27.5.2015
Διαβάζω τακτικά στην εφημερίδα [μας] τα άρθρα του αγαπημένου μου
λογοτέχνη Ανδρέα Ταρνανά και πολλών
άλλων σημαντικών ανθρώπων, που αναφέρονται στα ήθη και έθιμα της γενέτειρας του
πατέρα μου και ξαναζώ έτσι τις παιδικές μου αναμνήσεις .Διατηρώ δε παράλληλα,
μια τακτική τηλεφωνική επικοινωνία με
τον φίλο Απόστολο Κούστα, οπότε ενημερώνομαι για τα εκεί συμβαίνοντα. Το
τελευταίο όμως πρωτοσέλιδό σας με τίτλο
‘’τα κόλιντα ακόμα μας καλούν’’, με την υπογραφή [ΑΝΤ], σχεδόν με υποχρέωσε να
γράψω δυο λόγια ταπεινά για τον ‘’ άγιο’’ τόπο της καταγωγής μου, όπως τον
γνώρισα μέσα από τα λόγια του πατέρα μου. Τις περισσότερες φορές, διαβάζοντας
τα όσα δημοσιεύονται στον ‘’Πεντάλοφο’’, νομίζω για να μην πω πιστεύω ότι
νοιώθω ότι αναφέρονται σε προσωπικά μου βιώματα και μνήμες μου από έναν τόπο
που επισκέφθηκα μόνο 4-5 φορές σ’ολη μου τη ζωή και για περιορισμένο χρόνο. Μου
φαίνονται τόσο οικεία , όχι μόνο τα τοπωνύμια αλλά και τα ονόματα ανθρώπων του
χωριού, αφού κυρίως στα παιδικά μου χρόνια από τον παππού Αντώνη, αλλά και πολύ
αργότερα, από τον πατέρα μου, αποτελούσαν τα μοναδικά μου ακούσματα. Τον παππού μου που την περίοδο των πρώτων χρόνων
της ζωής μου έμενε και με τον θείο
Γιάννη μαζί μας στην Αταλάντη, τον θυμάμαι από τις διηγήσεις ,κυρίως, της
μητέρας μου και τις κατοπινές μου επισκέψεις στον Πεντάλοφο. Οι διηγήσεις όμως και οι
συμβουλές του είχαν γίνει καθημερινή διδαχή της μητέρας μου, που τον θεωρούσε
γκουρού της ‘’μοναδικής ανθρώπινης αλήθειας’’ που έπρεπε εμείς, τα παιδιά της’’
να αποδεχθούμε ασυζητητί.
Με τις πιο πάνω προϋποθέσεις
και τις μοναδικές ίσως γνώσεις και παραστάσεις του πατέρα μας, το
πατρικό μας σπίτι αποτελούσε ένα παράρτημα ‘’ ζουπανιώτικης’’ κατήχησης, που εκόντες
άκοντες ακολουθούσαμε και ομολογώ ότι διαμόρφωσε ανάλογα και θετικά και τον δικό μου χαρακτήρα. Υπάρχουν στιγμές
που ο νους μου περιδιαβαίνει τους δρόμους και τη ‘’λόντζα’’ του χωριού, τα
γειτονικά χωριά, τα μοναστήρια και τα
γύρω βουνά και νομίζω, σχεδόν πιστεύω, ότι τα ζω πραγματικά, ενώ ελάχιστα από
αυτά έχω επισκεφθεί. Το Πεντάλοφο, όπως
το έλεγε ο πατέρας μου, το γνώρισα μέσα από τις μοναδικές του διηγήσεις, που
έφθαναν σε σημείο ‘’προσηλυτισμού’’, με
τις πιο αγαθές προθέσεις βέβαια. Προφανώς, ήθελε απλά να ξαναζήσει ο ίδιος τον τόπο
που οι ανάγκες της ζωής τον ανάγκασαν να
εγκαταλείψει και προσπαθούσε να κρατήσει ζωντανές όλες τις εικόνες των νεανικών
του αναμνήσεων.
