ΣΑΝ
ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Ο Φίλος
μου ο Κώστας Τζάνης
Πριν
μπω στο ουσιαστικό μέρος των
πραγματικών γεγονότων, θα ήθελα να
προτάξω – όπως συχνά το συνηθίζω – μια εμπεριστατωμένη εισαγωγή που αφορά την
αφορμή και την αιτία που με οδηγεί στην καταγραφή του σημερινού μου πονήματος.
Σε
μια από τις όχι πολύ συχνές αλλά μακράς διάρκειας μεταξύ μας τηλεφωνικές
επικοινωνίες, χθες το βράδυ, η κουβέντα
τόφερε και στα παραμύθια που έλεγα στα εγγόνια μου. Του είπα συγκεκριμένα ότι
στη μεγάλη εγγονή μου, στήριζα τη μυθοπλασία μου σε λιμπρέτα από γνωστές όπερες
κυρίως του Βέρντι, ενώ στη μικρή – με δική της επιλογή – μου έδινε 3-4 λέξεις
κλειδιά και σκάρωνα τα δημιουργήματά μου. Κάτι σαν τους παλιούς κονφερανσιέ,
που έφτιαχναν τετράστιχα και στίχους τραγουδιών. Τη μέθοδο χρησιμοποιούσε πολύ
συχνά ο γνωστός στους παλιούς Αττίκ στη μάντρα του, χρησιμοποιώντας πραγματικά
στοιχεία της ζωής του, που αποτέλεσαν
τις μεγάλες επιτυχίες του. Το ίδιο έκανα και συνεχίζω να κάνω και εγώ,
επιλέγοντας πραγματικά στοιχεία, αντί της ανεξέλεγκτης αφήγησης ιστοριών, με
καλές ή κακές βασίλισσες, πρίγκιπες,
κακούς λύκους και δράκους, που ενδεχομένως να μην υπήρξαν ποτέ.
Από
την άλλη, αποτελεί κοινή διαπίστωση, ότι η ανθρώπινη μνήμη συγκρατεί
περισσότερο τις παλιές ‘’εγγραφές’’ της και δυσκολεύεται να κάνει το ίδιο για
καινούργιες γνώσεις και εμπειρίες, αφού έχει κορεσθεί και δεν έχει βρεθεί ακόμα
τρόπος αύξησης και ταξινόμησης του περιεχομένου της. Με λίγα λόγια λοιπόν, θα
διηγηθώ ένα παλιό παραμύθι, όλα τα στοιχεία του οποίου ανήκουν στο παρελθόν, αλλά είναι απόλυτα
πραγματικά.
Μια
φορά κι έναν καιρό λοιπόν, στη δεκαετία του 1950, έγινε η πρώτη μας συνάντηση
στο Κέντρο Διαβιβάσεων στο Χαϊδάρι, όπου αμφότεροι υπηρετούσαμε ως εθελοντές
και μας είχαν ανατεθεί καθήκοντα
εκπαιδευτού στη ΣΕΜΤ [Σχολή Εκπαιδεύσεως
Μηχανικών Τηλεπικοινωνιών]. Αργότερα, ύστερα από διαμαρτυρία του Μετσόβιου
Πολυτεχνείου που διεκδικούσε το απόλυτο δικαίωμα χρήσης του όρου Μηχανικός, μετονομάσθηκε
σε ΣΕΤΤΗΛ [ Σχολή Εκπαιδεύσεως Τεχνικών Τηλεπικοινωνίας]. Συνέχιζε πάντως να
αποτελεί τη μοναδική σχολή ενημέρωσης στα νέα ηλεκτρονικά συστήματα για
Αξιωματικούς και οπλίτες.
