Πώς χάθηκε ένας μεγάλος έρωτας
Πολλές αγάπες γνώρισα, αγάπησα
και χώρισα, έλεγε το παλιό ερωτικό
τραγουδάκι των Σπυρόπουλου-Παπαδούκα σε μουσική Γιαννίδη της εποχής μου και
λίγο πολύ αυτό συμβαίνει συχνά, χωρίς
να
αφορά μόνο τις διαπροσωπικές μας σχέσεις . Εκτός από τον άνθρωπο ή τους
ανθρώπους μας – συγγενείς, φίλους, συναδέλφους και λοιπούς συνοδοιπόρους στη
ζωή – που χάνουμε στο διάβα της, υπάρχουν κι άλλες αγάπες ή ερωμένες που ομορφαίνουν ή γλυκαίνουν τις μέρες και
τις ώρες μας που ξεγελούν τη μοναξιά και σπάνε τη μονοτονία .
Μια τέτοια ‘’αγαπητικιά’’ τα
τελευταία χρόνια ήταν και η βάρκα μου,
που με ταξίδευε σε πελάγη λησμονιάς πότε
σε γαληνεμένες και κάποτε σε ανεμοδαρμένες θάλασσες. Ήρθε λοιπόν ο καιρός
– όπως μου λέγανε τελευταία οι δικοί μου
- να αποφεύγω τους κινδύνους που καιροφυλακτούσαν στις θαλάσσιες εξόδους μου,
λες και ο πνιγμός είναι ο μόνος κίνδυνος που διατρέχει ένας 85άρης ή ότι αξίζει
τον κόπο να κάνουμε επιλογή του τρόπου που θα φύγουμε από τη ζωή. Άλλωστε λένε ότι ’’ όποιου του μέλλει να πνιγεί ποτέ του
δεν πεθαίνει’’. Εγώ λοιπόν δεν πνίγηκα αλλά και τι μ’ αυτό; Τι μου απόμεινε
πλέον να κάνω για να ‘’σκοτώνω’’ την ώρα μου την ατέλειωτη, εκτός από το
τελευταίο αποκούμπι μου, που έπαυσε πια να με γοητεύει και θα καταστεί μοναδική
και ίσως ανιαρή καθημερινότητα, το γράψιμο και ποιος νοιάζεται πια για ανάλογα αναγνώσματα;
Πήρα τελικά την απόφαση και δημοσίευσα στο ιντερνέτ – έτσι για τους
τύπους - μια αγγελία για την πώληση του σκάφους μου, ελπίζοντας ότι τελικά δεν
θα παρουσιαστούν αγοραστές. Διαψεύστηκα
στην εκτίμησή μου αυτή, αφού παρουσιάστηκαν αμέτρητοι ενδιαφερόμενοι, ακόμα και
από το εξωτερικό. Έκλεισα την πώληση με ένα κύριο από την μακρινή Λευκάδα, ώστε
να μην τη συναντώ – σαν τρίτος - στις συχνές επισκέψεις μου στη γειτονική
θάλασσα του Ευβοϊκού, όπου περνούσα μαζί
της ώρες ατέλειωτες. Για κάποιους λόγους του αγοραστή, η παραλαβή της
καθυστέρησε σχεδόν δυο μήνες και αυτό μου άφηνε φρούδες ελπίδες ότι μπορεί και
να μου μείνει – έστω και στην ξηρά – για να την βλέπω. Χθες όμως είχαμε την
τελευταία μας συνάντηση, πριν την παραδώσω στον νέο της κτήτορα – που εύχομαι
να την χαρεί όπως και εγώ. Δεν άντεξα όμως να τη δω να φεύγει την ώρα της
παραλαβής. Αργότερα, έκανα απλά ένα τηλεφώνημα για να βεβαιωθώ ότι ταξίδευε για
το νέο της στέκι ευχόμενος να είναι πάντα
καλοτάξιδη.
Με παρηγορεί η ιδέα ότι η ηλικία
μου δεν θα άφηνε περιθώρια για τα
συνηθισμένα μας πολύωρα ξεμοναχιάσματα μεσοπέλαγα, που ίσως να της προσφέρει ο
νέος της ιδιοκτήτης, οπότε χαλάλι της που
έφυγε, αφού έτσι θα γνωρίσει νέους ανθρώπους και μέρη που δεν μπορούσα
πια να της γνωρίσω εγώ. Αντώνης