ΤΑΒΕΡΝΑΚΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΑ
ΑΝΑΦΙΩΤΙΚΑ [Αναμνήσεις και πραγματικότητα]
Μπήκαμε ήδη στο τριώδιο και οδεύουμε προς
τις απόκριες, που χαρακτηρίζονται από τη διασκέδαση και το ξεφάντωμα, ενώ ακολουθεί η
σαρακοστή, μια περίοδος νηστείας και προσευχής . Στη χώρα μας, τα
τελευταία χρόνια, είμαστε μόνιμα στη σαρακοστή, βιώνοντας την αρνητική πλευρά του καρνάβαλου που άλλοι το λένε μνημόνιο και άλλοι εθνική
αποκοτιά, που μας έμεινε ‘’αμανάτι’’. Για να διασκεδάσω λοιπόν
τις εντυπώσεις, θα κάνω μια προσπάθεια επιστροφής στο παρελθόν. Θα στραφώ σε
αντίστοιχες δύσκολες περιόδους των νεανικών μου χρόνων, που οι άνθρωποι είχαν τουλάχιστον
ελπίδα και προσμονή για το μέλλον και κουράγιο για διασκέδαση.
Ο κατ’ εξοχήν αποκριάτικος χώρος
στην Αθήνα ήταν η γραφική ακόμα Πλάκα με τα στενάκια και τα ταβερνάκια της. Τα
τελευταία χωρίζονταν σε δυο βασικές κατηγορίες, τις κοσμικές ταβέρνες και τα
ζεστά στέκια καθημερινής καταφυγής και διασκέδασης, που βλέπαμε στις παλιές
ελληνικές ταινίες. Προσωπικά δεν είχα την οικονομική δυνατότητα να γνωρίσω εκ
των έσω τις πρώτες και θα περιοριστώ σε κάποιες από τις αμέτρητες όμορφες
αναμνήσεις μου από τα δεύτερα, εκείνα
που μου επέτρεπαν τα πενιχρά οικονομικά μου να επισκεφθώ.
Αρχίζοντας με την απαρίθμηση των πιο γνωστών ή
τουλάχιστον εκείνων που , κατά καιρούς, αποτέλεσαν στέκια μου, θα αναφέρω, την
Πλακιωτοπούλα, την Κληματαριά [ σε μια πάροδο της οδού Σέλλευ, με τα σκαλοπάτια] τα μπακαλιαράκια του Δαμίγου [στην
Κυδαθηναίων] , το παλιό Πανεπιστήμιου [ στην οδό Θόλου 5] και του Θεόφιλου [
Βάκχου και Βύρωνος]. Όλα αυτά τα στέκια
διέθεταν καθημερινά τουλάχιστον ένα κιθαρίστα-τραγουδιστή. Στην πλακιωτοπούλα ,
ο μουσικός – ονόματι Νικολάκης, έπαιζε ένα όργανο το ‘’τσίτερ’’, το μοναδικό όργανο, που συνόδευε το μουσικό θέμα της βραβευμένης ταινίας του Όρσον Γουέλς ‘’ο
τρίτος άνθρωπος’’. Στην Κληματαριά, έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε ο Ζοζέφ, ένας
μποέμ Έλληνας που είχε εργαστεί για αρκετά χρόνια στο Παρίσι. Ο Θεόφιλος - ένας τζέντλεμαν με τη αρχόντισσα σύζυγό του την Ιώ Μαλιούρα
[ευθυτενείς αμφότεροι και καλοστεκούμενοι παρά τα 70 τους τότε χρόνια] , είχαν
αλλάξει τη χρήση ενός αυθεντικού πλακιώτικου
σπιτιού , με την αυλή του, σε
οικογενειακή γραφική ταβέρνα. Η Ιώ –
αδελφή της γνωστής χορεύτριας Λίντα Άλμα, εγκατέλειψε τη σκηνή του Αττίκ, όπου
διέπρεπε και μαγείρευε μόνη της όλα τα σερβιρόμενα φαγητά, με σπεσιαλιτέ της τη
φασολάδα. Στην αυλή της ταβέρνας – κάθε Παρασκευή βράδυ – τραγουδούσαν καντάδες
απόμαχοι και ενεργοί ακόμα καλλιτέχνες της Λυρικής σκηνής. Ήταν, νομίζω, το
‘’λαϊκότερο’’ αριστοκρατικό ταβερνάκι τις δεκαετίες 1970-1990 που το γνώρισα.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1950,
υπηρετώντας στρατιώτης ακόμα, αποφάσισα με την τότε φίλη και μετέπειτα σύζυγό μου να ‘’κάνω’’ απόκριες
στην ταβέρνα ‘’ το παλιό πανεπιστήμιο’’, στο χώρο που στεγάστηκε το πρώτο ελληνικό Πανεπιστήμιο, στον οδό Θόλου 5.
