέρομαι στην όμορφη χώρα μας]
28.10.2016
Ακούγοντας
ένα παλιό βαλσάκι, με την αξέχαστη Σοφία Βέμπο, σε μουσική και στίχους των Κώστα Γιαννίδη/Βασίλη Σπυρόπουλου, μια
στροφή του οποίου αναφέρεται στην επικεφαλίδα του κειμένου μου, με έσπρωξε
κυριολεκτικά σε ένα μακροβούτι 76
ολόκληρων χρόνων, στο παιδικό μου παρελθόν. Εκείνες τις ημέρες σαν και σήμερα,
δεν καταλάβαινα γιατί, ο πατέρας εγκατέλειπε το σπίτι μας και έφευγε με
χιλιάδες άλλων ανδρών για το μέτωπο.
Τότε δεν ήξερα τι σημαίνουν οι λέξεις μέτωπο και γενική επιστράτευση. Με είχε
όμως εντυπωσιάσει θετικά και παράλληλα με είχε προβληματίσει μια ασυνήθιστη
διαδικασία του δωρικού χαρακτήρα του πατέρα μου, που με αγκάλιασε σφιχτά, με
φίλησε και έφυγε τρέχοντας, χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Η μητέρα μου έκλαιγε
γοερά και κουνούσε το χέρι, προς την κατεύθυνση
του απομακρυνόμενου πατέρα μου, που δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω του,
ίσως για να μη δείξει και τη δική του συγκίνηση.
Σιγά –
σιγά άρχισα να μαθαίνω καινούργιες
λέξεις, όπως πόλεμος, νέα από το μέτωπο και τόσα άλλα ,ολοένα και πιο
σοβαρά και να αποκτώ και προσωπικές εμπειρίες όλων αυτών των γεγονότων. Θυμάμαι
ότι η μητέρα μου πήρε την απόφαση να εγκαταλείψουμε το σπίτι μας και να
‘’μετακομίσουμε προσωρινά’’, όπως
έλεγε, μαζί με τον μικρότερο αδελφό μου
σε ένα κτήμα των συγγενών της , όπου συγκεντρώθηκαν και αρκετές δεκάδες φίλων και γνωστών.
Θυμάμαι τον σπαραγμό μου για τη βίαιη αλλά αναγκαία αυτή μετακίνηση και για να
σώσω τα προσχήματα, εύρισκα σαν δικαιολογία ‘’τα καημένα τα κουνελάκια μας που
θα έμεναν μόνα τους’’. . Έκλαιγα γιατί αποχωριζόμουν το σπίτι και τις συνήθειές
μου και κυρίως γιατί μου έλλειπε ο πατέρας μου και δεν ήξερα αν θα ξαναγύριζε
‘’από το μέτωπο’’. Εν τω μεταξύ είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ τις συνέπειες του
πολέμου, αφού ένας θείος μου είχε ήδη χάσει τη ζωή του.
Το
κτήμα αυτό [3-4 χιλιόμετρα χωματόδρομο μακριά από την κωμόπολη που
ζούσαμε],είχε μεγάλες καλλιεργημένες και ‘’χέρσες’’ εκτάσεις, ήταν δίπλα στο
βουνό και την άγρια φύση και το διέσχιζε ένα μεγάλο ρέμα γεμάτο άγρια ‘’βάτα’’.
Η όλη έκταση ανήκε στον παππού [ από την πλευρά της μητέρας μου] και τους δύο
αδελφούς του,[ εκ των τριών ζούσε μόνο ο
ένας]. Το θετικό της περιοχής ήταν η ύπαρξη
φυσικής πηγής νερού και όλα τα άλλα αρνητικά.
Υπήρχαν
τρία μικρά αγροτόσπιτα ενός δωματίου – ένα για κάθε αδελφό- για τις προσωρινές
ανάγκες φύλαξης των προϊόντων της συγκομιδής και των ζωοτροφών. Τα παιδιά και
τα εγγόνια όμως ήταν πολλαπλάσια και συνεπώς η όλη διαβίωσή μας γινόταν
υπαίθρια. Όταν έβρεχε, στριμωχνόμαστε όλοι μαζί –κατά οικογένειες- όρθιοι,
μοιρασμένοι στα τρία αυτά οικήματα, με τη συμμετοχή και των καλεσμένων φίλων
που μας ακολούθησαν. Τις υπόλοιπες ώρες τις ημέρας, συνήθως βρισκόμαστε
κρυμμένοι μέσα στα βάτα της ρεματιάς, για να μη μας εντοπίζουν τα εχθρικά
αεροπλάνα που πετούσαν συνεχώς πάνω από τα κεφάλια μας, ή τα πλοία που
περιπολούσαν στη γειτονική θάλασσα Στη
μεγάλη αυτή σύναξη υπήρχαν μόνο γυναικόπαιδα και οι έφηβοι, εκ περιτροπής
βρίσκονται σκαρφαλωμένοι πάνω σε δέντρα για να μας ειδοποιούν αν βλέπουν
κινήσεις εχθρικών στρατευμάτων προς την απόμερη αυτή περιοχή μας. Το διάστημα
εκείνο ένοιωσα πραγματικά τι σημαίνει αστροφεγγιά. Με ‘’προσταγή’’ του μοναδικού
επιζώντα παππού, τα βράδια, οι ενήλικες
‘’βγαίνανε’’ στο λιθόστρωτο αλώνι και χορεύανε, διάφορους
αυτοσχέδιους σατυρικούς χορούς , που στα
παιδικά μου μάτια έμοιαζαν σαν ιεροτελεστίες. Δεν ήταν χορός διασκέδασης, αλλά
μια ‘’λατρευτική’’ κίνηση αντιπερισπασμού- όπως την ερμηνεύω τώρα- για να
διώξουμε τις κακές σκέψεις, ενώ κατά βάθος απέβλεπε στη συνένωση των θετικών
σκέψεων όλων, για τους στρατευμένους μας
,που πολεμούσαν στην Αλβανία και για να ‘’ξεπερνάμε’’ την πείνα και τις
κακουχίες μας.
