Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Η ΑΤΑΛΑΝΤΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΜΟΥ ΧΡΟΝΩΝ

ΗΘΗ, ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΔΥΣΕΙΔΑΙΜΟΝΙΕΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ  ΗΜΕΡΩΝ


Είναι καιρός που αισθάνομαι   αδήριτη  την ανάγκη  να παραμερίσω για λίγο τα όσα δυσάρεστα βιώνουμε και μας απασχολούν ώστε  να απαλύνουμε τον πόνο και τη λύπη μας, με προσφυγή και σύγκριση με κάποιες μακρινές παιδικές αναμνήσεις των Άγιων αυτών ημερών. Αναφέρομαι  σε προσωπικές αναμνήσεις στην ίδια αυτή πόλη που ξαναβρίσκομαι και τώρα και μάλιστα  μιας εποχής πολέμων, πείνας και δυστυχίας . Παρόλα αυτά, τις ημέρες των Χριστουγέννων και του νέου χρόνου, που συνεχίζουμε να αποκαλούμε Άγιες, τις προσμέναμε όλοι   ευλαβικά και  ακολουθούσαμε επίμονα  ένα τυπικό ‘’τελετουργικό’’, ανάμικτο από θρησκευτικά και παγανιστικά έθιμα.
Δεν υπήρχαν τότε πλούσιοι ούτε ευτυχείς άνθρωποι, τόσο στη διάρκεια των πολέμων όσο και στα εμφυλιοπολεμικά χρόνια που ακολούθησαν, παρά μόνο  ταλαιπωρημένοι και μαυροντυμένοι δυστυχείς, που αισιοδοξούσαν  ότι θα έλθουν και για μας καλύτερες ημέρες. Με μοναδική μας ελπίδα την προσμονή, ζούσαμε τις γιορτές όλοι μαζί και αγαπημένοι, τηρώντας πιστά και απαρέγκλιτα τόσο τις θρησκευτικές όσο  και τις λοιπές παραδόσεις, πάντα όμως γύρω από ένα οικογενειακό  περιβάλλον. Τότε υπήρχε ακόμα η οικογένεια και η θρησκευτικότητα δεν αποτελούσε μομφή, αλλά ανάγκη και καταφυγή, για να παραμερίσουμε – έστω και για λίγο – τα δεινά που προηγήθηκαν.
Μετά τα όσα ανάφερα εισαγωγικά, θα προσωποποιήσω τις αφηγήσεις μου  , αφού σκοπός μου είναι να περιγράψω τα γεγονότα μέσα από τη δική μου παιδική ματιά και τις  προσωπικές μου αναμνήσεις και εμπειρίες. Οι προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα άρχιζαν πολύ νωρίτερα, με την  έγκαιρη εξασφάλιση  από  τους  γονείς  μας των αναγκαίων ελάχιστων αγαθών, αφού τα περισσότερα από αυτά αποτελούσαν αποκλειστική ευθύνη της επιδεξιότητας και φροντίδας της ‘’νοικοκυράς’’ του σπιτιού. Όλα  αγνά και φρέσκα, αποτελούσαν οικιακή παραγωγή και γέμιζαν το σπιτικό με λαχταριστά αρώματα , περιμένοντας τη λήξη της μακράς νηστείας. Ιδιαίτερα παρασκευάσματα των ημερών αποτελούσαν,  οι κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα, αλλά κυρίως ο μπακλαβάς – με πλαστά φύλλα- , που κάθε σπιτικό διατηρούσε τη δική του γευστική ή αρωματική  διαφοροποίηση.
