Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

ΤΟ ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΗΝ ΑΤΑΛΑΝΤΗ

                 [Σπονδυλωτές προσωπικές ιστοριούλες]


Τηρώντας την απόφασή μου – λόγω των ημερών -για αλλαγή ρότας στην επιλογή των θεμάτων μου, θα ασχοληθώ και αυτή την εβδομάδα με θέματα από το ‘’αρχείο’’ των προσωπικών μου αναμνήσεων. Σήμερα θα ασχοληθώ με τις τραγουδιστικές συνήθειες της γενέτειράς μου, παρεμβάλλοντας και τις προσωπικές μου επιλογές και προτιμήσεις, στη διαδρομή των οχτώ περίπου δεκαετιών που έχω προσωπική εμπειρία και άποψη.
Η Αταλάντη, μια κατεξοχήν ρουμελιώτικη κωμόπολη και χωρίς οποιεσδήποτε ξένες μουσικές επιρροές, είναι φυσικό να προδιαθέτει στο παραδοσιακό δημοτικό μουσικό ρεπερτόριο και ιδιαίτερα τα ‘’κλέφτικα’’ τραγούδια, που προέκυψαν από την ζώσα τοπική πραγματικότητα. Παράλληλα όμως και για λόγους που δεν είναι του παρόντος να εξηγήσουμε, άρχισε τη δεκαετία του 1930 μια μουσική διαφοροποίηση, με την ίδρυση [1935] του Μουσικού Συλλόγου ‘’ΟΡΦΕΥΣ’’ και το 1938 κάνει την εμφάνισή της η πρώτη  ανδρική Χορωδία Αταλάντης. Πολύ σύντομα πλαισιώθηκε από σπουδαίες φωνές, αποδεικνύοντας ότι υπήρχε ένα πολύ γόνιμο έδαφος και ήταν αρκετός ο πρώτος σπόρος για να καρποφορήσει.
Αμέσως μετά τον πόλεμο, το ‘’μπελκάντο’’ πήρε την κυρίαρχη θέση του στην τοπική μουσική κουλτούρα, σε σημείο να αλλάξει και ο τρόπος εκτέλεσης των δημοτικών τραγουδιών. Πολλά από τα παραδοσιακά μας τραγούδια έπαιρναν μια επτανησιακή μορφή, με πρίμο-σιγόντο και ενίοτε   ακουγόταν και κάποια ‘’κορώνα’’ στο φινάλε τους. Την ίδια αυτή εποχή τα ελάχιστα ταβερνάκια, θύμιζαν περισσότερο την Πλάκα παρά Ρούμελη και άρχισαν να αναδεικνύονται σημαντικές λυρικές φωνές, που δεν μετείχαν όλοι στη χορωδία,  αλλά δημιουργούσαν το ‘’φυτώριο’’ των μελλοντικών πολυφωνικών συγκροτημάτων που ακολούθησαν.
Αρχικά η κίνηση αυτή  άρχισε   με την  εκκλησιαστική χορωδία και στη Μητρόπολη της Αταλάντης είχε προβλεφθεί και ειδικός για αυτήν χώρος  [ο γυναικωνίτης], αντικριστά και υπερυψωμένα απέναντι από το Ιερό του Ναού. Το εκκλησίασμα βρισκόταν ανάμεσα στην   ανταλλαγή μελωδικών αντιφωνήσεων με τους ιερείς και απολάμβανε πραγματικά το όμορφο και κατανυκτικό  τελετουργικό τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές. Κάποιοι από τους ιερείς, που είχαν προτίμηση στο βυζαντινό μέλος ή  μουσική ‘’ ένδεια’’ , άθελά τους ή και σκόπιμα άλλαζαν ‘’τόνο’’ στις ‘’παρεμβάσεις’ τους με αποτέλεσμα να δημιουργούν κάποια μικροπροβλήματα στη χορωδία.