Είχα ακούσει ότι εκεί συχνάζουν πολλοί κανταδόροι, λογοτέχνες και περισσότεροι ‘’γραφικοί’’ τύποι. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη όταν, μετά
τα πρώτα ποτηράκια, όλα τα τραπεζάκια ενώθηκαν σε μια παρέα, που πλημύριζε από μοναδικό κέφι και
εκπλήξεις. Άκουσα ονόματα όπως, ο Ρώσος πρίγκιπας ο μονόφθαλμος πειρατής [ με
δεμένο το ένα μάτι], ο ταξιδευτής ‘’
στις Ινδίες’’ , με τα θαυματουργά μαντζούνια του, ο Τάκης ο Αρχιτέκτονας και
πολλοί άλλοι σημαντικοί και λιγότερο γνωστοί σε μένα, άνθρωποι.
Κάποια στιγμή που κόντευε να
ξημερώσει η επόμενη μέρα, ο Τάκης ο αρχιτέκτονας, έδωσε το σύνθημα να τον ακολουθήσουμε
στο σπίτι του στα γειτονικά Αναφιώτικα. Αφού όλοι ανταποκρίθηκαν θετικά, κάναμε
και εμείς το ίδιο και βρεθήκαμε σε ένα αρχιτεκτονικό μικρό αριστούργημα.
Βρεθήκαμε σε μια πανέμορφη μικρή αυλή – που μόνο όρθιοι
μπορούσαμε να χωρέσουμε – γεμάτη με όλα τα φυτά και άνθη της εποχής και τη μαγευτικότερη θέα των Αθηνών και της
Ακρόπολης. Εκείνος με ένα ‘’συνθηματικό’’ σφύριγμα, ξύπνησε τη γυναίκα και τη
μητέρα του και έδωσε εντολή να σφάξουν ‘’δυο κοκόρια’’ για να μας ‘’φιλέψουν’’. Οι ευγενικές αυτές ηρωίδες,
δεν έδειξαν καμιά ενόχληση για όλη αυτή την ταλαιπωρία και τέθηκαν περιχαρείς στην υπηρεσία μας.
Μέχρι να τελειώσει η διαδικασία που
συνόδευε τη ‘’σεμνή αυτή τελετή’’, αντικρίσαμε και την ομορφότερη ανατολή του ήλιου, πάνω από τις αρχαιότητες της
περιοχής. Εντύπωση μου έκανε η φυσική και ειλικρινής απάντηση της γηραιάς
μητέρας του Τάκη, όταν της ζήτησα συγγνώμη για το βίαιο ξύπνημα και τη συνολική
ενόχληση που δημιούργησε η πρωινή παρουσία μας στο σπίτι τους. Αφού ευχήθηκε σε μένα και τη φίλη μου να
παντρευτούμε σύντομα και να ευτυχήσουμε,
πρόσθεσε ότι ‘’ ευχαριστήθηκαν και οι ίδιες από την παρουσία μας στο σπιτικό
τους, αφού μοιράστηκαν μαζί μας τη γιορτή της αποκριάς’’.
Άλλες
εποχές , άλλα ήθη με τα θετικά και τα αρνητικά τους. Έκτοτε πάντως δεν ξαναπήγα
στη συγκεκριμένη ταβέρνα για να αποφύγω επανάληψη ανάλογων συμπεριφορών, αλλά
διατηρώ πάντα τις καλύτερες αναμνήσεις από την πρωτόγνωρη εκείνη εμπειρία.
Αντώνης
Ταρνανάς