Με την
υποχώρηση, γύρισαν και οι άντρες που είχαν επιζήσει και προσπάθησαν να
οργανώσουν κάπως καλύτερα τον χώρο. Χτίσανε ένα εκκλησάκι του Αϊ Νικόλα και ένα
φούρνο , για να ψήνουν το ψωμί που ζύμωναν – εκ περιτροπής – οι γυναίκες. Με
κακή την γεωργική παραγωγή της χρονιάς και την παρουσία πολλών παιδιών, που
υποφέραμε από αβιταμίνωση, ζητήθηκε από τον παππού, να σφάξει κάποιο από τα
αμνοερίφιά του, για να φάμε. Εκείνος όμως, με το ερωτηματικό πόσο ακόμα θα
κρατήσει αυτή η κατάσταση, συγκατένευσε να θυσιάσει μια ετοιμοθάνατη προβατίνα,
που είχαν ‘’σκουληκιάσει’’ τα δυο της πόδια. ‘’Μοσχοφάγαμε’’ και κατά
προτεραιότητα τα παιδιά, απαλλάσσοντας και το άτυχο ζώο από το καθημερινό του
μαρτύριό .
Όταν
πια έγινε βεβαιότητα ότι η κατάσταση αυτή θα κρατούσε επί μακρόν, διαλύσαμε τον μικρό προσωρινό
καταυλισμό μας και επιστρέψαμε στα σπίτια μας, πριν ακόμα οι Γερμανοί
στρατιώτες έλθουν στην πόλη μας. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετώπισαν μερικοί
εβραίοι συμπολίτες μας που ζούσαν όλη
την ημέρα πάνω σε μια γέρικη ‘’μουριά’’ γιατί είχαν πληροφορηθεί την ειδική
μεταχείριση που θα αντιμετώπιζαν από τους κατακτητές. Δεν ξέρω ή μάλλον δεν
θυμάμαι τι απέγιναν – πρέπει μάλλον να επέζησαν, αφού πάντα γινόταν λόγος για
όσους έχασαν τη ζωή τους και για τους συγκεκριμένους δεν ακούστηκε τίποτα.
Με τη
διάλυση του οικισμού μας, που τα σημερινά κέντρα των προσφύγων θα μας έμοιαζαν
με παλάτια, αφού διαθέτουν τουλάχιστον σκηνές, φαγητό και κάποια υποτυπώδη
φροντίδα, γυρίσαμε στο σπίτι μας. Η έκπληξη και η χαρά μου – αν μπορούσε να
υπάρχει χαρά την εποχή εκείνη- ήταν μεγάλη, όταν διαπίστωσα ότι τα κουνέλια μας
όχι απλά είχαν επιζήσει αλλά και είχαν πολλαπλασιαστεί, ζώντας σαν αγριοκούνελα
στην έρημη περιοχή του κοντινού δάσους του σπιτιού μου.
Με την
είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στη πόλη, που βρήκε τον πατέρα μου στο
γειτονικό βουνό για τη συλλογή των αναγκαίων καυσόξυλων, τρέξαμε με τη μητέρα
μου και τον ειδοποιήσαμε να φύγει προς τον γνώριμό μας πλέον καταυλισμό. Στην
επιστροφή μας αντιμετωπίσαμε το κροτάλισμα των γερμανικών σφαιρών , πάνω από τα
κεφάλια μας - προφανώς προς εκφοβισμό
- όταν
μας έβλεπαν να τρέχουμε μέσα στο δάσος. Επιστρέψαμε στο σπίτι και βρήκαμε
μέσα τους γερμανούς να το ερευνούν, ίσως επειδή είχαν αποφασίσει να στήσουν το
τοπικό στρατηγείο τους σε γειτονικό σπίτι και ήθελαν να εκκαθαρίσουν το
περιβάλλον. Ο πατέρας μου αργότερα
επέστρεψε στο σπίτι και αφού είχε
συλληφθεί δυο-τρείς φορές και απελευθερώθηκε, με τη μεσολάβηση μιας γερμανίδας
παιδοκόμου και παιδαγωγού του τοπικού γιατρού, κυκλοφορούσε πλέον με πολλές
προφυλάξεις. Αυτό το έκανε για να
αποφύγει τις, συχνές συλλήψεις των ενήλικων αντρών, από τα κατοχικά στρατεύματα, που τους έστελναν σε στρατόπεδα
καταναγκαστικής εργασίας – όπως τα
έλεγαν.
Θα
σταματήσω εδώ την προσωπική μου αναφορά στην ιστορική επέτειο, επισημαίνοντας
ότι για μας που βιώσαμε τα γεγονότα, αποτελεί μια ξεχωριστή ανάγκη να
καταστήσουμε κοινωνούς και τους
νεώτερους, θυμίζοντάς τους ότι η Ελλάδα επιβίωσε και από χειρότερες καταστάσεις
από τη σημερινή. Προσωπικά θέλω να διατρανώσω το περιεχόμενο της επικεφαλίδας του κειμένου μου, ελπίζοντας ότι
δεν θα σπεύσουν να με χαρακτηρίσουν εθνικιστή, επειδή αγαπώ την πατρίδα μου.
Αντώνης
Ταρνανάς