Το σύνολο σχεδόν των πρώτων χορωδών δεν είχαν καμιά μουσική παιδεία, κάποιοι μάλιστα  εξ αυτών είχαν περιορισμένη έως μηδενική σχολική μόρφωση και δυσκολεύονταν να κατανοήσουν ακόμα και τα λόγια της εκκλησιαστικής γλώσσας, ή τις λόγιες εκφράσεις των παλιών ελληνικών καντάδων, που τις μάθαιναν μηχανικά, χωρίς να γνωρίζουν τη σημασία τους. Ήταν όμως τόσο σπουδαίο το ταλέντο τους και η προσπάθειά τους  να ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις πειθαρχίας του χορωδιακού συνόλου, που δικαίωναν απόλυτα το μελωδικό αποτέλεσμα. Βέβαια, όπως προείπαμε, η ‘’ πρακτική’’ γινόταν τα βράδια στα ταβερνάκια που αποτελούσαν τα πρότυπα μουσικά σχολεία και τη βάση για το ‘’ξεκαθάρισμα’’ των καταλληλότερων για τη συμμετοχή στο μουσικό σύνολο, με απόλυτα αξιοκρατικά μουσικά και μόνο κριτήρια.
Η παράδοση αυτή συνεχίζεται και επί των ημερών μας, με τη δημιουργία και άλλων χορωδιών [ ανδρική, μικτή ακόμα και παιδική] αλλά η γενικευμένη παλιά πολυφωνική ‘’δίψα’’ έχει ατονήσει, σε σημείο  να φαίνονται δυσοίωνες οι μελλοντικές προοπτικές. Οι σημερινοί χορωδοί είναι πιο οργανωμένοι, έχουν καλύτερη παιδεία – ακόμα και μουσική- και εργάζονται συστηματικά, τα αποτελέσματα όμως δεν είναι ανάλογα και σε κάθε περίπτωση έχει χαθεί ο αυθορμητισμός.  Το πολυφωνικό τραγούδι έπαυσε να αποτελεί συχνό άκουσμα στις διασκεδάσεις, αφού έχει υποκατασταθεί από τα ‘’λαϊκά’’, τα ρεμπέτικα και για τους νεώτερους τα μονότονα και ξενόγλωσσα τραγούδια, κυρίως όμως εξαφανίστηκε από τα ταβερνάκια και  μπήκαν στο χρονοντούλαπο  οι  ρομαντικές αισθηματικές καντάδες.
Εδώ θα ασχοληθώ με την προσωπική μου εμπλοκή και ενασχόληση με το τραγούδι και ειδικότερα το συγκεκριμένο μουσικό είδος και ένα χαρακτηριστικό  γλαφυρό περιστατικό  της παλιάς εκείνης εποχής, αρχίζοντας από το πρώτο.
Το πατρικό μου σπίτι  βρισκόταν  στο υψηλότερο σημείο της αμφιθεατρικά χτισμένης Αταλάντης και τα βράδια έφθαναν στα αφτιά μου, όλα αυτά τα πολυφωνικά ακούσματα από τα ταβερνάκια της πόλης. Τη δεκαετία του 1940, που δεν υπήρχε ακόμα ηλεκτρικό ρεύμα ,τις σκοτεινές πρώτες νυχτερινές ώρες που οι γονείς μου απουσίαζαν από το σπίτι για τις οικογενειακές ανάγκες, τους ανέμενα ακουμπισμένος στο κορμό ενός δέντρου στη αυλή του σπιτιού μου. Για να διασκεδάσω τις φοβίες των παιδικών μου χρόνων που είχαν δημιουργήσει οι δεισιδαιμονίες της εποχής για νεράιδες και φαντάσματα -μέχρι να επιστρέψουν οι γονείς μου στο σπίτι – πετούσα πέτρες προς κάθε κατεύθυνση και τραγουδούσα, μεγαλοφώνως, ένα παρεξηγημένο τραγούδι της εποχής, το ‘’Γρίβα μ’ σε θέλει  ο Βασιλιάς’’. Είναι αλήθεια ότι η επιλογή του ήταν εντελώς τυχαία και δεν απηχούσε την ερμηνεία των βασιλικών ή αντιβασιλικών για το νόημα του τραγουδιού, αφού τότε αγνοούσα ακόμα και το όνομα του Γρίβα. Το τραγούδι αυτό, που η παιδική  φωνή μου και η σιγαλιά της νύχτας το έφθανε σε όλη την πόλη, αποτέλεσε την πρώτη αναγνώριση της καλλιφωνίας μου.