Την ατέλειωτη ώρα της διήγησης, έβλεπα καθαρά μέσα στα μάτια του τον χάρτη της περιοχής, το ποτάμι που ‘’ψάρευε’’ τις άγριες πέστροφες,τις τσέπες του παντελονιού του γεμάτες φουντούκια τις μέρες των Χριστουγέννων και του Αι Βασίλη που τον ‘’φίλευαν’’ οι νοικοκυρές, όταν γύριζε με την παρέα του τα σπίτια των συγχωριανών του για να ‘’ψάλει’’ τα ‘’κόλιντα’’. Τότε, για πρώτη φορά άκουσα αυτή τη λέξη, που μου έδωσε την ευκαιρία της σημερινής ανταπόκρισης στο κάλεσμα του πρωτοσέλιδου της εφημερίδας [μας]. Εγώ σαν παιδί αυτά τα κάλαντα πρωτοέμαθα και μάλιστα με αρκετές προσωπικές του παραλλαγές του πατέρα μου , όπως έλεγε -,ανάλογα με τον ‘’αφέντη’’ που απευθύνονταν. Ευχαριστώ με την ευκαιρία τον συντάκτη του σχετικού άρθρου, που μου έδωσε την ευκαιρία να ξανανιώσω νοερά στα 80 μου χρόνια και να αποτίσω έτσι φόρο τιμής στον γεννήτορα και τον τόπο της καταγωγής μου.
Την ατέλειωτη ώρα της διήγησης, έβλεπα καθαρά μέσα στα μάτια του τον χάρτη της περιοχής, το ποτάμι που ‘’ψάρευε’’ τις άγριες πέστροφες,τις τσέπες του παντελονιού του γεμάτες φουντούκια τις μέρες των Χριστουγέννων και του Αι Βασίλη που τον ‘’φίλευαν’’ οι νοικοκυρές, όταν γύριζε με την παρέα του τα σπίτια των συγχωριανών του για να ‘’ψάλει’’ τα ‘’κόλιντα’’. Τότε, για πρώτη φορά άκουσα αυτή τη λέξη, που μου έδωσε την ευκαιρία της σημερινής ανταπόκρισης στο κάλεσμα του πρωτοσέλιδου της εφημερίδας [μας]. Εγώ σαν παιδί αυτά τα κάλαντα πρωτοέμαθα και μάλιστα με αρκετές προσωπικές του παραλλαγές του πατέρα μου , όπως έλεγε -,ανάλογα με τον ‘’αφέντη’’ που απευθύνονταν. Ευχαριστώ με την ευκαιρία τον συντάκτη του σχετικού άρθρου, που μου έδωσε την ευκαιρία να ξανανιώσω νοερά στα 80 μου χρόνια και να αποτίσω έτσι φόρο τιμής στον γεννήτορα και τον τόπο της καταγωγής μου.
Ποτέ δεν είναι αργά να ξανανιώσει κανείς παιδί , όπως νοιώθω εγώ σήμερα. ΄Εχω
ήδη ανοίξει τα φτερά μου και πετώ προς τον ‘’άγιο’’ αυτό τόπο, όπως τον
αποκαλούσε ο πατέρας μου, με την ελπίδα να χαρώ, όσα ο ίδιος άθελά του
στερήθηκε ή πάντως τα αντάλλαξε με μια ευτυχισμένη οικογένεια που δημιούργησε
στην ξενιτειά. Εγώ πάντως που έχω ζήσει στο πετσί μου, για άλλους λόγους και με
πολύ διαφορετικές συνθήκες, τον ξενιτεμό για περισσότερο από τρείς δεκαετίας,
στην Ευρώπη, καταλαβαίνω πολύ καλά τη ‘’στέρηση’’ του τόπου σου και τα
συναισθήματα που δημιουργεί.