Με
τον Κώστα ανήκαμε στον ίδιο λόχο και κοιμόμαστε στον ίδιο θάλαμο και στο ίδιο
κρεβάτι [ εκείνος επάνω και εγώ κάτω]. Τότε για πρώτη μου φορά έκανα τη
διαπίστωση, ότι κάτω από το στρώμα του υπήρχαν διάφορα βιβλία – όλα Ρώσων κλασικών συγγραφέων – με τα οποία μέχρι
τότε δεν είχα καμία επαφή. Συζητήσαμε το θέμα οι δυο μας και άρχισα τα πρώτα
βήματά μου και εγώ, από το πόλεμος και ειρήνη του Τολστόι και το έγκλημα και τιμωρία και ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι. Είναι ο άνθρωπος
που μου γνώρισε – άθελά του – την λογοτεχνία και μου ενέπνευσε την αγάπη μου
για τα γράμματα και εκ των πραγμάτων προκύπτει ότι τα κατάφερε θαυμάσια.
Είμαστε
αχώριστοι και όταν ‘’ξεψαρώσαμε’’ και θελήσαμε να αποκτήσουμε πρόσθετα
μορφωτικά εφόδια, συγκατοικήσαμε αρχικά στο Περιστέρι και στο τέλος στην οδό
Σαρρή 32 στη συνοικία του Ψυρρή για να είμαστε κοντά στην πλατεία
Κουμουνδούρου, από την οποίαν έφευγαν τα λεωφορεία για το Χαϊδάρι, που έπρεπε
να βρισκόμαστε ξημερώματα. Κατεβαίναμε
στη στάση Παλατάκι της τότε λεωφόρου Καβάλας και ποιούντες την ανάγκη φιλοτιμία
διανύαμε τη διαδρομή μέχρι το στρατόπεδο ,κάνοντας κόντρες μεταξύ μας [ με
κέρδιζε στο πρώτο μέρος και τον ισοφάριζα στη συνέχεια ,λόγω καλύτερης αντοχής
ή παρατεταμένης ταχύτητας. Συνεχίζαμε με όμορφα μουσικά ντουέτα, με ιδιαίτερη
αδυναμία μας στη Σερενάτα του Σούμπερτ. Όταν πια οι αντοχές μας έπεφταν ή και
για να μην αποτελούμε στόχο στο στρατόπεδο που πλησιάζαμε, συνεχίζαμε το
ντουέτο μας ‘’σφυρίζοντας’’ πάντα πρίμο- σιγόντο – εγώ ήμουν ο τενόρος.
Μέσα
στο στρατόπεδο αντιμετωπίζαμε από κοινού τα προβλήματα και τις αντιξοότητες,
πράγμα που γνώριζαν καλά όσοι τυχόν ήθελαν να ‘’τα βάλουν μαζί μας’’. Θυμάμαι
ένας έφεδρος Λοχίας μας ‘’κάρφωσε’’ στο
Α2 [Γραφείο πληροφοριών της Μονάδας] με αιτιολογία ότι μεμψιμοιρούσαμε για το
φαγητό της ημέρας [ μελιτζάνες μπλούμ] και τη γλυτώσαμε με απλή επίπληξη.
Σε
κάποια φάση [ μην ξεχνάτε αναφέρομαι σε
γεγονότα της δεκαετίας του 1950]
– με πρόσφατο τον εμφύλιο -
ζητήθηκε από το σύνολο των ανδρών
του στρατοπέδου, να υπογράψουμε
δηλώσεις αποκήρυξης του κομμουνισμού. Βρεθήκαμε στους λίγους που αρνήθηκαν, με
το επιχείρημα ότι δεν αποκηρύσσουμε κάτι
που δεν υπήρξαμε ποτέ, διότι με αυτόν τρόπο ενοχοποιούμε το παρελθόν μας. Πέρασε και αυτό χωρίς συνέπειες.