Γέμιζαν τα μεγάλα στρογγυλά χάλκινα ταψιά με δεκάδες χειροποίητα φύλλα, που έστρωναν εκ περιτροπής με γέμισμα διάφορων  τριμμένων  ξηρών  καρπών και ειδικά μπαχαρικά .Μετά το ψήσιμο στον πετρόχτιστο σπιτικό φούρνο, σιρόπιαζαν τον μπακλαβά με την προσθήκη  ‘’γίδινου’’   βούτυρου και τον άφηναν να κρυώσει. Ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση για τα παιδιά του σπιτιού να αντισταθούν σ’ αυτόν τον καταιγισμό  των αναδυόμενων αρωμάτων, αλλά τα συγκρατούσε η σκέψη διακοπής της νηστείας, που η ίδια τους η συνείδηση θα τους στερούσε το δικαίωμα να ‘’μεταλάβουν’’. Μια γειτόνισσά μας, η θεια-Χαρίκλεια, χρησιμοποιούσε αγνό λάδι αντί για βούτυρο, ώστε να παρατείνει τη διάρκεια του μπακλαβά της, αφού  δεν υπήρχαν ψυγεία ούτε καν ηλεκτρικό ρεύμα , εκείνη την εποχή. Λάτρης των γλυκών από τότε, προσφερόμουν πολλές φορές  να της κάνω διάφορα ‘’θελήματα’’, αποβλέποντας στο ‘’φίλεμά’’ της με ένα κομμάτι μπακλαβά, που συντηρούσε  σχεδόν μέχρι το Πάσχα.
Θυμάμαι ότι η λειτουργία των Χριστουγέννων γινόταν τις πρωινές ώρες και αμέσως μετά την επιστροφή από την εκκλησία, ο πατέρας μου άναβε το τζάκι για να ψήσει τις χοιρινές μπριζόλες, που αποτελούσαν την εισαγωγή στο εορταστικό ‘’τσιμπούσι’’ που κρατούσε όλη τη μέρα. Οι μπριζόλες  προέρχονταν από ζώο δικής μας  εκτροφής, που κάλυπτε τις οικογενειακές ανάγκες, σε κρέας, μαγειρικό λίπος και άλλα υποπροϊόντα και για τους επόμενους μήνες. Επειδή δεν υπήρχαν ψυγεία, το σφάγιο τεμαχιζόταν για να ‘’παστωθεί’’ στο αλάτι, ενώ  το λίπος το έβραζαν και το ρευστοποιούσαν για τις μαγειρικές ανάγκες και τα ‘’υπόλοιπα’’ από την ρευστοποίηση,[ το λαρδί],αποτελούσαν τηγανιτές γευστικές λιχουδιές. Παρασκευάζονταν επίσης  τα παραδοσιακά σπιτικά λουκάνικα, που κρεμούσαμε  για να στεγνώσουν και καταναλώναμε το επόμενο διάστημα.
 Ακόμα και το δέρμα του ζώου, μετά την αφαίρεση του λίπους με  μια απλή ειδική επεξεργασία, αποτελούσε τη βάση για τα ‘’ποδετά’’, τα υποδήματα πρώτης ανάγκης της εποχής. Αφού στέγνωναν στον ήλιο το δέρμα, το πήγαιναν στον τοπικό ‘’τσαγκάρη’’ , μαζί με το άτομο που θα είχε την τύχη να καλύψει με αυτόν τον τρόπο τα γυμνά του πόδια. Προσωπικά έχω υποστεί αυτή διαδικασία αρκετές φορές. Έβαζα το πόδι μου πάνω στο δέρμα [σε μια άκρη για να φθάσει και για τους υπόλοιπους],οπότε ο μπάρμπα-Λεωνίδας, επιδέξιος ‘’υποδηματοποιός’’, σημείωνε τα ίχνη του ποδιού μου  - με το μολύβι που είχε στερεωμένο στο αφτί του . Άφηνε και κάποιες στενές λωρίδες εκατέρωθεν για το δέσιμο πάνω στο πόδι και την επόμενη μέρα είχα εξασφαλισμένη μια τοπική προστασία του πέλματος των   ποδιών μου, με την υπόδειξη να μην ‘’κλωστώ’’ αντικείμενα  στο δρόμο που θα περιόριζαν την αντοχή τους.
Τα σπιτικά γλυκίσματα που στόλιζαν το οικογενειακό τραπέζι, δεν μπορούσαμε ακόμα να τα αγγίξουμε, αφού αποτελούσαν την ειδική  απόλαυση της πρωτοχρονιάς. Την παραμονή των Χριστουγέννων, όπως και την αντίστοιχη του Αι-Βασίλη, τα παιδιά γυρνούσαμε στα σπίτια για τα κάλαντα. Ατυχώς όμως, οι συνθήκες της εποχής -που ξαναθυμήθηκα και πρόσφατα, σπάνια επέτρεπαν το άνοιγμα της πόρτας και αν αυτό γινόταν από παραδρομή, εισπράτταμε τη στερεότυπη απάντηση ‘’ μας τάπαν άλλοι’’. Περιοριζόμαστε λοιπόν στους ελάχιστους στενούς συγγενείς που μας ‘’φίλευαν ‘’ με φαγώσιμα , που είχαν επίσης τη δική τους  αξία  τότε.
