Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

ΡΕΒΕΓΙΟΝ

              [Χαρούμενες   και  ανθρώπινες  στιγμές]

Με τις καλύτερες  ευχές μου  για   αγάπη  και ειρήνη στον κόσμο, που αποτελεί  στις μέρες μας και πάλι  ζητούμενο, θα προστρέξω σε ξεχωριστές   ευχάριστες αναμνήσεις , από το μακρινό  μου παρελθόν, σε μια προσπάθεια να ‘’εξευμενίσω’’ το παρόν και να αφήσω μια αμυδρή ελπίδα για το όποιο μου απομένει  ‘’μέλλον’’.  Θα αναφερθώ αποκλειστικά και μόνο στις ξεχωριστές βραδιές, των ρεβεγιόν,  στο μακρύ διάστημα που έζησα στο εξωτερικό.
Αρχίζω λοιπόν από την ίδια τη λέξη ‘’ρεβεγιόν’’ , την ετυμολογία της και τη τελική σημασία που της αποδίδεται. Η λέξη προέρχεται από την ομόηχη γαλλική   reveillon [ το ρήμα reveiller  σημαίνει ξυπνώ], που μεταφράζεται ξενύχτι -αγρυπνία , σχετίζεται δε με το γεύμα και ό,τι ακολουθεί, ύστερα από τη μεσονύκτια λειτουργία των Χριστουγέννων των ρωμαιοκαθολικών.  Σε ελεύθερη μετάφραση, για τους γαλλόφωνους πληθυσμούς, είναι το δείπνο και το γλέντι που ακολουθεί μέχρι τις πρωινές ώρες, την παραμονή Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. Αφού λοιπόν το εξηγήσαμε και αυτό, προχωρούμε στις σχετικές ιστοριούλες μας, αν και   σημασία έχει το ίδιο το γεγονός και όχι η ονομασία του.
 Το πρώτο μου άκουσμα  της ξενόφερτης λέξης  Ρεβεγιόν, συνέπεσε με τη  μετάθεση μου  στο  Βελιγράδι το 1960 . Νιόπαντρος , νέος  και ‘’άβγαλτος’’ ακόμα στη γκλαμουράτη καλοπέραση, αποδέχτηκα δοκιμαστικά, την  ευγενική πρόταση συναδέλφων της Πρεσβείας και τους ακολούθησα με τη γυναίκα μου, στην παρθενική μου ανάλογη συμμετοχή.
Ομολογώ ότι αυτό που έζησα δεν είχε καμιά σχέση με τη θρησκευτική κατάνυξη που συνοδεύει τις ορθόδοξες χριστιανικές αγρυπνίες , αλλά  ούτε και με τα πασίγνωστα ελληνικά νυχτοπερπατήματα. Ήταν   μια εντελώς  αλλιώτικη  εμπειρία, στο ξενοδοχείο Majestic, με κοτιγιόν, κομφετί και αρκετή χρυσόσκονη, που στην αρχήν μου θύμισε απόκριες. Η συνέχεια δε με μάγεψε με τη ‘’ζωντανή’’ εκτέλεση ενός μεγάλου μέρους της Ουγγρικής ραψωδίας του Λίστ,  που ‘’παράγγειλε’’ στην ορχήστρα των τσιγγάνων, ο παλιός και έμπειρος της παρέας μας [Λευτέρης ή Σλομποντάνκας]. Το ρεβεγιόν αυτό επαναλήφθηκε και άλλες χρονιές , στο Μajestic ή στο Metropol, ποτέ όμως δεν είχε την ίδια επιτυχία. Ίσως και εδώ να έπαιξε το ρόλο της η πρώτη φορά,
Τα Χριστούγεννα  του 1966, στην Πράγα της Τσεχοσλοβακίας, όπου  διέμενα στο μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο International, μέχρι να μου εξασφαλίσει σπίτι η αρμόδια υπηρεσία του τοπικού υπουργείου εξωτερικών, αποφασίσαμε, με τη γυναίκα μου, να κάνουμε ρεβεγιόν, μαζί με την 4χρονη κόρη μας, στον 13ο όροφο του ξενοδοχείου. Περάσαμε τόσο καλά , ώστε το επαναλάβαμε και την Πρωτοχρονιά, χλιδάτα και χαρούμενα, με την παρουσία πάντα κοτιγιόν και κομφετί και μακριά  από τη ‘’μαυρίλα’’ και ανέχεια που ζούσαν οι εντόπιοι. Τόσο στην Πράγα όσο και στο Βελιγράδι –που αναφέρθηκα προηγουμένως-  τα μέρη αυτά αποτελούσαν ‘’απαγορευμένες ζώνες’’ για τους γηγενείς κοινούς θνητούς και μετείχαν στη διασκέδαση μόνο ξένοι και κομματικά στελέχη. Θυμάμαι την περιέργεια που ένοιωσα στους έξι μήνες που διαμέναμε στο International, ότι τα Σαββατοκύριακα ξεναγούσαν στο περίβλεπτο αυτό ξενοδοχείο -ρωσικής τεχνοτροπίας- χωρικούς με τις τοπικές τους ενδυμασίες, με την υπόσχεση ότι ‘’πολύ σύντομα θα ζουν και εκείνοι την ίδια ζωή’’.  Η υποσχεσιολογία αυτή κάτι πρόσφατο μου θυμίζει  και στη χώρα μας, αλλά το παραβλέπω στα πλαίσια της μονομερούς μου ανακωχής στα πολιτικά σχόλια,  λόγω των Άγιων ημερών.           