Στα
τμήματα εκπαίδευσής μας, συχνά περνούσαν και αξιωματικοί, οι οποίοι μετά το
τέλος της εκπαίδευσης παρέμεναν στις μονάδες της Σχολής σαν διοικητές λόχων, γραφείο εκπαίδευσης
κλπ]. Ένας Λοχαγός μιας ανάλογης
περίπτωσης – που προφανώς δεν ήταν ευχαριστημένος από τη βαθμολογία του που τον
συνόδευε- όταν βρεθήκαμε τρεις μας,
έθεσε θέμα ‘’αν το ι στα δίχρονα ίμος,
ίκος και ινός είναι βραχύ ή μακρό. Εκείνος
επέμενε ότι ήταν βραχύ και εμείς ότι είναι μακρό. Μπροστά στην επιμονή
μας, μας απάντησε με τρόπο απαξιωτικό ‘’θα μου πείτε εσείς που είστε ένας κόκκος άμμου μπροστά μου ότι
είναι μακρόν;’’. Ο φίλος μου, ετοιμόλογος και βέβαιος για την ορθή απάντηση,
προσπάθησε να ψελλίσει ‘’χαριτολογώντας’’ μα είναι γνωστό κύριε λοχαγέ ότι
εσείς είστε ένα τσουβάλι άμμος μπροστά μας ‘’. Αυτό , από ό,τι θυμάμαι είχε
συνέπειες για τον φίλο μου τον Κώστα και τις ένοιωσε όταν αργότερα βρέθηκε στο Άαχεν της Γερμανίας, για σπουδές,
οι γονείς του συνάντησαν δυσκολίες στην Αποστολή συναλλάγματος. Εκείνος όμως
δεν υποτάχθηκε στη μοίρα και τις επιλογές άλλων για το μέλλον του και σπούδασε-
έστω και καθυστερημένα - στο
Πολυτεχνείο, εκείνο που είχε αποφασίσει.
Τον
Λοχαγό αυτό, συνάντησα τη 10ετία του 1980, όταν εγώ βρέθηκα στις ΜΕΑ Βρυξελλών
και εκείνος ,Υποστράτηγος στα υψηλά
κλιμάκια του ΝΑΤΟ. Συζητήσαμε το θέμα που θυμόταν καλά, μου αντέταξε όμως ότι η στρατιωτική πειθαρχία
απαιτούσε την αποδοχή της άποψης του ανωτέρου. Του απάντησα απλώς ότι δεν
επρόκειτο για άποψη αλλά θέση της γραμματικής Τριανταφυλλίδη, η οποία δεν
υπόκειται σε κανένα έλεγχο στρατιωτικής ορθότητας.
Με
τον Κώστα δεν είχαμε μυστικά ,επικαλούμενοι αμφότεροι την εκατέρωθεν βοήθεια ή συνέργεια, ακόμα και
όταν είχαμε απομακρυνθεί μεταξύ μας. Τον ευχαριστώ ιδιαίτερα για την
εμπιστοσύνη του και χαίρομαι που δεν την πρόδωσα.
Θα
κλείσω με την τελευταία ημέρα της συμβίωσής μας [ ήταν και ένας τρίτος φίλος ο
Γιώργος, ο οποίος δεν αφορά το σημερινό κείμενο] και τον τρόπο που χωρίσαμε τα
‘’τσανάκια μας]. Συμφωνήσαμε τι θα πάρει ο καθένας μας από την οικοσκευή μας,
σε μένα έπεσε ένα κρεβάτι που είχαμε πάρει στο μοναστηράκι. Θυμάμαι ότι έμεινε
εκτός διανομής ένα μικρό στρογγυλό ξυπνητήρι, με το οποία ‘’σουτάραμε’’ στους
τοίχους του δωματίου μας. Στο τέλος το πήρα μαζί μου απλώς για να μην αφήσουμε
‘’σκουπίδια’’. Αυτό το ξυπνητήρι [κουρδιστό] αποχωρίστηκα με λύπη στο τέλος του
1959, όταν άνοιξα το νέο μου νοικοκυριό με τον γάμο μου. Δεν τόλμησα να το
πετάξω, αφήνοντάς το να βρίσκεται κοντά μου ,ανάμεσα στα λοιπά αζήτητα του
παρελθόντος μου!!! Αντώνης