Το πρωινό της πρωτοχρονιάς, η πόρτα των σπιτικών άνοιγε  επιλεκτικά σε άτομα θεωρούμενα ‘’γουρλίδικα’’, για να πάει καλά η χρονιά που άρχιζε. Κάθε οικογένεια είχε τους δικούς της γουρλήδες και αυτό αποτελούσε ένα είδος προοιμίου και για την επόμενη χρονιά και οφείλω να ομολογήσω ότι –για ανεξήγητους για μένα λόγους- αποτελούσα ένα από τα ‘’τυχερά’’ αυτά πρόσωπα πολλών φιλικών σπιτικών, που με περίμεναν πως και πώς να τους κάνω ποδαρικό, όπως έκανα και για το δικό μας σπίτι.
Την προηγούμενη βραδιά, κοιμόμουν πάντα στο σπίτι της γιαγιάς και το πρωί επέστρεφα στο σπίτι μου, αλλά με κάποια ειδική διαδικασία. Πριν από αυτό, περνούσα υποχρεωτικά από τη βρύση της γειτονιάς   στον ‘’καταρράχτη’’ – σήμερα είναι η οδός  Βύρωνος που οδηγεί το Κέντρο Υγείας της Πόλης και αφού πλενόμουν στο πρόσωπο και έπινα νερό, επέλεγα μια ευμεγέθη πέτρα και λίγη άμμο από αυτήν που είχε σχηματίσει η συνεχής ροή του νερού και έφθανα στο σπίτι μου. Λίγες δεκάδες μέτρα πριν, με ανέμενε η συχωρεμένη κυρά-Αναστασία, που μου έκανε νόημα – γιατί δεν επιτρεπόταν να μιλήσω αφού είχα πιεί ‘’το αμίλητο νερό’’ – ότι με περιμένει. Πήγαινα στο σπίτι μου, καθόμουν για λίγο πάνω στην πέτρα με την άμμο  [την αποκαλούμενη κλώσα]που κουβαλούσα από τη βρύση, ευχόμουν για τον νέο χρόνο, έτρωγα το γλυκό μου και έφευγα για την επανάληψη της ίδιας διαδικασίας, για την αγαπημένη μου κυρά-Αναστασία.
Ξανά στη γειτονική βρύση επαναλάμβανα το ίδιο τελετουργικό και σε λίγα μέτρα ευχόμουν στη εκλεκτή μου γειτόνισσα, απολαμβάνοντας τα εκλεκτά της εδέσματα και την ειλικρινή της αγάπη . Αυτό συνεχίστηκε και μετά την ενηλικίωση μου, μέχρι που έφυγα οριστικά από τη γενέτειρά μου. Η κυρά-Αναστασία όμως , με περίμενε μπροστά στο σπίτι της και αργότερα, όταν μάθαινε από τους οικείους μου, ότι θα επισκεπτόμουν το πατρικό μου, με λίγα αβγουλάκια που κρατούσε στην  τσέπη της ποδιάς της, για να με καλωσορίσει, μαζί με την οικογένειά μου.
 Δυστυχία υπήρχε και τότε και μάλιστα  δικαιολογημένη λόγω των πολέμων,  η αγάπη των ανθρώπων όμως και η ελπίδα ότι  κάποτε θα τελειώσει το κακό που είχαμε ζήσει, μας όπλιζε με προσμονή για ποιο αισιόδοξο μέλλον και όρεξη για ζωή, που δυστυχώς και ανεξήγητα λείπει  εντελώς τις μέρες μας.  Αντώνης Ταρνανάς


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Αταλάντη Λοκρίδας, T.K. 35200, Φθιώτιδα, Greece
Γράφω για να εξωτερικεύσω προσωπικές μου σκέψεις και να μοιραστώ εμπειρίες και γεγονότα που βίωσα προσωπικά στη μακρόχρονη υπηρεσιακή και ιδιωτική μου διαδρομή.