 Όταν δεν συνέτρεχαν οι λόγοι που με ανάγκαζαν να τραγουδώ, κάποιοι άρχισαν να το αποζητούν και να εισηγούνται στους γονείς μου  να ασχοληθώ με το τραγούδι. Αυτή  η μάλλον  φιλοφρονητική διάθεση των ‘’ακροατών’’ μου σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι  δύο αδελφοί της μητέρας μου  [ο Παναγιώτης και ο Στάθης Σχοινής] υπήρξαν σπουδαίοι αυτοδίδακτοι τενόροι της πρώτης ανδρικής χορωδίας της πόλης, με ώθησε από μικρό  δίπλα  τους, όπου διαπιστώθηκε και το φυσικό [κληρονομικό;]μουσικό μου ταλέντο. Ένα ταλέντο που με κατέστησε αγαπητό στις παρέες και τις γνωριμίες μου και με έσπρωξε από νωρίς να μετέχω σαν τενόρος σε διάφορες χορωδίες, αρχίζοντας από την εκκλησιαστική. Το ταλέντο μου αυτό χρησιμοποίησα και την περίοδο ‘’ειδικών συνθηκών’’ που βίωνα μετά τη απώλεια της συζύγου μου, για να αποκτήσω τη χαμένη μου αυτοπεποίθηση, κατά την περίοδο της υπηρεσίας μου στις Βρυξέλλες και ομολογώ ότι  τα κατάφερα  αρκετά καλά. Τώρα, αρκετά χρόνια πια, δεν τραγουδώ και δεν γνωρίζω αν η φωνή μου το επιτρέπει, αφού δεν έχω κίνητρα για να το  δοκιμάσω.
Τελειώνω με ένα γλαφυρό επεισόδιο, που συνέβη παρουσία μου [ παιδί ακόμα] ,ένα βράδυ, με μια παρέα χορωδών στο ‘’κουτούκι της Χαρίκλειας’’, που δείχνει όχι μόνο τις συνήθειες της εποχής αλλά και το ταλέντο αυτών των σπουδαίων τροβαδούρων. Κουτσοπίνοντας, ως συνήθως, ‘’ξεροσφύρι’’ το κρασάκι τους 5-6 φίλοι – μέλη της χορωδίας- άρχισαν  να σιγοτραγουδούν κάποιες αγαπημένες καντάδες. Με την πάροδο του χρόνου και το ανέβασμα του κεφιού, ο τενόρος της παρέας ο Στάθης, άρχισε να φορτσάρει με μια γνωστή νυκτωδία ‘’ η νύχτα φεύγει ολόχαρη’’. Το ανέβασμα της έντασης της φωνής, προφανώς ενόχλησε κάποιο ασθενή γείτονα, που βγήκε στο απέναντι μπαλκόνι και παρακάλεσε να τραγουδούν πιο χαμηλά για να μπορέσει να κοιμηθεί. Εκείνοι συμμορφώθηκαν στο δίκαιο αίτημα του και συνέχισαν να σιγοτραγουδούν, μέχρι που πέρασε μπροστά από την παρέα ένας άλλος γείτονας [ ο Καζάκης] ‘’φτιαγμένος κανονικά’’ που επέστρεφε στο σπίτι του.  Ο τελευταίος δεν μετείχε στη χορωδία αλλά ήταν ένας καταπληκτικός τενόρος και κεφάτος άνθρωπος και   προκάλεσε τον Στάθη  να κοντραριστούν στην προηγούμενη νυκτωδία. Η άμιλλα αυτή ανέβασε τον τόνο του τραγουδιού δυο ‘’οκτάβες’’ πιο ψηλά και ξανάβγαλε τον ασθενή γείτονα στο μπαλκόνι του, με την παράκληση αυτή τη φορά να συνεχίσουν ακόμα δυνατότερα.
Η  αναφορά μου στο τελευταίο περιστατικό, αποτελεί φόρο τιμής σε όλους αυτούς τους παλιούς  χορωδούς και κανταδόρους και εξηγεί ίσως την απαισιοδοξία μου, για το μέλλον του πολυφωνικού άσματος στην πόλη μας. Δεν λείπουν μόνο τα σπάνια  φωνητικά  ταλέντα του παρελθόντος αλλά και τα ‘’σχολεία του πεζοδρομίου’’ που ανακάλυπταν και προετοίμαζαν τις λαμπρές εκείνες φυσικές και χαρισματικές φωνές .    Αντώνης Ταρνανάς




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Αταλάντη Λοκρίδας, T.K. 35200, Φθιώτιδα, Greece
Γράφω για να εξωτερικεύσω προσωπικές μου σκέψεις και να μοιραστώ εμπειρίες και γεγονότα που βίωσα προσωπικά στη μακρόχρονη υπηρεσιακή και ιδιωτική μου διαδρομή.