Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ


Με το θέμα αυτό ασχολήθηκαν κατά καιρούς, ποιητές και συγγραφείς,  που ύμνησαν και απόλυτα δίκαια, την ιδιαίτερη ευαισθησία της μάνας. Η γυναίκα από τη φύση της είναι γεννημένη για να αγαπά και σαν γίνει μάνα ξεχνά την ίδια την ύπαρξή της και αφιερώνεται – μέχρις αυτοθυσίας – στα παιδιά της. Οι ειδικοί  υποστηρίζουν ότι αυτό αποτελεί μια φυσική  αναγκαιότητα για την προστασία της μητρικής της ιδιότητας  και τη διαιώνιση του είδους, όπως συμβαίνει -με ελάχιστες εξαιρέσεις-  και στο υπόλοιπο ζωικό βασίλειο. Σε κάθε περίπτωση η καρδιά της μάνας έχει υμνηθεί όσο τίποτα άλλο και αποτέλεσε θέμα σημαντικών ποιητών και συνθετών, για να καταδείξουν αυτή την ιδιαιτερότητα της μητρικής καρδιάς.
 Ένα στοιχείο που ίσως διέλαθε της προσοχής μας είναι ότι τα περισσότερα από αυτά τα έργα έχουν γραφεί από άνδρες, όπως άνδρες αποτελούν και το ‘’αντικείμενο θυσίας’’ των μητέρων τους, στις ιδανικές μητρικές αυτοθυσίες. Μάνες είναι και εκείνες που διαμορφώνουν τους ‘’δύσκολους’’ χαρακτήρες των αγοριών, που αργότερα χαρακτηρίζονται ‘’κακοί πατεράδες και σύζυγοι’’. Το Οιδιπόδειο σύνδρομο θα προσδιορίζει  πάντα τα έργα και τις σκέψεις μας και θα μας οδηγεί στην προβολή και εξιδανίκευση της μάνας,  όπως άλλωστε της αξίζει απόλυτα.
Ένα από τα ποιήματα αυτά, με τίτλο η καρδιά της μάνας, φθάνει σε ακραίες παρομοιώσεις και συμβολισμούς και είναι γνωστό παγκόσμια, με παρεμφερείς διατυπώσεις. Εγώ θα παραθέσω την εκδοχή του Άγγελου Βλάχου , που υμνεί με σπαραγμό το μοναδικό αυτό πλάσμα – τη μάνα – που αποτελεί  βασικό στοιχείο δημιουργίας και στήριξης της κοινωνίας μας. Ανάλογες είναι και οι μελοποιήσεις του Π. Θαλασσινού [της μάνας η καρδιά] και του Στ. Καζαντζίδη [ η καρδιά της μάνας], με ανάλογο στόχο και διαφορετικούς  τίτλους.
Προσωπικά διαπιστώνω μια αλλιώτικη αντιμετώπιση ανάλογων ανδρικών περιπτώσεων, που για διάφορους λόγους κλήθηκαν να παίξουν το διπλό ρόλο μάνας και πατέρα για να ‘’μεγαλώσουν’’ οι ίδιοι – χωρίς καμία βοήθεια – τα παιδιά τους . Επίσης  – εν καιρώ πολέμου –  αρκετοί πατεράδες  στήθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα  στη θέση των παιδιών τους. Εδώ η στάση  της λογοτεχνίας, της μουσικής και του ‘’θεάματος’’, στάθηκε λίγο μεροληπτική και άδικη, αντιπαραθέτοντας το παράδειγμα της καρδιάς της μάνας που κατρακυλάει [ στο ποίημα που ακολουθεί], με το ξύρισμα του μουστακιού του πατέρα [σε ταινία εποχής]. Για να σώσουν δε τα προσχήματα , στην περίπτωση του πατέρα, χρησιμοποιήθηκε και ο δεύτερος [παραπειστικός] τίτλος ‘’ οι άνδρες δεν κλαίνε’’. Ε , λοιπόν και οι άνδρες κλαίνε και έχουν και αυτοί καρδιά , αλλά κρατάνε τον πόνο για τον εαυτό τους, ενώ μοιράζονται την αγάπη τους και προβάλλουν πάντα  τα θετικά παραδείγματα των γυναικών και μανάδων τους.  Οι άνδρες   δημιουργοί – πλην ελάχιστων εγωκεντρικών  εξαιρέσεων – αποφεύγουν να  αυτοπροβάλλονται, αναμένοντας ίσως ότι – στα πλαίσια της πραγματικής εξίσωσης δικαιωμάτων των δύο φύλων – κάποιες γυναίκες θα φροντίσουν και για την ανδρική προβολή . Αν δεν το τολμήσουν μεμονωμένες γυναίκες, ας το επιχειρήσουν κάποιοι από τους αμέτρητους ‘’Συλλόγους γυναικών’’,  δείχνοντας έτσι ότι η εξίσωση δικαιωμάτων απαιτεί – επί τέλους – μια εκεχειρία για να μην πω ‘’  λήξη του εμπολέμου’’ μεταξύ μας. Η ιστορία θα πρέπει να αποτελεί οδηγό και για τις μελλοντικές μας σκέψεις, διότι στο παρελθόν δεν υπήρξε μόνο το άδικο ανδρικό κεκτημένο, αλλά και μεγάλες περίοδοι μητριαρχίας και ότι η ζωή είναι ένας κύκλος, που μοναδικό στοιχείο ισορροπίας του αποτελεί η αγάπη και η εκατέρωθεν κατανόηση. Αγαπάτε  αλλήλους διακήρυξε ο Χριστός και στην αγάπη αυτή δεν έκανε ‘’φυλετικές ‘’ διαφοροποιήσεις.
Αντώνης Ταρνανάς
Ακολουθεί το ποίημα


‘’’ Η καρδιά της μάνας  [εκδοχή  Άγγελου Βλάχου]

Ένα παιδί, μοναχοπαίδι αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
-Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ' αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρης την καρδιά
να ρίξω να την φάη το σκυλί μου

Τρέχει ο νειός, την μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβά και ξεριζώνει
και τρέχει να την πάη μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νειός κατάχαμα με δαύτη.

Κυλάει ο γυιός και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίη και να μιλάη.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
-Εχτύπησες, αγόρι μου;…και κλαίει! ‘’’

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2017

Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ


Τα δυο αυτά οριακά σημεία του σημερινού μου τίτλου , έχουν μια σημαντική και απαραίτητη  αλληλεξάρτηση, αφού δεν  μπορεί να υπάρξει το ένα χωρίς την ύπαρξη του άλλου.  Αποτελούν συνεπώς την αναγκαία προϋπόθεση κάθε εκδήλωσης ζωής , όπου   κάθε αρχή  προϊδεάζει για το αναμενόμενο τέλος, το οποίο ασφαλώς  αποτελεί νομοτελειακό  επακόλουθό της. Έτσι λοιπόν , η πρώτη φορά έχει απόλυτη σχέση με την τελευταία, πολλές φορές  δε  ενυπάρχουν ή  και συμπίπτουν χρονικά, ποτέ όμως δεν θα τις βρούμε ως  αυθύπαρκτες έννοιες.
Με την πρώτη φορά έχω ασχοληθεί , με ομότιτλο  άρθρο μου και σε ανύποπτο χρόνο, στο παρελθόν – που επισυνάπτω για όσους δεν το διάβασαν- περιοριζόμενος στο δεύτερο σκέλος του τίτλου του σημερινού μου πονήματος. Επισημαίνω όμως ότι, σε αντίθεση με την πρώτη φορά που είναι μία και μοναδική, η τελευταία μπορεί και να επαναλαμβάνεται. Ο Κολομβιανός συγγραφέας  Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες έλεγε,  ‘’ζήσε κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία’’, πράγμα που επιβεβαιώνει ότι κανείς δεν ξέρει ποια είναι η τελευταία φορά και συνεπώς πρέπει πάντα να είμαστε έτοιμοι και προετοιμασμένοι. Σημειώνω εδώ ότι ο Μάρκες τα έλεγε αυτά, όταν οι γιατροί του είχαν διαγνώσει τον επερχόμενο θάνατο από καρκίνο των λεμφαδένων και λειτούργησε εκ του ασφαλούς, χωρίς αυτό να μειώνει το κύρος και την ικανότητά του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν και τα αναφερόμενα περιστατικά στο ενδεχόμενο πιθανής  σύγκρουσης του Κομήτη Χάλει το 1910. Όταν ανακοινώθηκε  από τους αστρολόγους και μελλοντολόγους ότι ενδέχεται να συγκρουστεί με τον πλανήτη μας και ότι η ουρά του περιείχε ένα δηλητηριώδες κυανιούχο αέριο που θα εξαφάνισε τη ζωή από τη γη, κάποιοι λαϊκιστές της εποχής κερδοσκοπούσαν  πουλώντας αντιασφυξιογόνες   μάσκες . Τις υστερικές αυτές στιγμές οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε δύο βασικά στρατόπεδα, εκείνων που με κάθε τρόπο ήθελαν να απολαύσουν όσα δεν είχαν προλάβει και των άλλων που έκαναν την τελευταία προσπάθεια εξιλέωσης, για να τύχουν καλύτερης υποδοχής στη Βασιλεία των ουρανών. Το τυχαίο αυτό περιστατικό  έβαλε σε  αντιπαράθεση τους υλιστές – που σε μια νύχτα προσπάθησαν να ικανοποιήσουν κάθε τους οργιώδη απόλαυση- με τους ανθρώπους του πνεύματος, που έκαναν προσπάθεια - έστω και την 12η – να σώσουν την ψυχή τους. Και στις δυο αυτές βασικές περιπτώσεις, διακρίνουμε τη γνωστή ματαιοδοξία, για το  όφελος.   Έστω και την τελευταία στιγμή λοιπόν, επικράτησε η επιδίωξη του κέρδους και η επιλογή περιορίστηκε απλά ανάμεσα στο υλικό  και το ψυχικό .
Για να ολοκληρώσουμε τα  στοιχεία από το συγκεκριμένο γεγονός, θα αναφερθώ στην προσωπική θέση του Αϊνστάιν, ο οποίος απάντησε αρνητικά στο ερώτημα αν θα γίνει αυτή σύγκρουση του κομήτη με τη γη. Όταν τον ξαναρώτησαν πως είναι τόσο κατηγορηματικός εκείνος απάντησε αφοπλιστικά. Αν δεν συγκρουσθεί θα δικαιωθώ, αν όμως τελικά γίνει η σύγκρουση, κανείς μας δεν θα ζει για πει ότι έκανα λάθος.
Όπως ξέρουμε  όμως, ο κομήτης πέρασε 25  εκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά από τη γη και κανένας δεν έπαθε το παραμικρό. Το γεγονός όμως αυτό, πέραν της αποκάλυψης των ανθρώπινων αδυναμιών και των ηθικών αξιών του καθενός μας, επιβεβαιώνει  και το ‘’αξίωμα’’ ότι ποτέ δεν είναι γνωστή και μοναδική η τελευταία φορά, οπότε θα πρέπει να ζούμε σύμφωνα με τις ηθικές αρχές μας κάθε φορά, σαν να είναι η τελευταία μας.  Αντώνης Ταρνανάς
Ακολουθεί το συνημμένο κείμενο

                         ‘’’’        Η ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ

Επιστρέφοντας το καταμεσήμερο με τρομερή ζέστη στο σπίτι, ύστερα από μια μπυρίτσα με τον φίλο μου το γιατρό, έκανα μια στάση σε ένα  σκιερό πεζούλι απέναντι από την εκκλησία, για να ξανασάνω και να πάρω δυνάμεις για τη συνέχεια. Δίπλα μου, σχεδόν κολλητά, για να επωφεληθούν  από την περιορισμένη  σκιά, κάθισαν δυο πολύ νεαρά τσιγγανοπούλα –ένα αγόρι και ένα κορίτσι- που, αγνοώντας την παρουσία μου  συνέχισαν την κουβέντα που,  προφανώς, τα έφερε ως εδώ. Μιλούσαν ελληνικά μεταξύ τους και η συζήτησή τους – όπως άθελά μου  λαθράκουσα- αφορούσε το ‘’ αλληλοκλέψιμό ’’ τους, αφού οι οικογένειές τους  - για λόγους ηλικίας- δεν συμφωνούσαν να τους παντρέψουν. Περισσότερο από περιέργεια παρά από ενδιαφέρον για τις προθέσεις τους, ρώτησα γιατί προσφεύγουν σ’ αυτή τη διαδικασία και δεν περιμένουν να  μεγαλώσουν ακόμα λίγο. Η απάντησή τους ήταν αφοπλιστική, αφού μου δήλωσαν ότι  αγαπιούνται και  μοναδικό σκοπό τους αποτελούσε πια η επίσπευση της ‘’πρώτης φοράς’’, αφού τα αυστηρά σχετικά έθιμα της φυλής τους, εξακολουθούν να θεωρούν την αγνότητα στο γάμο, το σημαντικότερο στοιχείο  ‘’τιμιότητας της γυναίκας’’. Εγώ συνέχισα την επιστροφή μου  και τα παιδιά  μάλλον  τους προβληματισμούς τους.
 Μπαίνοντας στο σπίτι μου ‘’κάθισα αμέσως’’ στον υπολογιστή μου και  αναζήτησα περισσότερες πληροφορίες για τα έθιμα των τσιγγάνων και κυρίως το γάμο. Πρώτο και κύριο θέμα όλων των σχετικών πληροφοριών αποτελούσε η αυστηρή τήρηση της παράδοσης και κυρίως οι λέξεις  ‘’πρώτη φορά’’ και το ‘’σεντόνι’’,  απόλυτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Το ‘’πρώτη φορά’’  αφορούσε το καθαρά διαδικαστικό θέμα της  πρώτης σεξουαλικής πράξης και το ‘’σεντόνι’’ την απόδειξη της διάπραξης του γεγονότος για πρώτη και μοναδική  φορά.
Αυτό  μου έφερε συνειρμικά στο μυαλό, τις αμέτρητες φορές  που έχω ακούσει  τις δύο αυτές λέξεις [ πρώτη φορά αριστερά, πρώτη φορά δεξιά, πρώτη φορά σοσιαλισμός και αμέτρητες όσες ανάλογες λεκτικές ‘’αρλούμπες’’]  και μου πέρασε από το νου μια ‘’φαεινή’’ και πρωτότυπη ιδέα, της καθιέρωσης ενός τύπου  ανάλογου ‘’σεντονιού’’, ως αποδεικτικού στοιχείου και στην  πρακτική κάθε πολιτικού μας. Είναι σαφές ότι δεν εννοώ την αναζήτηση αποδείξεων για το πόσες φορές επιδίωξαν αλληγορικά  και ίσως και το κατάφεραν να ‘’ασελγήσουν’’  εις βάρος μας,  αλλά κάτι που να ελέγχει την δια βίου  εντιμότητα και ειλικρίνειά τους, κάτι σαν την αειφόρο ανάπτυξη και βελτίωση . Θα μου πείτε ότι στη χώρα μας δεν ‘’καταφέραμε ‘’ να εφαρμόσουμε πλήρως  ούτε το ‘’πόθεν έσχες’’, επιλέγοντας πότε το πόθεν και πότε το έσχες, οπότε φυσικά καταλήγουμε στο ανεξέλεγκτο ‘’αίσχος’’. Στην Ελλάδα – όπως έλεγε ο ηθοποιός Τζαβαλάς Καρούσος [που κακώς  αποδίδεται στο Γιάννη Τσαρούχη],  είσαι ό,τι δηλώσεις. Ο σημαντικός μας όμως αυτός ζωγράφος και όχι μόνο είχε πει μεταξύ πολλών άλλων  ότι  ‘’ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΖΟΥΜΕ ΠΟΛΥΤΕΛΕΣΤΕΡΑ ΑΠ’ ΟΣΟ ΜΑΣ ΕΠΙΤΡΈΠΟΥΝ ΤΑ ΜΕΣΑ ΜΑΣ, ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΜΑΣ ΔΥΝΑΤΌΤΗΤΕΣ  ΚΑΙ ΤΙΣ ΨΥΧΙΚΕΣ ΜΑΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ. ΑΥΤΟ ΗΔΗ ΜΑΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΑ ΜΑΣ ΠΡΟΞΕΝΗΣΕΙ  ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΚΟ’’. Βλέπετε λοιπόν ότι δεν είναι μόνο  οι κακοί δανειστές μας που μας αποδίδουν τέτοιους χαρακτηρισμούς και το κυριότερο ότι οι κακές αυτές προβλέψεις, άρχισαν ήδη  να πραγματοποιούνται και εμείς περί άλλα τυρβάζουμε.
Κάποιοι από τους κατά καιρούς ‘’πρώτη φορά’’, που απλώς μας ‘’λιβάνιζαν’’ και χάιδευαν τα μονίμως ευήκοα σε λαϊκισμούς  ώτα μας, συνεχίζουν το βαρετό αλλά αποδοτικό αυτό ‘’τροπάριο’’ και εμείς οι εθισμένοι, απολαμβάνουμε το γεγονός ότι μας δουλεύουν, αρκούμενοι στα ελάχιστα κόκαλα που μας πετούν για γλείψιμο και στην απλή τους εύνοια.  Αυτοί είμαστε και καλά παθαίνουμε και όπως έχει λεχθεί και στο παρελθόν , οι ηγέτες μας είναι σαρξ εκ της σαρκός μας ή επί το λαϊκότερο, τέτοιοι που είμαστε αυτοί μας αξίζουν. Τα τσιγγανόπουλα που μου έδωσαν την αφορμή του παρόντος είναι σίγουρο ότι – παρά την ενδεχόμενη φτώχια  και αγραμματοσύνη τους -  ‘’θα γευθούν την ομορφιά της πρώτης φοράς’’, ενώ εμείς οι ξύπνιοι και ενίοτε σπουδαγμένοι, θα  ‘’υφιστάμεθα’’ πάντα μία από τα ίδια,  άσχετα αν πρόκειται για την πρώτη ή έσχατη φορά.
 Για να πετύχουμε όμως κάποτε  το τελευταίο  , χρειάζεται θέληση, λογική   και σκέψη [που στη χώρα μας είναι σε ανεπάρκεια] και δεν βλάπτει να ρίχνουμε και μια ματιά στα σοφά λόγια  άλλων, μη εξαιρουμένου και  του Γιάννη Τσαρούχη. Η  κομματική τύφλωση που έχει επικρατήσει στη χώρα μας, δεν μας αφήνει να σκεφθούμε ελεύθερα και για όλους μας αλλά κρίνουμε με προσωποκεντρικά μόνο  κριτήρια και αν  τυχόν ακούσουμε και καμιά ‘’σοφή’’ κουβέντα, την απορρίπτουμε με πρόσχημα την ενδεχόμενη ιδιαιτερότητα του ατόμου που την εκστόμισε ,πιστεύοντας ότι έτσι ,ενδεχομένως,  ‘’προστατεύεται   η βαρβατίλα μας’’.  Δεν θέλω να θυμίσω πόσο αύξησε τη δημοτικότητα πολιτικών – διεθνώς- ή όποια παρασπονδία τους και κυρίως η σεξουαλική και εξωσυζυγική τους σχέση,  αφού έτσι πίστεψαν ότι τονώθηκε  η περήφανη  ‘’ανδροπρέπεια’’ και των οπαδών τους. Είμαστε μια χώρα που ευνοεί συνειδητά τη μετριότητα, διότι το αντίθετο θα δημιουργούσε συμπλέγματα κατωτερότητας, στις μετριότητες των ηγετών μας. Πολλοί από τους κρατούντες και μερικοί μάλιστα διαχρονικά , έδειξαν το μένος τους κατά της αξιοκρατίας και  δεν αποδέχονται   την ‘’αριστεία’’ , με τη δικαιολογία ότι αυτή στρέφεται κατά της ισότητας των λαϊκών στρωμάτων. Το κακό γι’ αυτούς είναι ότι δεν αποδέχονται ούτε και την ισότητα – την οποία προβάλλουν για λόγους σκοπιμότητας- αφού τα παιδιά των περισσότερων εξ αυτών σπουδάζουν σε ξένα σχολεία. Μπορείτε να σκεφθείτε άλλη – απλά δημοκρατική- και όχι υποχρεωτικά    ‘’προοδευτική’’ χώρα, να έχει πολιτικό προϊστάμενο της παιδείας [ σχολείων, δασκάλων, καθηγητών και πανεπιστημίων ] άτομο που δεν κατάφερε να πάρει το πτυχίο του ,  κάτι που δεν επιτρέπει ούτε την κατάληψη   κατώτερης θέσης στο δημόσιο και βέβαια με εξετάσεις για να αποδειχθούν  οι γνώσεις του; Να προσθέσω ότι ο εν λόγω κύριος,   αιώνιος φοιτητής με πλούσια κομματική δραστηριότητα , είναι και Υπουργός Θρησκευμάτων, ενώ δηλώνει άθεος ; Αν αυτό είναι δημοκρατικό και προοδευτικό, εγώ δεν μπορώ να ανήκω σ’ αυτές τις κατηγορίες και αυτός είναι και ο λόγος που συχνά  και ενυπογράφως ‘’θυμίζω ’’  την κατάντια μας,. Έτσι ίσως βρεθεί  κάποιος άλλος νεώτερος και ικανότερος, να αναλάβει τη σκυτάλη της ενημέρωσης, διότι η επαγγελματική ενημέρωση ‘’μπάζει’’ από παντού. Αντώνης Ταρνανάς ‘’’’



Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Ο ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ ΤΗΣ ΑΤΑΛΑΝΤΗΣ


Εμμένοντας στη μονομερή εκ μέρους μου αποχή από τα πολιτικά σχόλια και για την τρέχουσα εβδομάδα, θα συνεχίσω με θέματα που αφορούν  την Αταλάντη των νεανικών μου χρόνων. Σημερινό μου θέμα αποτελεί ο γειτονικός  καταρράκτης της γενέτειράς μου, που όμως δεν μπορεί πια να ξεπλύνει τα όσα θα ακολουθήσουν λίαν προσεχώς.
Ο καταρράκτης αυτός, σήμα  κατατεθέν κάποτε της πόλης, αποτελούσε και  το φυσικό όριο ανάμεσα στην παλιά   πόλη και τον νεόκτιστο οικισμό των Μακεδόνων, που αποτέλεσε τον Δήμο Πέλλης με Βασιλικό Διάταγμα του 1837 . Στη  νέα αυτή βορειοδυτική  πτέρυγα του καταρράκτη, παραχωρήθηκε από το 1839 και η αποκλειστική χρήση του νερού της βρύσης ‘’Παζάρι’’ και  με την αποπεράτωση  το 1862 του  Ιερού Ναού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, αποτέλεσε και χωριστή ενορία. Στην αντίστοιχη  Νοτιοανατολική  πλευρά του καταρράκτη θεμελιώθηκε ο Ιερός Ναός των Αγίων Θεοδώρων, που αποτέλεσε τον Μητροπολιτικό Ναό της πόλης. Είναι χαρακτηριστικό , δεν ξέρω  αν αποτελεί και  σύμπτωση, ότι οι δύο Ναοί βρίσκονται στην ίδια περίπου ευθεία  και σχεδόν ισαπέχουν από τη νοητή γραμμή που τέμνει κάθετα το ‘’ρέμα’’.
Παλιότερα, το όριο αυτό ήταν και το κριτήριο επιλογής σχολείου, ενορίας ακόμα και νεκροταφείου, για να μην αναφερθώ σε ειδικότερα θέματα και αρκετές  παρεξηγήσεις κατά  την ύδρευση των περιοίκων από τις βρύσες της μιας ή της άλλης ζώνης. Με τον καιρό τα φαινόμενα αυτά αμβλύνθηκαν, μέχρις εξαφανίσεως, ιδιαίτερα μετά την υπογειοποίηση του καταρράκτη που εξαφάνισε και το φυσικό αυτό όριο της πόλης, αφού οι νεότεροι σχεδόν το αγνοούν. Υπάρχει άλλωστε ένα άλλο βασικό γνώρισμα της τέως Άνω Πέλλης, η ιδανική της ρυμοτομία με  τους φαρδείς δρόμους της.
Η ροή αυτή των υδάτων ξεκινούσε από την ‘’βουνοκορφή των Ρόδων’’, σχηματίζοντας πολύ ψηλά  ένα θεαματικό καταρράκτη – που έδωσε το όνομά του στη συνολική του διαδρομή , παρέκαμπτε τον ΄΄Παλαιόπυργο’’  και συνέχιζε πολύ κοντά  στο σημερινό Κέντρο Υγείας. Από το ύψος αυτό  ακολουθούσε μια συρματολίθηνη  κατασκευή ανάσχεσης των  νερών,  που δημιουργούσε ένα μικρότερο τεχνητό καταρράκτη. Η  ορμητική  πτώση των νερών, δημιουργούσε ένα έντονο βάθεμα του εδάφους  και μια  πλούσια φυσική βλάστηση . Εκατό μέτρα πιο κάτω- στο ύψος της συμβολής της οδού Βύρωνος – που οδηγεί στο ΚΥΑ-  με την Οσίου Σεραφείμ – που οδηγεί στο ‘’Νταβός’’ -  ένας μεγάλος βράχος προκαλούσε  στροβιλισμό στη ροή του νερού, το οποίο στη συνέχεια ακολουθούσε την οδό Βύρωνος και την Σερ. Κοκόλα, εκρέοντας στο ρέμα που περνάει στα όρια του Δημοτικού Σχολείου της πόλης.
Το συγκεκριμένο ρέμα – καταρράκτης, πέραν του θεάματος της πτώσης των νερών το χειμώνα και του φυσικού ορίου της παλιάς με την νεότερη πόλη, συνδέεται με σημαντικά γεγονότα της περιοχής. Το σημείο στροβιλισμού των νερών αποτελούσε τη φυσική νεροτριβή για να πλένουν οι νοικοκυρές, τις βελέντζες, μπατανίες, φλοκάτες και τα λοιπά χοντρά υφαντά κλινοσκεπάσματα, με τη βοήθεια του κόπανου που ανεβοκατέβαινε στα στιβαρά χέρια των γυναικών της εποχής.
Στο βαθύ μέρος που δημιουργούσε η τεχνητή πτώση των νερών, σχημάτιζε ένα ιδανικό απάνεμο για το ‘’αμόλημα των αερόστατων’’ που αποτελούσε το συνηθέστερο μέσο διασκέδασης και νεανικής άμιλλας, ανάμεσα στους μαχαλάδες, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Δίπλα ακριβώς στο συγκεκριμένο σημείο, η αναπτυγμένη βλάστηση, πολλές φορές αποτέλεσε κρύπτη πυρομαχικών των ανταρτών του ΕΛΑΣ. Τα παιδιά της γειτονιάς που γνωρίζαμε το ‘’μυστικό’’, προσπαθούσαμε – όταν πια είχε τελειώσει ο πόλεμος- να ‘’ανοίξουμε’’ με τρόπο τις οβίδες, χρησιμοποιώντας την ΄΄μακαρονοειδή’’ πυρίτιδα για αυτοσχέδια πυροτεχνήματα και τους μεταλλικούς ορειχάλκινους  ‘’κάλυκες’’ για ανθοδοχεία και άλλες οικιακές χρήσεις. Η αλόγιστη παρατολμία και η απειρία μας, είχε βέβαια και τα θύματά της και σε ένα από αυτά υπήρξα αυτόπτης μάρτυς. Στο ίδιο σημείο είχε συλληφθεί ‘’επ’ αυτοφώρω’’ – κατά την εναπόθεση πυρομαχικών -και ένα από τα θύματα της ομαδικής εκτέλεσης 9 πατριωτών ,από τους Ιταλούς,  στις 23.5.1943.
Το ‘’ρέμα αυτό’’ από το σημείο στροβιλισμού και κάτω, χυνόταν ελεύθερα σε όλο το πλάτος της σημερινής οδού Βύρωνος, αφήνοντας ένα στενό πέρασμα – μονοπάτι, για να μπορούμε όσοι κατοικούσαμε  από εκεί και πάνω, ως ειδικοί ορειβάτες, να αναρριχηθούμε  στα σπίτια μας. Για όλη αυτή την χειμερινή ταλαιπωρία, μας  αποζημίωνε ο καθαρός αέρας  και η αμφιθεατρική θέα μέχρι την απέναντι Εύβοια, στη διάρκεια των άλλων εποχών.

Έχοντας ζήσει την εποχή εκείνη με το λαμπρό θέαμα των νερών , παρά τις όσες ταλαιπωρίες, βρίσκω ότι η λύση που δόθηκε οδηγεί σε ‘’παρά φύσιν τιθάσευση’’ της φυσικής ροής και ίσως κάποτε, οι μεταγενέστεροι, πληρώσουν τις συνέπειες. Μπορούσαμε να αποφύγουμε το πλημμύρισμα του κέντρου της πόλης με ηπιότερες  παρεμβάσεις , που θα προστάτευαν τόσο  τη φύση όσο και την αισθητική της πόλης. Εύχομαι να διαψευστώ, αλλά σε μια περίοδο που τα καιρικά φαινόμενα γίνονται όλο και πιο έντονα , με την κακή χρήση του πλανήτη που μας φιλοξενεί, ίσως κάποιοι αθώοι πληρώσουν τη δική μας απερισκεψία.  Οι εύκολες λύσεις δεν είναι πάντα και οι πιο αποτελεσματικές και ειδικότερα όσον αφορά το περιβάλλον, διότι  η φύση – αμυνόμενη – εκδικείται.  Αντώνης Ταρνανάς

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

ΤΟ ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΗΝ ΑΤΑΛΑΝΤΗ

                 [Σπονδυλωτές προσωπικές ιστοριούλες]


Τηρώντας την απόφασή μου – λόγω των ημερών -για αλλαγή ρότας στην επιλογή των θεμάτων μου, θα ασχοληθώ και αυτή την εβδομάδα με θέματα από το ‘’αρχείο’’ των προσωπικών μου αναμνήσεων. Σήμερα θα ασχοληθώ με τις τραγουδιστικές συνήθειες της γενέτειράς μου, παρεμβάλλοντας και τις προσωπικές μου επιλογές και προτιμήσεις, στη διαδρομή των οχτώ περίπου δεκαετιών που έχω προσωπική εμπειρία και άποψη.
Η Αταλάντη, μια κατεξοχήν ρουμελιώτικη κωμόπολη και χωρίς οποιεσδήποτε ξένες μουσικές επιρροές, είναι φυσικό να προδιαθέτει στο παραδοσιακό δημοτικό μουσικό ρεπερτόριο και ιδιαίτερα τα ‘’κλέφτικα’’ τραγούδια, που προέκυψαν από την ζώσα τοπική πραγματικότητα. Παράλληλα όμως και για λόγους που δεν είναι του παρόντος να εξηγήσουμε, άρχισε τη δεκαετία του 1930 μια μουσική διαφοροποίηση, με την ίδρυση [1935] του Μουσικού Συλλόγου ‘’ΟΡΦΕΥΣ’’ και το 1938 κάνει την εμφάνισή της η πρώτη  ανδρική Χορωδία Αταλάντης. Πολύ σύντομα πλαισιώθηκε από σπουδαίες φωνές, αποδεικνύοντας ότι υπήρχε ένα πολύ γόνιμο έδαφος και ήταν αρκετός ο πρώτος σπόρος για να καρποφορήσει.
Αμέσως μετά τον πόλεμο, το ‘’μπελκάντο’’ πήρε την κυρίαρχη θέση του στην τοπική μουσική κουλτούρα, σε σημείο να αλλάξει και ο τρόπος εκτέλεσης των δημοτικών τραγουδιών. Πολλά από τα παραδοσιακά μας τραγούδια έπαιρναν μια επτανησιακή μορφή, με πρίμο-σιγόντο και ενίοτε   ακουγόταν και κάποια ‘’κορώνα’’ στο φινάλε τους. Την ίδια αυτή εποχή τα ελάχιστα ταβερνάκια, θύμιζαν περισσότερο την Πλάκα παρά Ρούμελη και άρχισαν να αναδεικνύονται σημαντικές λυρικές φωνές, που δεν μετείχαν όλοι στη χορωδία,  αλλά δημιουργούσαν το ‘’φυτώριο’’ των μελλοντικών πολυφωνικών συγκροτημάτων που ακολούθησαν.
Αρχικά η κίνηση αυτή  άρχισε   με την  εκκλησιαστική χορωδία και στη Μητρόπολη της Αταλάντης είχε προβλεφθεί και ειδικός για αυτήν χώρος  [ο γυναικωνίτης], αντικριστά και υπερυψωμένα απέναντι από το Ιερό του Ναού. Το εκκλησίασμα βρισκόταν ανάμεσα στην   ανταλλαγή μελωδικών αντιφωνήσεων με τους ιερείς και απολάμβανε πραγματικά το όμορφο και κατανυκτικό  τελετουργικό τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές. Κάποιοι από τους ιερείς, που είχαν προτίμηση στο βυζαντινό μέλος ή  μουσική ‘’ ένδεια’’ , άθελά τους ή και σκόπιμα άλλαζαν ‘’τόνο’’ στις ‘’παρεμβάσεις’ τους με αποτέλεσμα να δημιουργούν κάποια μικροπροβλήματα στη χορωδία.
Το σύνολο σχεδόν των πρώτων χορωδών δεν είχαν καμιά μουσική παιδεία, κάποιοι μάλιστα  εξ αυτών είχαν περιορισμένη έως μηδενική σχολική μόρφωση και δυσκολεύονταν να κατανοήσουν ακόμα και τα λόγια της εκκλησιαστικής γλώσσας, ή τις λόγιες εκφράσεις των παλιών ελληνικών καντάδων, που τις μάθαιναν μηχανικά, χωρίς να γνωρίζουν τη σημασία τους. Ήταν όμως τόσο σπουδαίο το ταλέντο τους και η προσπάθειά τους  να ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις πειθαρχίας του χορωδιακού συνόλου, που δικαίωναν απόλυτα το μελωδικό αποτέλεσμα. Βέβαια, όπως προείπαμε, η ‘’ πρακτική’’ γινόταν τα βράδια στα ταβερνάκια που αποτελούσαν τα πρότυπα μουσικά σχολεία και τη βάση για το ‘’ξεκαθάρισμα’’ των καταλληλότερων για τη συμμετοχή στο μουσικό σύνολο, με απόλυτα αξιοκρατικά μουσικά και μόνο κριτήρια.
Η παράδοση αυτή συνεχίζεται και επί των ημερών μας, με τη δημιουργία και άλλων χορωδιών [ ανδρική, μικτή ακόμα και παιδική] αλλά η γενικευμένη παλιά πολυφωνική ‘’δίψα’’ έχει ατονήσει, σε σημείο  να φαίνονται δυσοίωνες οι μελλοντικές προοπτικές. Οι σημερινοί χορωδοί είναι πιο οργανωμένοι, έχουν καλύτερη παιδεία – ακόμα και μουσική- και εργάζονται συστηματικά, τα αποτελέσματα όμως δεν είναι ανάλογα και σε κάθε περίπτωση έχει χαθεί ο αυθορμητισμός.  Το πολυφωνικό τραγούδι έπαυσε να αποτελεί συχνό άκουσμα στις διασκεδάσεις, αφού έχει υποκατασταθεί από τα ‘’λαϊκά’’, τα ρεμπέτικα και για τους νεώτερους τα μονότονα και ξενόγλωσσα τραγούδια, κυρίως όμως εξαφανίστηκε από τα ταβερνάκια και  μπήκαν στο χρονοντούλαπο  οι  ρομαντικές αισθηματικές καντάδες.
Εδώ θα ασχοληθώ με την προσωπική μου εμπλοκή και ενασχόληση με το τραγούδι και ειδικότερα το συγκεκριμένο μουσικό είδος και ένα χαρακτηριστικό  γλαφυρό περιστατικό  της παλιάς εκείνης εποχής, αρχίζοντας από το πρώτο.
Το πατρικό μου σπίτι  βρισκόταν  στο υψηλότερο σημείο της αμφιθεατρικά χτισμένης Αταλάντης και τα βράδια έφθαναν στα αφτιά μου, όλα αυτά τα πολυφωνικά ακούσματα από τα ταβερνάκια της πόλης. Τη δεκαετία του 1940, που δεν υπήρχε ακόμα ηλεκτρικό ρεύμα ,τις σκοτεινές πρώτες νυχτερινές ώρες που οι γονείς μου απουσίαζαν από το σπίτι για τις οικογενειακές ανάγκες, τους ανέμενα ακουμπισμένος στο κορμό ενός δέντρου στη αυλή του σπιτιού μου. Για να διασκεδάσω τις φοβίες των παιδικών μου χρόνων που είχαν δημιουργήσει οι δεισιδαιμονίες της εποχής για νεράιδες και φαντάσματα -μέχρι να επιστρέψουν οι γονείς μου στο σπίτι – πετούσα πέτρες προς κάθε κατεύθυνση και τραγουδούσα, μεγαλοφώνως, ένα παρεξηγημένο τραγούδι της εποχής, το ‘’Γρίβα μ’ σε θέλει  ο Βασιλιάς’’. Είναι αλήθεια ότι η επιλογή του ήταν εντελώς τυχαία και δεν απηχούσε την ερμηνεία των βασιλικών ή αντιβασιλικών για το νόημα του τραγουδιού, αφού τότε αγνοούσα ακόμα και το όνομα του Γρίβα. Το τραγούδι αυτό, που η παιδική  φωνή μου και η σιγαλιά της νύχτας το έφθανε σε όλη την πόλη, αποτέλεσε την πρώτη αναγνώριση της καλλιφωνίας μου.
 Όταν δεν συνέτρεχαν οι λόγοι που με ανάγκαζαν να τραγουδώ, κάποιοι άρχισαν να το αποζητούν και να εισηγούνται στους γονείς μου  να ασχοληθώ με το τραγούδι. Αυτή  η μάλλον  φιλοφρονητική διάθεση των ‘’ακροατών’’ μου σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι  δύο αδελφοί της μητέρας μου  [ο Παναγιώτης και ο Στάθης Σχοινής] υπήρξαν σπουδαίοι αυτοδίδακτοι τενόροι της πρώτης ανδρικής χορωδίας της πόλης, με ώθησε από μικρό  δίπλα  τους, όπου διαπιστώθηκε και το φυσικό [κληρονομικό;]μουσικό μου ταλέντο. Ένα ταλέντο που με κατέστησε αγαπητό στις παρέες και τις γνωριμίες μου και με έσπρωξε από νωρίς να μετέχω σαν τενόρος σε διάφορες χορωδίες, αρχίζοντας από την εκκλησιαστική. Το ταλέντο μου αυτό χρησιμοποίησα και την περίοδο ‘’ειδικών συνθηκών’’ που βίωνα μετά τη απώλεια της συζύγου μου, για να αποκτήσω τη χαμένη μου αυτοπεποίθηση, κατά την περίοδο της υπηρεσίας μου στις Βρυξέλλες και ομολογώ ότι  τα κατάφερα  αρκετά καλά. Τώρα, αρκετά χρόνια πια, δεν τραγουδώ και δεν γνωρίζω αν η φωνή μου το επιτρέπει, αφού δεν έχω κίνητρα για να το  δοκιμάσω.
Τελειώνω με ένα γλαφυρό επεισόδιο, που συνέβη παρουσία μου [ παιδί ακόμα] ,ένα βράδυ, με μια παρέα χορωδών στο ‘’κουτούκι της Χαρίκλειας’’, που δείχνει όχι μόνο τις συνήθειες της εποχής αλλά και το ταλέντο αυτών των σπουδαίων τροβαδούρων. Κουτσοπίνοντας, ως συνήθως, ‘’ξεροσφύρι’’ το κρασάκι τους 5-6 φίλοι – μέλη της χορωδίας- άρχισαν  να σιγοτραγουδούν κάποιες αγαπημένες καντάδες. Με την πάροδο του χρόνου και το ανέβασμα του κεφιού, ο τενόρος της παρέας ο Στάθης, άρχισε να φορτσάρει με μια γνωστή νυκτωδία ‘’ η νύχτα φεύγει ολόχαρη’’. Το ανέβασμα της έντασης της φωνής, προφανώς ενόχλησε κάποιο ασθενή γείτονα, που βγήκε στο απέναντι μπαλκόνι και παρακάλεσε να τραγουδούν πιο χαμηλά για να μπορέσει να κοιμηθεί. Εκείνοι συμμορφώθηκαν στο δίκαιο αίτημα του και συνέχισαν να σιγοτραγουδούν, μέχρι που πέρασε μπροστά από την παρέα ένας άλλος γείτονας [ ο Καζάκης] ‘’φτιαγμένος κανονικά’’ που επέστρεφε στο σπίτι του.  Ο τελευταίος δεν μετείχε στη χορωδία αλλά ήταν ένας καταπληκτικός τενόρος και κεφάτος άνθρωπος και   προκάλεσε τον Στάθη  να κοντραριστούν στην προηγούμενη νυκτωδία. Η άμιλλα αυτή ανέβασε τον τόνο του τραγουδιού δυο ‘’οκτάβες’’ πιο ψηλά και ξανάβγαλε τον ασθενή γείτονα στο μπαλκόνι του, με την παράκληση αυτή τη φορά να συνεχίσουν ακόμα δυνατότερα.
Η  αναφορά μου στο τελευταίο περιστατικό, αποτελεί φόρο τιμής σε όλους αυτούς τους παλιούς  χορωδούς και κανταδόρους και εξηγεί ίσως την απαισιοδοξία μου, για το μέλλον του πολυφωνικού άσματος στην πόλη μας. Δεν λείπουν μόνο τα σπάνια  φωνητικά  ταλέντα του παρελθόντος αλλά και τα ‘’σχολεία του πεζοδρομίου’’ που ανακάλυπταν και προετοίμαζαν τις λαμπρές εκείνες φυσικές και χαρισματικές φωνές .    Αντώνης Ταρνανάς




Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΧΡΟΝΟ



Τι μπορεί κανείς να γράψει για όσα  μέχρι και την τελευταία μέρα του μας φόρτωσε ο χρόνος που σήμερα μας εγκαταλείπει και δεν έχουν τελειωμό για όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα για τη χώρα μας. Δεν υπάρχει καν  ελπίδα, ότι κάτι μπορεί να αλλάξει από αύριο και αυτό είναι το χειρότερο, να σου στερούν έστω και τις ‘’φρούδες ελπίδες’’ ότι μας περιμένει κάτι καλύτερο ή έστω κάτι διαφορετικό. Ας διατηρήσουμε τουλάχιστον το κουράγιο μας, μπας και σηκωθούμε από τους καναπέδες για να διεκδικήσουμε , κάτι που δεν φαίνονται διατεθειμένοι να μας δώσουν οι υπεύθυνοι για τη δυστυχία μας. Ας απωθήσουμε τις σαδιστικές πιέσεις που ασκούνται εναντίον μας , για να τους ‘’δείξουμε’’ ότι δεν μας διακατέχει κανένα σύνδρομο μαζοχισμού, όπως νομίζουν οι βολεμένοι στους θώκους τους.
Για την ώρα μένουμε   στη συνεχιζόμενη αγιότητα των ημερών,  ευχόμενοι εις εαυτούς και αλλήλους,  ο Θεός να λυπηθεί τα  απανταχού της γης δεινοπαθούντα πλάσματά του, χαρίζοντάς μια χαραμάδα ελπίδας για τον καινούργιο χρόνο. Αν δεν αλλάξει η ζωή μας προς το καλύτερο, ας αλλάξουμε  τουλάχιστον μυαλά , ώστε  να μην προκαλούμε – όπως μέχρι τώρα - την κακοτυχία μας. Καλή χρονιά σε όλους.               Αντώνης Ταρνανάς


31.12.2016 

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

ΕΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΙΘΡΙΔΑΤΙΣΜΟΣ

[Γενικευμένη παρακμή]


            Έχω και στο παρελθόν ασχοληθεί  ακροθιγώς με το θέμα της TRASH TV και της γενικότερης παρακμής που βιώνουμε  [ εκόντες – άκοντες] σαν κοινωνία, αλλά τα ακραία θεάματα και ακούσματα των ημερών με υποχρεώνουν να επανέλθω. Είναι τόσο συχνά επαναλαμβανόμενο το φαινόμενο, ώστε κάποιοι υποψιασμένοι να το θεωρούν σκόπιμο και εντασσόμενο σε ένα γενικότερο πλαίσιο κοινωνικού εθισμού. Δεν μπορώ να εξηγήσω διαφορετικά τη γενικευμένη αυτή τάση, που δεν περιορίζεται μόνο στα ΜΜΕ αλλά τείνει να καταστεί τρόπος ζωής και σκέψης του λαού μας. Για την ώρα όμως θα περιορισθούμε  στην τηλεοπτική και την ιντερνετική υποκουλτούρα – με κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις – που απλώς σώζουν τα προσχήματα.
            Για να καταστώ σαφέστερος θα αναφερθώ  σε συγκεκριμένες πρόσφατες περιπτώσεις, που  δίνουν την εντύπωση ότι  ακολουθούν ένα  στοχευμένο πλάνο και εξυπηρετούν ειδικούς σκοπούς. Αν αυτό δεν συμβαίνει, θα πρέπει να προβληματισθούμε ακόμα  περισσότερο για  το πνευματικό και πολιτιστικό μας επίπεδο.
            Τα περισσότερα κανάλια διψούν για αίμα και αφιερώνουν ώρες ατέλειωτες με μαρτυρίες και εικόνες για να μας δείξουν και ίσως να μας υποδείξουν και τρόπους που μπορούν και άλλοι να ‘’επιτύχουν’’ το στιγματιζόμενο [υποτίθεται] γεγονός. Πολλοί δημοφιλείς παρουσιαστές, δίκην εισαγγελέως, αποφαίνονται σχεδόν τελεσίδικα για την ενοχή ή αθωότητα [κατά πως βολεύει το θέαμα και ίσως και αλλότριους σκοπούς], με ιδιαίτερη πάντα έμφαση στο ‘’υφάκι’’, το στιλ και τους ‘’εξυπνακισμούς’’ του πάνελ, που υποκαθιστά τη σύνθεση του περιστασιακού  δικαστηρίου.  Ασχολούνται με σοβαρά συμβάντα ‘’επωνύμων’’, ακόμα και θανάτους, για να αναφερθούν  τελικά στη σκοτεινή πλευρά τους, την οποία όμως  προβάλλουν θετικά. Έμμεσα προωθούν και τη συγγενική ευθύνη, κρατώντας κάποιες τυπικές αποστάσεις, ενώ τεχνηέντως αφήνουν να ακουστούν ονόματα, χωρίς να έχουν το δικαίωμα προς τούτο, καλύπτοντας – κατόπιν  εορτής -τα νώτα τους με την επωδό, ‘’μα σας είπα να μη λέτε ονόματα’’, ενώ μπορούσαν να το κόψουν στο μοντάζ  ή και στον αέρα.
            Έχει πλημμυρίσει η τηλεόραση [ κάτι σαν πανδημία] από θαυματοποιούς και θαυματουργά μαντζούνια, βότανα, λοσιόν και κρέμες, που όχι μόνο θεραπεύουν πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν [απόσπασμα από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο], αλλά μας κάνουν ολοκαίνουργιους και απαστράπτοντες από σφρίγος και ομορφιά. Εδώ βέβαια γίνεται μια προεπιλογή παρουσιαστριών, που δεν χρειάζονται  ακόμα τα ειδικά αυτά ψιμύθια, Ενίοτε  όμως χρησιμοποιούνται και πενόμενοι ή συνταξιούχοι ηθοποιοί, που φορώντας κάποιο ‘’εξάρτημα’’  πετούν από ευτυχία, ενώ κατά βάθος δεν μπορούν να κρύψουν την ταλαιπωρία τους. Στο συγκεκριμένο θέμα έχουν εμπλακεί και άρρενες παρουσιαστές, μεταξύ των οποίων διέκρινα και ‘’σιτεμένο’’  αρχηγό κόμματος, ο οποίος, τελευταία καλεί επί σκηνής συνεργάτιδά του για τη σχετική επίδειξη του προϊόντος. Μήπως εδώ, γενικότερα,  συντρέχουν και οι προϋποθέσεις της ‘’αντιποίησης’’ αρχής και αρμοδιότητας;
            Βλέπουμε επίσης, σε μια εποχή αποδεδειγμένης φτώχιας και δυστυχίας, να προβάλονται μοντελάκια και λοιπά λαμπερά  είδη πολυτέλειας και ευδαιμονίας,  που προκαλούν όσους στερούνται και το φαγητό – που δυστυχώς είναι πολλοί- παρά την όποια ιδιωτική, δημοτική και εκκλησιαστική σχετική πρόνοια. Το χειρότερο όμως για την περίπτωση είναι η παρεμβολή κάποιας παρένθεσης για την προβολή σκηνών αναξιοπαθούντων [ ξένων και Ελλήνων], ώστε να προκαλέσουν το ενδιαφέρον  για κοινωνική δράση. Φαρισαϊσμός σε όλο το μεγαλείο του και διερωτώμαι αν υπάρχουν υπεύθυνοι ή αρμόδιοι που θα υποδείξουν κάποιους κανόνες αισθητικής ευγένειας.
            Με την χθεσινή σημαντική απώλεια του διάσημου τραγουδιστή Μάικλ  Τζόρτζ, το μεγαλύτερο μέρος των εκπομπών μη νομίσετε ότι αφιερώθηκε στην κυπριακή καταγωγή του και το λαμπρό του καλλιτεχνικό παρελθόν, αλλά κυρίως  στις  προσωπικές του ιδιαιτερότητες, τα ναρκωτικά, τις αποτοξινώσεις και τα λοιπά  προσωπικά δεδομένα του. Το γεγονός ότι ο ίδιος – για τους δικούς του λόγους- τα είχε ομολογήσει δεν αποτελεί δικαιολογία για την προβολή  και ‘’διαφήμισή’’ τους.
Με την απώλεια, σε αεροπορικό δυστύχημα των βασικών στελεχών της διασημότερης χορωδίας Αλεξαντρώφ, προβλήθηκε κυρίως ο επιζήσας τενόρος της, αντί να στραφεί το κέντρο της είδησης στη μεγαλύτερη ομαδική καλλιτεχνική τραγωδία.
Ξέρω ότι  οι ειδικοί και ‘’αρμόδιοι’’ επιλέγουν την εύκολη και βολική απάντηση ,’’ότι αυτά θέλει ο κόσμος’’ και μπορεί  αυτό να είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι σωστό. Τα μέσα ενημέρωσης, που μπαίνουν στα σπίτια  ανυποψίαστων ακροατών και θεατών, διαμορφώνουν την κοινή γνώμη ανάλογα με τα πρότυπα που θέλουν να προβάλουν  συνειδητά ή ασυνείδητα - πάντα όμως με τη σχετική τους σκοπιμότητα. Αυτός είναι ένας από τους κυριότερους λόγους που βρισκόμαστε στα σημερινά μας χάλια, αφού η ίδια αισθητική και σκοπιμότητα εφαρμόζεται και επί των κοινωνικών και πολιτικών μας προβλημάτων.

 Θυμάται κανείς πόσο προβλήθηκε το ’’γνωστό’’ νεύμα  του Πρωθυπουργού της χώρας –κατά την επιστροφή από το Χέρφιλντ- στη δημόσια διαπόμπευση της οικογένειας του και  γενικότερα  των ελληνικών προτύπων της; Στην τελευταία κατηγορία συνδράμουν και τα κρατικά μας κανάλια, προβάλλοντας τις όποιες ‘’νέες αξίες’’ των κυβερνώντων, για την οικογένεια, τη θρησκεία και τις αρχές του δικαίου, πριν αυτές ακόμα νομιμοποιηθούν στη Βουλή. Κάτι ανάλογο παρακολούθησα σήμερα το απόγευμα στο Γ΄ Πρόγραμμα ΕΡΤ, της Θεσσαλονίκης , που ομολογώ ότι  είναι το  πιο κοντινό  στην αντικειμενικότητα. Στη συζήτηση δύο Βουλευτών [Κυβέρνησης και Αξιωματικής αντιπολίτευσης], ο δεύτερος επικαλέστηκε ‘’αυτολεξεί’’ πρόσφατη δήλωση της Κυρίας Κωνσταντοπούλου για τον Πρωθυπουργό και ο πρώτος έσπευσε να του υποδείξει ότι η αναφορά αυτή σημαίνει υιοθέτηση της ουσίας και συνεπώς διάπραξη ποινικού αδικήματος. Δεν περίμενα βέβαια η αντικειμενικότητα του καναλιού  που υπαινίχθηκα να φθάσει στο σημείο παρέμβασης  , αλλά ούτε από τον συγκεκριμένο  κυβερνητικό βουλευτή, που θεωρείται συνετός, να μετέρχεται τόσο ακραία και εκβιαστικά μέσα για να κλείσει το στόμα του συνομιλητή του. Λόγω των εορτών όμως , δεν θα επεκταθώ στο κομματικό μέρος και απλά θα επανέλθω στα ΜΜΕ, που συνήθως παρεξηγούν το ρόλο τους και μιμούνται τις ανάλογες ιντερνετικές ανώνυμες παρεμβάσεις, κάνοντας όμως  ζημιά στο κοινωνικό σύνολο. Αποδέχονται δηλαδή, αν δεν  υποκινούν, τη γενικευμένη παρακμή , ενισχύοντας έτσι ένα  σύγχρονο μιθριδατισμό, τα αποτελέσματα του οποίου δεν μπορεί κανείς να προβλέψει με βεβαιότητα.  Αντώνης Ταρνανάς

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

ΡΕΒΕΓΙΟΝ

              [Χαρούμενες   και  ανθρώπινες  στιγμές]

Με τις καλύτερες  ευχές μου  για   αγάπη  και ειρήνη στον κόσμο, που αποτελεί  στις μέρες μας και πάλι  ζητούμενο, θα προστρέξω σε ξεχωριστές   ευχάριστες αναμνήσεις , από το μακρινό  μου παρελθόν, σε μια προσπάθεια να ‘’εξευμενίσω’’ το παρόν και να αφήσω μια αμυδρή ελπίδα για το όποιο μου απομένει  ‘’μέλλον’’.  Θα αναφερθώ αποκλειστικά και μόνο στις ξεχωριστές βραδιές, των ρεβεγιόν,  στο μακρύ διάστημα που έζησα στο εξωτερικό.
Αρχίζω λοιπόν από την ίδια τη λέξη ‘’ρεβεγιόν’’ , την ετυμολογία της και τη τελική σημασία που της αποδίδεται. Η λέξη προέρχεται από την ομόηχη γαλλική   reveillon [ το ρήμα reveiller  σημαίνει ξυπνώ], που μεταφράζεται ξενύχτι -αγρυπνία , σχετίζεται δε με το γεύμα και ό,τι ακολουθεί, ύστερα από τη μεσονύκτια λειτουργία των Χριστουγέννων των ρωμαιοκαθολικών.  Σε ελεύθερη μετάφραση, για τους γαλλόφωνους πληθυσμούς, είναι το δείπνο και το γλέντι που ακολουθεί μέχρι τις πρωινές ώρες, την παραμονή Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. Αφού λοιπόν το εξηγήσαμε και αυτό, προχωρούμε στις σχετικές ιστοριούλες μας, αν και   σημασία έχει το ίδιο το γεγονός και όχι η ονομασία του.
 Το πρώτο μου άκουσμα  της ξενόφερτης λέξης  Ρεβεγιόν, συνέπεσε με τη  μετάθεση μου  στο  Βελιγράδι το 1960 . Νιόπαντρος , νέος  και ‘’άβγαλτος’’ ακόμα στη γκλαμουράτη καλοπέραση, αποδέχτηκα δοκιμαστικά, την  ευγενική πρόταση συναδέλφων της Πρεσβείας και τους ακολούθησα με τη γυναίκα μου, στην παρθενική μου ανάλογη συμμετοχή.
Ομολογώ ότι αυτό που έζησα δεν είχε καμιά σχέση με τη θρησκευτική κατάνυξη που συνοδεύει τις ορθόδοξες χριστιανικές αγρυπνίες , αλλά  ούτε και με τα πασίγνωστα ελληνικά νυχτοπερπατήματα. Ήταν   μια εντελώς  αλλιώτικη  εμπειρία, στο ξενοδοχείο Majestic, με κοτιγιόν, κομφετί και αρκετή χρυσόσκονη, που στην αρχήν μου θύμισε απόκριες. Η συνέχεια δε με μάγεψε με τη ‘’ζωντανή’’ εκτέλεση ενός μεγάλου μέρους της Ουγγρικής ραψωδίας του Λίστ,  που ‘’παράγγειλε’’ στην ορχήστρα των τσιγγάνων, ο παλιός και έμπειρος της παρέας μας [Λευτέρης ή Σλομποντάνκας]. Το ρεβεγιόν αυτό επαναλήφθηκε και άλλες χρονιές , στο Μajestic ή στο Metropol, ποτέ όμως δεν είχε την ίδια επιτυχία. Ίσως και εδώ να έπαιξε το ρόλο της η πρώτη φορά,
Τα Χριστούγεννα  του 1966, στην Πράγα της Τσεχοσλοβακίας, όπου  διέμενα στο μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο International, μέχρι να μου εξασφαλίσει σπίτι η αρμόδια υπηρεσία του τοπικού υπουργείου εξωτερικών, αποφασίσαμε, με τη γυναίκα μου, να κάνουμε ρεβεγιόν, μαζί με την 4χρονη κόρη μας, στον 13ο όροφο του ξενοδοχείου. Περάσαμε τόσο καλά , ώστε το επαναλάβαμε και την Πρωτοχρονιά, χλιδάτα και χαρούμενα, με την παρουσία πάντα κοτιγιόν και κομφετί και μακριά  από τη ‘’μαυρίλα’’ και ανέχεια που ζούσαν οι εντόπιοι. Τόσο στην Πράγα όσο και στο Βελιγράδι –που αναφέρθηκα προηγουμένως-  τα μέρη αυτά αποτελούσαν ‘’απαγορευμένες ζώνες’’ για τους γηγενείς κοινούς θνητούς και μετείχαν στη διασκέδαση μόνο ξένοι και κομματικά στελέχη. Θυμάμαι την περιέργεια που ένοιωσα στους έξι μήνες που διαμέναμε στο International, ότι τα Σαββατοκύριακα ξεναγούσαν στο περίβλεπτο αυτό ξενοδοχείο -ρωσικής τεχνοτροπίας- χωρικούς με τις τοπικές τους ενδυμασίες, με την υπόσχεση ότι ‘’πολύ σύντομα θα ζουν και εκείνοι την ίδια ζωή’’.  Η υποσχεσιολογία αυτή κάτι πρόσφατο μου θυμίζει  και στη χώρα μας, αλλά το παραβλέπω στα πλαίσια της μονομερούς μου ανακωχής στα πολιτικά σχόλια,  λόγω των Άγιων ημερών.           
Το 1980 βρέθηκα και πάλι στην Ευρώπη αλλά με εντελώς διαφοροποιημένες τις οικογενειακές και ψυχολογικές μου συνθήκες. Άρχισα δειλά-δειλά, κάποιες εξόδους σε ελληνικές ταβέρνες για να ‘’γεμίζω τις μπαταρίες μου’’ και συνήθως μαζί με τα παιδιά μου. Εκεί, πάνω στο κέφι του κρασιού- που νόμιζα ότι με βοηθούσε- θυμήθηκα και πάλι κάποιο φωνητικό ταλέντο μου και με τις προτροπές των καλών μου φίλων, ξαναγύρισα σταδιακά στη χαμένη μου διάθεση. Αρχικά, με τον ‘’αδέσμευτο’’ τότε φίλο μου Μιχάλη, περιδιαβαίναμε συχνά τα στέκια των Βρυξελλών, Ζορμπάς, Λα Κανέτ τους τσιγγάνους, κλπ.  Με την ενθάρρυνση  σταδιακά των θαμώνων αλλά και των πατρώνων [τον αείμνηστο ‘’καλλικέλαδο’’ Αλέκο και τον γαλαντόμο και αεικίνητο Θωμά] , αυξήθηκαν ‘’ οι αγρυπνίες’’ και εξελίχθηκε και το μελωδικό μας ρεπερτόριο. Με την ευγενική κατανόηση των μουσικών  φίλων δύο Γιάννηδων ,  προστέθηκε και το πρελούδιο ‘’όμορφη Θεσσαλονίκη’’, που ήταν η προειδοποίηση  της αποσκίρτησης  του φίλου Μιχάλη από τους αδέσμευτους και η ένταξή του στο  κλαμπ των παντρεμένων.
Εδώ πλέον αρχίζει η διεύρυνση της παρέας και η αλλαγή της μορφής της, με τον Αντώνη και τη Μαρία,  την προσθήκη της Ανθούλας, τον Θανάση και τη Νίκη, και κατά καιρούς, τον Κώστα με τη Μαίρη και  τον έτερο Κώστα και τη Φρανσίν, την Ελένη, τον Γιάννη και περιστασιακά με τους περισσότερους φίλους και συναδέλφους. Επανέρχεται όμως και η ιδέα του ρεβεγιόν, πότε  στα σπίτια των μετεχόντων – εκ περιτροπής- και τουλάχιστον μια φορά το χρόνο για ένα αξέχαστο γλέντι στου Θωμά  ‘’συν γυναιξί και τέκνοις’’. Παραλείπω τις προσωπικές μου ιδιαίτερες διασκεδάσεις ή συμμετοχές στα ρεβεγιόν, διότι αποτελούν  δικό μου  θέμα  και μέρος των προσωπικών μου δεδομένων.
Παρά το γεγονός ότι, κατά τη μακρόχρονη παραμονή μου στις Βρυξέλλες, είχα συνδέσει το ρεβεγιόν με το τραγούδι μου και την ανάλογη επιλογή του κέντρου, για μια και μοναδική χρονιά, άφησα εν λευκώ την επιλογή αυτή στην καλή μας φίλη  Μαρία με την κόρη μου, που  με ‘’οδήγησαν’’ αιφνιδιαστικά σε κινέζικο ρεστοράν. Μετά το αρχικό σοκ, κατάλαβα ότι στη διασκέδαση ,πρωτεύοντα ρόλο  έχει η παρέα και η διάθεση και όχι απόλυτα ο χώρος πραγματοποίησης. Μαζί με τα παιδιά μας περάσαμε μια αξέχαστη βραδιά, με ξεκαρδιστικές και αστείες λεπτομέρειες. Η πανύψηλη όμορφη κινέζα ιδιοκτήτρια , που μας εξυπηρετούσε προσωπικά και προφανώς άκουγε τα σχόλιά μας, μας άφησε σύξυλους κατά την αποχώρησή μας  , όταν μας αποχαιρέτησε σε άπταιστα ελληνικά με πολλή ευγένεια και τη δήλωση ότι η μητέρα της ήταν Ελληνίδα.
Θα τελειώσω με ένα εντελώς διαφορετικό περιστατικό, που έχει μεν  σχέση με την παραμονή των  Χριστουγέννων αλλά καμία με τα ρεβεγιόν. Όταν τοποθετήθηκα στις Βρυξέλλες[ το 1980], κάποιοι φίλοι – ο Αντώνης, ο Μιχάλης και ο Τάσος, παλιοί ήδη κάτοικοι της πόλης, με βοήθησαν στην αναζήτηση σπιτιού για την εγκατάστασή μου και μάλιστα επέμεναν να αγοράσω, διότι μακρόπνοα, συνέφερε έναντι του ενοικίου. Εγώ, μόνος με τα παιδιά μου δεν ήξερα πόσο θα μπορούσα να αντέξω τις Βρυξέλλες και με δεδομένο τον μάλλον ‘’συντηρητικό’’ χαρακτήρα μου να μην ξανοίγομαι, έψαχνα προσχήματα για να το αποφύγω. Τελικά βρήκαμε ένα πολύ καλό σπίτι, που ο ιδιοκτήτης του ζήτησε 2,5 εκατομμύρια κορώνες, με τις σχετικές ευκολίες δανειοδότησης. Εγώ, για να τον αποφύγω του αντιπρότεινα προσχηματικά, με 1,8 εκατομμύρια να με πάρει τηλέφωνο [ δεν είμαι απόλυτα βέβαιος για τα ακριβή  ποσά, αλλά η διαφορά τους ήταν πράγματι μεγάλη και η μνήμη μου ακόμα ανθεκτική].
 Το παράξενο είναι ότι την επομένη μου τηλεφώνησε θετικά και βρέθηκα σε δύσκολη θέση, από την οποία με έβγαλε ο φίλος μου ο Αντώνης, που έμενε ήδη στις Βρυξέλλες με ενοίκιο. Αρχίσαμε λοιπόν όλοι μαζί τις εργασίες του σπιτιού για να προλάβουν να μετακομίσουν πριν τον νέο χρόνο. Την παραμονή των Χριστουγέννων μας πήρε η νύχτα στο ‘’γιαπί’’ και δεν είχαμε πια το κουράγιο να πάμε κάπου για διασκέδαση[ κάτι που με πρότασή μου είχαμε αποτολμήσει στο παρελθόν]. Αποφασίσαμε λοιπόν να μείνουμε εκεί και μοιραστήκαμε τα ελάχιστα εδέσματα  στο πάτωμα και πάνω σε κάποια κιβώτια, με μουσική συντροφιά ενός τρανζίστορ και μια χαρά πρωτόγνωρη και μοναδική.
Τα περισσότερα ρεβεγιόν μου άρεσαν και τα απόλαυσα, το τελευταίο όμως με συνοδεύει με τις πιο ανθρώπινες αναμνήσεις.
Αντώνης Ταρνανάς

Υ.Γ. Παρακαλώ θερμά τους φίλους που γνωρίζουν προσωπικά τα περιγραφόμενα γεγονότα, να μου στείλουν τις κρίσεις τους και να ανασκευάσουν ενδεχόμενα λάθη ή παραλείψεις μου, θέτοντας  το παρόν υπόψη  προσώπων που αναφέρονται μεν  στο κείμενο και δεν είναι όμως αποδέκτες, διότι αγνοώ την ηλεκτρονική τους διεύθυνση.  [Θωμάς, Μάκης , κλπ].

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Αταλάντη Λοκρίδας, T.K. 35200, Φθιώτιδα, Greece
Γράφω για να εξωτερικεύσω προσωπικές μου σκέψεις και να μοιραστώ εμπειρίες και γεγονότα που βίωσα προσωπικά στη μακρόχρονη υπηρεσιακή και ιδιωτική μου διαδρομή.