CERNY CUN
Είχα την τύχη να συναντήσω τον παγκόσμιο αυτό γίγαντα
– και όχι μόνο για την μουσική του - δυο φορές στη ζωή μου, αμφότερες στο
εξωτερικό, έχω όμως πολλά να θυμάμαι από την πληθωρική αυτή προσωπικότητα.
Πρώτη φορά τον συνάντησα στην Πράγα , την περίοδο της χούντας, κατά τις
μουσικές περιοδείες του στην Ευρώπη .Συνέπεσε με τα πρώτα βήματα της Άνοιξης
της Πράγας και ευτυχώς πριν από τη Σοβιετική Εισβολή στη χώρα,
που έσπευσαν να αναγνωρίσουν μόνο το ΚΚΕ και το ΑΚΕΛ . Η
δεύτερη έγινε με διαφορετικές συνθήκες, σε μια πολύ μεγάλη συναυλία του στις
Βρυξέλλες, τη δεκαετία του 1980.
Δεν θα ασχοληθώ με το
επιτυχημένο μουσικό του έργο, για το οποίο και η
απλή σκέψη κριτικής αποτελεί βλασφημία, αλλά με τα
υπόλοιπα εξ ίσου σημαντικά. Αρχίζω από τη συναυλία των
Βρυξελλών, που ήμουν ένας από τις χιλιάδες των ακροατών του. Όρμησε σαν
σίφουνας στη σκηνή [χωρίς τους συνεργάτες του ] ψάλλοντας τα
εξ αμάξης [ ευτυχώς στην ελληνική] στην Υπουργό Πολιτισμού,
αείμνηστη Μελίνα, γιατί του αρνήθηκε τη δαπάνη για τη χορωδία που
απαιτούσαν οι συναυλίες του στο εξωτερικό. Είπε πολλά για το θέμα
και όχι μόνο, καταλήγοντας ότι ευτυχώς προσφέρθηκε να συνδράμει αφιλοκερδώς μια
Σουηδική χορωδία, την οποία παρουσίασε, αρχίζοντας το κύριο
πρόγραμμα.
Ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα , όπως και οι υπόλοιποι
Έλληνες , από την εκρηκτική παρουσία του στη σκηνή,
που παρέμεινε έντονος σε όλη τη διάρκεια εκτέλεσης του
έργου του, που διηύθυνε ο ίδιος.
Η άλλη εμπειρία μου, που προηγείται χρονολογικά , είχε
ανάλογη ένταση αλλά ακολούθησε τη συναυλία. Πρόκειται για μια
παρουσία με την ορχήστρα και τους συνεργάτες του Μαρία Φαραντούρη και
Αντώνη Καλογιάννη, που έχω συγκρατήσει και κάποιους άλλους που μου διαφεύγουν
τα ονόματα τους. Ήμουν ένας ανεπίσημος [σκαστός] εκπρόσωπος
της Ελληνικής Πρεσβείας, σε μια εποχή που όλα ‘’τάσκιαζε η φοβέρα και τα
πλάκωνε η χούντα’’. Η εκδήλωση έγινε στην αίθουσα CERNY KUN [μαύρο άλογο] και μετά το τέλος της μείναμε κάποιοι λιγοστοί και ο μεγάλος
μουσουργός, άρχισε να αφηγείται προσωπικές του ιστορίες. Συγκρατώ μια αναφορά
του με σχόλια για τη γνωριμία του με τον Δημήτρη Μητροπάνο,
που δεν ήταν ακόμα γνωστός και τη συνδρομή που του ζητήθηκε από στενό συγγενικό
πρόσωπο του Δημήτρη, με την επίκληση δεσμών του με το Κόμμα. Μετά όμως
ακολούθησε το ξέσπασμά του κατά του ΚΚΕ, που τον ‘’υποχρέωνε’’ στην οργάνωση
ανοιχτών συναυλιών, ενώ του έπαιρνε τις εισπράξεις, αφήνοντάς τον χρεωμένο με
τις λοιπές δαπάνες. Παρακολουθώντας τη λαμπρή συνέχεια της πορείας
του, διαπίστωσα ότι άρχισε να ψελλίζει κάποιες αλήθειες, που αργότερα τις
είδαμε και σε συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα και αλλαχού, όταν πια ένοιωθε απόλυτα αποδεσμευμένος από
κομματικές εξαρτήσεις. Έτσι τελικά έγινε ο Μίκης όλων των
Ελλήνων, που με τις σοφές παρεμβάσεις επεμβαίνει, με τον τρόπο του, στα
πολιτικά πράγματα της χώρας.
Το ερώτημά μου είναι πόσο πρέπει να περιμένουμε
τους ''στρατευμένους'' ή ''επιστρατευμένους'' λαμπρούς καλλιτέχνες να μας
αποκαλύψουν τις αλήθειες τους και αν τελικά διορθώνεται όποιο κακό
έχει συντελεστεί στη διάρκεια της όποιας στράτευσης. Κυρίως
όμως πότε και αν μας έλεγαν την πραγματική αλήθεια και τι κρατάμε εμείς οι
τρίτοι σαν τελικό συμπέρασμα. Ύστερα από όλα αυτά προστίθεται και το βασικό
ερώτημα αν υπάρχει πλέον πραγματική ιδεολογία και πώς την
διακρίνουμε εμείς οι ανύποπτοι και ανιδιοτελείς ανίδεοι!!! Σε μια
εποχή που γίνεται αποδεκτό και το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, που
επικαλούνται και οι Τούρκοι για
τους μουσουλμάνους της Θράκης και υιοθετούσε ένας δικός μας πολιτικός ηγέτης, μπορεί να
χρησιμοποιηθεί ενδεχομένως και ο όρος followers!!!
Θυμάμαι ότι από τη συναυλία αυτή έφυγα - άγνωστο πως -
με ένα δίσκο στα χέρια , που είχε ηχογραφηθεί από την εταιρεία MELODIYA, στη Σοβιετική Ένωση, που επισυνάπτω φωτογραφία των δυο
όψεων του εξώφυλλου του. Πιθανολογώ ότι μου τον χάρισαν αλλά γιατί ,
αφού τους ήμουν τελείως άγνωστος, σχεδόν περαστικός.
Κλείνω το κείμενό μου για τον μοναδικό
αυτό σοφό μουσουργό, αλλά παραμένει η απορία μου αν οι σοφοί
γεννιούνται ή γίνονται, χωρίς να αμφισβητούνται η σοφία και η μεγαλοσύνη
τους. Τελικά ποιοι είμαστε και πού πάμε ή μας
πάνε;;; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό, είναι πέρα για πέρα
πραγματικό, όπως είναι πραγματικά και όσα αναφέρονται στο κείμενο .
Αντώνης