Το 1980 βρέθηκα και πάλι στην Ευρώπη αλλά με εντελώς διαφοροποιημένες τις οικογενειακές και ψυχολογικές μου συνθήκες. Άρχισα δειλά-δειλά, κάποιες εξόδους σε ελληνικές ταβέρνες για να ‘’γεμίζω τις μπαταρίες μου’’ και συνήθως μαζί με τα παιδιά μου. Εκεί, πάνω στο κέφι του κρασιού- που νόμιζα ότι με βοηθούσε- θυμήθηκα και πάλι κάποιο φωνητικό ταλέντο μου και με τις προτροπές των καλών μου φίλων, ξαναγύρισα σταδιακά στη χαμένη μου διάθεση. Αρχικά, με τον ‘’αδέσμευτο’’ τότε φίλο μου Μιχάλη, περιδιαβαίναμε συχνά τα στέκια των Βρυξελλών, Ζορμπάς, Λα Κανέτ τους τσιγγάνους, κλπ.  Με την ενθάρρυνση  σταδιακά των θαμώνων αλλά και των πατρώνων [τον αείμνηστο ‘’καλλικέλαδο’’ Αλέκο και τον γαλαντόμο και αεικίνητο Θωμά] , αυξήθηκαν ‘’ οι αγρυπνίες’’ και εξελίχθηκε και το μελωδικό μας ρεπερτόριο. Με την ευγενική κατανόηση των μουσικών  φίλων δύο Γιάννηδων ,  προστέθηκε και το πρελούδιο ‘’όμορφη Θεσσαλονίκη’’, που ήταν η προειδοποίηση  της αποσκίρτησης  του φίλου Μιχάλη από τους αδέσμευτους και η ένταξή του στο  κλαμπ των παντρεμένων.
Εδώ πλέον αρχίζει η διεύρυνση της παρέας και η αλλαγή της μορφής της, με τον Αντώνη και τη Μαρία,  την προσθήκη της Ανθούλας, τον Θανάση και τη Νίκη, και κατά καιρούς, τον Κώστα με τη Μαίρη και  τον έτερο Κώστα και τη Φρανσίν, την Ελένη, τον Γιάννη και περιστασιακά με τους περισσότερους φίλους και συναδέλφους. Επανέρχεται όμως και η ιδέα του ρεβεγιόν, πότε  στα σπίτια των μετεχόντων – εκ περιτροπής- και τουλάχιστον μια φορά το χρόνο για ένα αξέχαστο γλέντι στου Θωμά  ‘’συν γυναιξί και τέκνοις’’. Παραλείπω τις προσωπικές μου ιδιαίτερες διασκεδάσεις ή συμμετοχές στα ρεβεγιόν, διότι αποτελούν  δικό μου  θέμα  και μέρος των προσωπικών μου δεδομένων.
Παρά το γεγονός ότι, κατά τη μακρόχρονη παραμονή μου στις Βρυξέλλες, είχα συνδέσει το ρεβεγιόν με το τραγούδι μου και την ανάλογη επιλογή του κέντρου, για μια και μοναδική χρονιά, άφησα εν λευκώ την επιλογή αυτή στην καλή μας φίλη  Μαρία με την κόρη μου, που  με ‘’οδήγησαν’’ αιφνιδιαστικά σε κινέζικο ρεστοράν. Μετά το αρχικό σοκ, κατάλαβα ότι στη διασκέδαση ,πρωτεύοντα ρόλο  έχει η παρέα και η διάθεση και όχι απόλυτα ο χώρος πραγματοποίησης. Μαζί με τα παιδιά μας περάσαμε μια αξέχαστη βραδιά, με ξεκαρδιστικές και αστείες λεπτομέρειες. Η πανύψηλη όμορφη κινέζα ιδιοκτήτρια , που μας εξυπηρετούσε προσωπικά και προφανώς άκουγε τα σχόλιά μας, μας άφησε σύξυλους κατά την αποχώρησή μας  , όταν μας αποχαιρέτησε σε άπταιστα ελληνικά με πολλή ευγένεια και τη δήλωση ότι η μητέρα της ήταν Ελληνίδα.
Θα τελειώσω με ένα εντελώς διαφορετικό περιστατικό, που έχει μεν  σχέση με την παραμονή των  Χριστουγέννων αλλά καμία με τα ρεβεγιόν. Όταν τοποθετήθηκα στις Βρυξέλλες[ το 1980], κάποιοι φίλοι – ο Αντώνης, ο Μιχάλης και ο Τάσος, παλιοί ήδη κάτοικοι της πόλης, με βοήθησαν στην αναζήτηση σπιτιού για την εγκατάστασή μου και μάλιστα επέμεναν να αγοράσω, διότι μακρόπνοα, συνέφερε έναντι του ενοικίου. Εγώ, μόνος με τα παιδιά μου δεν ήξερα πόσο θα μπορούσα να αντέξω τις Βρυξέλλες και με δεδομένο τον μάλλον ‘’συντηρητικό’’ χαρακτήρα μου να μην ξανοίγομαι, έψαχνα προσχήματα για να το αποφύγω. Τελικά βρήκαμε ένα πολύ καλό σπίτι, που ο ιδιοκτήτης του ζήτησε 2,5 εκατομμύρια κορώνες, με τις σχετικές ευκολίες δανειοδότησης. Εγώ, για να τον αποφύγω του αντιπρότεινα προσχηματικά, με 1,8 εκατομμύρια να με πάρει τηλέφωνο [ δεν είμαι απόλυτα βέβαιος για τα ακριβή  ποσά, αλλά η διαφορά τους ήταν πράγματι μεγάλη και η μνήμη μου ακόμα ανθεκτική].
 Το παράξενο είναι ότι την επομένη μου τηλεφώνησε θετικά και βρέθηκα σε δύσκολη θέση, από την οποία με έβγαλε ο φίλος μου ο Αντώνης, που έμενε ήδη στις Βρυξέλλες με ενοίκιο. Αρχίσαμε λοιπόν όλοι μαζί τις εργασίες του σπιτιού για να προλάβουν να μετακομίσουν πριν τον νέο χρόνο. Την παραμονή των Χριστουγέννων μας πήρε η νύχτα στο ‘’γιαπί’’ και δεν είχαμε πια το κουράγιο να πάμε κάπου για διασκέδαση[ κάτι που με πρότασή μου είχαμε αποτολμήσει στο παρελθόν]. Αποφασίσαμε λοιπόν να μείνουμε εκεί και μοιραστήκαμε τα ελάχιστα εδέσματα  στο πάτωμα και πάνω σε κάποια κιβώτια, με μουσική συντροφιά ενός τρανζίστορ και μια χαρά πρωτόγνωρη και μοναδική.
Τα περισσότερα ρεβεγιόν μου άρεσαν και τα απόλαυσα, το τελευταίο όμως με συνοδεύει με τις πιο ανθρώπινες αναμνήσεις.
Αντώνης Ταρνανάς

Υ.Γ. Παρακαλώ θερμά τους φίλους που γνωρίζουν προσωπικά τα περιγραφόμενα γεγονότα, να μου στείλουν τις κρίσεις τους και να ανασκευάσουν ενδεχόμενα λάθη ή παραλείψεις μου, θέτοντας  το παρόν υπόψη  προσώπων που αναφέρονται μεν  στο κείμενο και δεν είναι όμως αποδέκτες, διότι αγνοώ την ηλεκτρονική τους διεύθυνση.  [Θωμάς, Μάκης , κλπ].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Αταλάντη Λοκρίδας, T.K. 35200, Φθιώτιδα, Greece
Γράφω για να εξωτερικεύσω προσωπικές μου σκέψεις και να μοιραστώ εμπειρίες και γεγονότα που βίωσα προσωπικά στη μακρόχρονη υπηρεσιακή και ιδιωτική μου διαδρομή.