Στην περίπτωσή μου τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά αφού βρέθηκα σε πολιτισμένες πρωτεύουσες της Ευρώπης , με τη θέλησή μου και για επαγγελματικούς λόγους, η ξενιτειά όμως δεν αλλάζει την ψυχική διάθεση, αφού σε βγάζει έξω από ‘’τα νερά’’ σου και για μας τους Έλληνες που ο νόστος αποτελεί ανάγκη, η οποιαδήποτε απομάκρυνση από την εστία μας, δημιουργεί ‘’μαράζι’’. Ένα τέτοιο ‘’μαράζι’’ βασάνιζε και τον πατέρα μου σ’ όλη του τη ζωή, διότι δεν είχε την ψυχική δύναμη να αντιμετωπίσει την μακρόχρονη αυτή απουσία του και όταν τελικά τον πείσαμε να επισκεφθούμε όλοι μαζί τη γενέτειρά του, αρρώστησε κυριολεκτικά και έβαλε τα κλάματα όταν άκουσε την αδελφή του να τον αποκαλεί ‘’Γιώτα’’, όπως τον φώναζαν μικρό.
Συντομεύσαμε την επιστροφή μας, στη νέα του έδρα και δεν είχε το κουράγιο να το ξανακάνει. Καλούσε εμάς να επισκεφθούμε τους γονείς του όσο ζούσαν και τους συγγενείς του, με μια μόνιμη επωδό.’’ Να μη δώσετε ποτέ την εντύπωση σε κανένα ότι διεκδικείτε οτιδήποτε περιουσιακό, διότι ήταν προσωπική μου επιλογή ο αναγκαστικός μου ξενιτεμός.’’ Τη φράση αυτή αναφέρω για πρώτη φορά αλλά δεν έπαυσε να με απασχολεί και στο παρελθόν, που μετά τον θάνατο του παππού και της γιαγιάς, περιόρισα συνειδητά τις επισκέψεις μου στο Πεντάλοφο και για το λόγο μιας ενδεχόμενης παρερμηνείας. Αντώνης Π. Ταρνανάς, Αταλάντη Φθιώτιδας, 17.1.2015
Στην περίπτωσή μου τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά αφού βρέθηκα σε πολιτισμένες πρωτεύουσες της Ευρώπης , με τη θέλησή μου και για επαγγελματικούς λόγους, η ξενιτειά όμως δεν αλλάζει την ψυχική διάθεση, αφού σε βγάζει έξω από ‘’τα νερά’’ σου και για μας τους Έλληνες που ο νόστος αποτελεί ανάγκη, η οποιαδήποτε απομάκρυνση από την εστία μας, δημιουργεί ‘’μαράζι’’. Ένα τέτοιο ‘’μαράζι’’ βασάνιζε και τον πατέρα μου σ’ όλη του τη ζωή, διότι δεν είχε την ψυχική δύναμη να αντιμετωπίσει την μακρόχρονη αυτή απουσία του και όταν τελικά τον πείσαμε να επισκεφθούμε όλοι μαζί τη γενέτειρά του, αρρώστησε κυριολεκτικά και έβαλε τα κλάματα όταν άκουσε την αδελφή του να τον αποκαλεί ‘’Γιώτα’’, όπως τον φώναζαν μικρό.
Συντομεύσαμε την επιστροφή μας, στη νέα του έδρα και δεν είχε το κουράγιο να το ξανακάνει. Καλούσε εμάς να επισκεφθούμε τους γονείς του όσο ζούσαν και τους συγγενείς του, με μια μόνιμη επωδό.’’ Να μη δώσετε ποτέ την εντύπωση σε κανένα ότι διεκδικείτε οτιδήποτε περιουσιακό, διότι ήταν προσωπική μου επιλογή ο αναγκαστικός μου ξενιτεμός.’’ Τη φράση αυτή αναφέρω για πρώτη φορά αλλά δεν έπαυσε να με απασχολεί και στο παρελθόν, που μετά τον θάνατο του παππού και της γιαγιάς, περιόρισα συνειδητά τις επισκέψεις μου στο Πεντάλοφο και για το λόγο μιας ενδεχόμενης παρερμηνείας. Αντώνης Π. Ταρνανάς, Αταλάντη Φθιώτιδας, 17.1.2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου