ΣΑΝ
ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ
ΑΤΑΛΆΝΤΗ
1940-1949
Ξεσκονίζοντας τα κατάβαθα των αναμνήσεών μου , προσπαθώ να
ζωντανέψω μνήμες από την πιο σκληρή δοκιμασία του λαού μας, φέρνοντας στο φως, στιγμιότυπα
που έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα τη μακρινή μου προσωπική διαδρομή. Μη
φανταστείτε ότι κάτω από τον βαρύγδουπο αυτό τίτλο κρύβεται μια αυτοβιογραφία –που
δεν θα ενδιέφερε απολύτως κανένα- ή
κάποια σημαντική αποκάλυψη . Πρόκειται απλά για την αποτύπωση ‘’σκηνών’’ από
τον τρόπο ζωής και τα συμβάντα της επαρχιακής μας κωμόπολης, όπως τη βίωσε ένα
παιδί της περιγραφόμενης εποχής [ τα
χρόνια του πολέμου μέχρι και τον εμφύλιο.]
Γράφω σε πρώτο πρόσωπο για να στηρίξω την αυθεντικότητα των γεγονότων, όπως τα είδαν τα
αθώα τότε παιδικά μου μάτια και τα συγκρατεί η πολύπειρη πια γεροντική μου ανάμνηση. Πρόκειται για ένα
έργο που συνεχίζει να εξελίσσεται μέσα μου , χωρίς διακοπή ή διακυμάνσεις των
χαρακτηριστικών του. Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και τραγωδία,
αλλά δυστυχώς απουσιάζει το βασικό χαρακτηριστικό της, δηλαδή ο από μηχανής θεός, που θα μπορούσε – έστω και
περιστασιακά – να είχε δώσει
ευνοϊκότερες λύσεις στο καθημερινό λαϊκό μαρτύριο.
‘Ήμουν ένα από τα ‘’παιδιά μιας τυπικής
γειτονιάς‘’- όταν ακόμα αυτή αποτελούσε κοινωνική κυψέλη των ανθρώπων - πρόθυμο να
συνδράμει γείτονες και συγγενείς σε ανάγκες , που δυσκολεύονταν να διεκπεραιώσουν μόνοι τους . Υπήρξαν και περιπτώσεις που κάποιοι παραγνώριζαν τις άλλες υποχρεώσεις των
παιδιών, προτάσσοντας τις δικές τους,
γιατί γνώριζαν ότι ο σεβασμός ή τα ‘’πρέπει’’ της εποχής θα τους ‘’ευνοούσαν’’.
Προσωπικά υπολογίζω ότι τότε βιώναμε την
εποχή που πρωτόγινε λόγος για ελληνικό φιλότιμο. Ακολουθεί η παρουσίαση
ενδεικτικών περιπτώσεων, που δείχνουν το κλίμα και τις συμπεριφορές της εποχής,
αρχίζοντας από κάτι θετικό, που χρωμάτισε λίγο την ‘’μουντή’’ ατμόσφαιρα και
άμβλυνε τις δραματικές τοπικές εντυπώσεις
της εποχής.
Στην κεντρική πλατεία της πόλης, δίπλα
στην εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, στήθηκε μια μεγάλη σκηνή, που αποτέλεσε τον
χώρο παραστάσεων της θεατρικής οικογένειας Βασίλη Στρατηγού, στην οποία
έπαιρναν μέρος και τα μικρά τότε παιδιά
τους, ο Στέφανος, η Στέλλα, η Αλέκα και η Ρένα. Οι παραστάσεις τους με τα
γνωστά κωμειδύλλια , της Γκόλφως, της
Γενοβέφας και του Αγαπητικού της βοσκοπούλας, έδιναν στους θεατές το απαραίτητο ‘’ηρωικό’’ στοιχείο,
καλύπτοντας και τις συναισθηματικές ανάγκες του κοινού. Το αντίτιμο του εισιτήριο ήταν σε είδος [αβγά,
λάδι, αλεύρι κλπ] , καλύπτοντας ανάγκες ομαδικές, οικογενειακές και διαρκείας!!! Αποτέλεσε κι αυτό μια ανάσα
διαφυγής αλλά και ‘’παιδείας’’, σε μια περιοχή με υψηλό τότε ποσοστό
αναλφαβητισμού και ελάχιστες προσλαμβάνουσες παραστάσεις πολιτισμού.
Το θέατρο Σκιών , εμφανίστηκε αργότερα, στην ταράτσα των αδελφών Παπουτσή
στο κέντρο της πόλης και αφού είχαν εκλείψει οι φόβοι των ξένων κατακτητών.
Έτσι προτίμησε να μας ταξιδέψει από τη Γη στη Σελήνη ή να ρίξει το βάρος του
στις πονηριές του Καραγκιόζη στον μπάρμπα-Γιώργο και τον Χατζιαβάτη‘’ ή να
προβάλει τις πολλές αναπάντητες απορίες που βασάνιζαν το κολλητήρι. Εδώ
τελειώνει το διασκεδαστικό μέρος της αφήγησης και μπαίνουμε στα δύσκολα!!!
Οι Γερμανοί, με την είσοδό τους στην πόλη,
εγκατέστησαν τους επί κεφαλής τους στο γειτονικό σπίτι Μ. Ροδιτάκη – 100 μέτρα
από το δικό μου – με γραμματέα έναν
Αυστριακό λοχαγό τον Γιόζεφ. Αποτελούσε καθημερινό στήριγμά μου, μου έδινε
μολύβια και λευκή γραφική ύλη για τις σχολικές μου ανάγκες και όταν δεν τον
έβλεπαν άλλοι, μου παραχωρούσε μέρος του πλούσιου πρωινού του, που μου έλλειπε όπως στους περισσότερους.. Ο Ιωσήφ – όπως τον αποκαλούσαν στη γειτονιά -
ήταν πολύ φιλικός και αγαπητός από όλους που τον γνώρισαν.
Κάποια μέρα, συνόδευε με μοτοσυκλέτα μια
φάλαγγα μεταφοράς καυσίμων και στον κεντρικό δρόμο – στο ύψος της σημερινής
πλατείας- ένα βυτιοφόρο πήρε φωτιά. Στην
προσπάθειά του να προλάβει την έκρηξη και τις ενδεχόμενες συνέπειες στην πόλη,
πήδηξε στο φλεγόμενο αυτοκίνητο και πυροβόλησε επανειλημμένα τρυπώντας το βυτίο. Το αποτέλεσμα ήταν
εκτεταμένα εγκαύματά του, τα οποία έσπευσαν να γιατρέψουν με πρακτικές
μεθόδους, όλες οι γυναίκες της γειτονιάς. Δεν καθυστέρησε βέβαια και η επίσημη μεταφορά του σε νοσοκομείο και η
σωτηρία του, με εμφανή όμως εγκαύματα.
Αργότερα χαιρέτησε τη γειτονιά, λέγοντάς
μας ότι τον στέλνουν με μικρό πολεμικό πλοιάριο στην Κρήτη μαζί άλλους
Γερμανούς αλλά και κάποιους Έλληνες συνεργάτες τους. Το πλοίο αυτό δεν
έμελλε να φθάσει στον προορισμό του, γιατί το βούλιαξαν οι ίδιοι οι Γερμανοί
μετά το Σούνιο. Μάθαμε ότι ο Ιωσήφ, αποδείχτηκε κατάσκοπος των Άγγλων και
πλήρωσε με τη ζωή του το τίμημα της δράσης του , η γειτονιά όμως τον έκλαψε σαν πραγματικό φίλο της .
Τελειώνοντας το καθημερινό ωράριο του
σχολείου, περνούσα από το σπίτι της γιαγιάς, η οποία με ‘’φόρτωνε’’ σε ένα
γάιδαρο για να μεταφέρω το φαγητό των ‘’θείων’’ που εργάζονταν στα κτήματα, σε
δυο ή και τρείς διαφορετικές περιοχές και μετά επέστρεφα στο σπίτι μου για το
δικό μου γεύμα και τη μελέτη των
μαθημάτων, μετά την υποχρεωτική σύντομη μεσημβρινή
‘’σιέστα’’. Το τελευταίο δεν γινόταν
μόνο για την υγεία των παιδιών αλλά κυρίως για τη μητέρα, που αναζητούσε
κάποιες στιγμές ‘’ να ησυχάσει το μυαλό
της’’, για να σκεφθεί και να
πραγματοποιήσει ένα μέρος των ατέλειωτων και
πάντα ‘’χειροποίητων’’, καθημερινών οικιακών υποχρεώσεων. Τα παιδιά συμμετείχαν επίσης
σε όλες τις εργασίες του σπιτιού και μετά τον σχετικό έλεγχο της μητέρας ,
μπορούσαν να ‘’παίξουν’’ με τα ‘’καλά παιδιά ’’
της γειτονιάς και πάντα μέσα στο οπτικό της πεδίο !!!
Από τις διάφορες αυτές ‘’γάιδαρομεταφορές’’ μου,
συγκρατώ σημαντικά περιστατικά, αφού
βρέθηκα αρκετές φορές σε ‘’πλαϊνά χαντάκια ‘’ του δρόμου, όταν τρόμαζε το ζώο, είχα
συναντήσεις με γερμανικές περιπόλους ή επιχειρήσεις ανταρτών στην περιοχή και βίωσα
το χρονικό θανάτου ενός πεινασμένου.
Στη
διάρκεια της λιμοκτονίας , πολλοί
Αθηναίοι έφθασαν στην περιοχή μας , προς
αναζήτηση τροφής, η οποία όμως είχε σχεδόν εξαντληθεί . Κάποια μέρα είδα έναν από αυτούς, ακουμπισμένο στον τοίχο του
Αι-Θανάση, που περνούσα καθημερινά δίπλα του, να φωνάζει ‘’πεινάω…. πεινάω’’. Το ίδιο θέαμα
συνάντησα και τις επόμενες λίγες ημέρες, χωρίς να παρατηρήσω κάποια κίνηση βοήθειας
από τους περίοικους. Μια μέρα όμως το πεινάω δεν ακουγόταν πια και στην
επιστροφή μου είδα το άψυχο σώμα του , πεσμένο
στο δρόμο. Παρά την εξοικείωσή μας με τον θάνατο, αυτή τη φορά
προβληματίστηκα ιδιαίτερα.
Εγώ, ένα παιδί 6-7 ετών τότε, ελάχιστα
μπορούσα να κάνω, αλλά ένοιωθα τύψεις που δεν σταμάτησα να του προσφέρω το
υποτυπώδες φαγητό που μετέφερα στους εργαζόμενους συγγενείς μου, για να
απαλύνω την πείνα του. Στην πράξη όμως, κανείς δεν μπορούσε να σώσει, αυτόν και
χιλιάδες άλλα θύματα τις πείνας του
1941, που αποτέλεσε το πιο οδυνηρό συναίσθημα της εποχής και ιδιαίτερα για τις
μεγαλουπόλεις. Οι ντόπιοι προσπαθούσαν να εντοπίσουν τα ελάχιστα
τελευταία προϊόντα που μπορούσε ακόμα να διαθέσει η μάνα γη .
Δεν έπαυσα ποτέ να νοιώθω ενοχές για την
παιδική μου αυτή παράλειψη, αν και ήμουν και ο ίδιος πεινασμένος και αδύναμος
να δώσω λύση σε ένα πρόβλημα που οδήγησε οικογένειες να ξεπουληθούν στους μαυραγορίτες για ένα κομμάτι ψωμί, για να σώσουν τους δικούς τους από το
μαρτύριο της πείνας.
Μετά τη μελέτη των μαθημάτων , πήγαινα
στις δυο-τρεις γειτόνισσες μου για να
κάνω τα ψώνια της ημέρας από ένα ‘’μπακάλικο’’ της πόλης. Μία από αυτές, η
θεια-Ρόδα, μου έδινε μια λίστα των επιθυμιών της και ένα χαρτονόμισμα, λέγοντάς
μου με τα ρέστα να πάρω καραμέλες. Θυμάμαι πολύ καλά ότι ποτέ δεν υπήρξαν
ρέστα, αφού τα υπολόγιζε πάντα με απόλυτη
ακρίβεια. Ας είναι καλά ο υπάλληλος του μαγαζιού που μου έδινε καραμέλες
και ‘’στραγάλια’’, γιατί προτιμούσα το μαγαζί τους, για όλες τις αγορές της
γειτονιάς.
Μια άλλη γειτόνισσα, η θεια-Κυράστα,
παρότι είχε δυο παιδιά , μου εμπιστευόταν
το ‘’κατέβασμα’’ των αμύγδαλων. Όταν
ήταν ο καιρός τους, έβγαινε στο πέρασμα
προς το σπίτι μου, λέγοντας : Αντωνάκη θα έρθεις αύριο που έχει καλό καιρό, να
κατεβάσουμε τα αμύγδαλα;;; Επειδή οι αμυγδαλιές της ήταν πολύ ψηλές, το
κατέβασμά τους απαιτούσε να σκαρφαλώσω στα δέντρα και με ένα ‘’καλάμι’’ να ‘’τινάξω’’ τα κλωνάρια, μέχρι να πέσει και το
τελευταίο, διαδικασία που έκρυβε και κινδύνους. Δόξα τω Θεώ από τύχη ή την προσοχή
μου δεν υπήρξαν απρόοπτα. Στη συνέχεια έπρεπε να τα μαζέψω, γεμίζοντας δυο-τρία
τσουβάλια και μου έδινε σαν αμοιβή μου μια παιδική ‘’χούφτα’’ αμύγδαλα και
αμέτρητα καλά λόγια, με την μόνιμη
επωδό, αποφεύγω τον αδελφό σου, γιατί εκείνος βάζει και στην τσέπη του!!!
Αυτή ήταν μια συνηθισμένη μέρα για
πολλά παιδιά της ηλικίας μου και ίσως με
αυτό τον τρόπο προσπερνούσαμε τους
φόβους και την πείνα μας και κυρίως μέναμε υπό τον ‘’έλεγχο’’ των γονιών μας,
που οι ανάγκες επιβίωσης της
οικογένειας, δεν τους άφηναν πολλά περιθώρια για κάτι καλύτερο. Ελπίζω ότι οι
ελάχιστες αναφορές μου στις συνθήκες διαβίωσης , φωτίζουν έστω και αμυδρά την
πιο σημαντική εποχή της χώρας μας. Ένα
ρεαλιστικό δείγμα της εποχής μας δίνουν κάποιες ταινίες του παλιού ελληνικού
κινηματογράφου, οι οποίες δεν ξέρω
γιατί, δεν συγκίνησαν ποτέ ιδιαίτερα τους νέους μας.
Σε
αντιπαραβολή με τους καθημερινούς χουλιγκανισμούς, τις ληστείες εσχάτως δε και
δολοφονικά περιστατικά, θεωρώ θετική την
υπόμνηση σκηνών του παρελθόντος, που χαρακτήριζε τουλάχιστον η
αλληλεγγύη των γενεών, που μάλλον μας
έχει εκλείψει. Αντώνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου