Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Ο ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ ΤΗΣ ΑΤΑΛΑΝΤΗΣ


Εμμένοντας στη μονομερή εκ μέρους μου αποχή από τα πολιτικά σχόλια και για την τρέχουσα εβδομάδα, θα συνεχίσω με θέματα που αφορούν  την Αταλάντη των νεανικών μου χρόνων. Σημερινό μου θέμα αποτελεί ο γειτονικός  καταρράκτης της γενέτειράς μου, που όμως δεν μπορεί πια να ξεπλύνει τα όσα θα ακολουθήσουν λίαν προσεχώς.
Ο καταρράκτης αυτός, σήμα  κατατεθέν κάποτε της πόλης, αποτελούσε και  το φυσικό όριο ανάμεσα στην παλιά   πόλη και τον νεόκτιστο οικισμό των Μακεδόνων, που αποτέλεσε τον Δήμο Πέλλης με Βασιλικό Διάταγμα του 1837 . Στη  νέα αυτή βορειοδυτική  πτέρυγα του καταρράκτη, παραχωρήθηκε από το 1839 και η αποκλειστική χρήση του νερού της βρύσης ‘’Παζάρι’’ και  με την αποπεράτωση  το 1862 του  Ιερού Ναού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, αποτέλεσε και χωριστή ενορία. Στην αντίστοιχη  Νοτιοανατολική  πλευρά του καταρράκτη θεμελιώθηκε ο Ιερός Ναός των Αγίων Θεοδώρων, που αποτέλεσε τον Μητροπολιτικό Ναό της πόλης. Είναι χαρακτηριστικό , δεν ξέρω  αν αποτελεί και  σύμπτωση, ότι οι δύο Ναοί βρίσκονται στην ίδια περίπου ευθεία  και σχεδόν ισαπέχουν από τη νοητή γραμμή που τέμνει κάθετα το ‘’ρέμα’’.
Παλιότερα, το όριο αυτό ήταν και το κριτήριο επιλογής σχολείου, ενορίας ακόμα και νεκροταφείου, για να μην αναφερθώ σε ειδικότερα θέματα και αρκετές  παρεξηγήσεις κατά  την ύδρευση των περιοίκων από τις βρύσες της μιας ή της άλλης ζώνης. Με τον καιρό τα φαινόμενα αυτά αμβλύνθηκαν, μέχρις εξαφανίσεως, ιδιαίτερα μετά την υπογειοποίηση του καταρράκτη που εξαφάνισε και το φυσικό αυτό όριο της πόλης, αφού οι νεότεροι σχεδόν το αγνοούν. Υπάρχει άλλωστε ένα άλλο βασικό γνώρισμα της τέως Άνω Πέλλης, η ιδανική της ρυμοτομία με  τους φαρδείς δρόμους της.
Η ροή αυτή των υδάτων ξεκινούσε από την ‘’βουνοκορφή των Ρόδων’’, σχηματίζοντας πολύ ψηλά  ένα θεαματικό καταρράκτη – που έδωσε το όνομά του στη συνολική του διαδρομή , παρέκαμπτε τον ΄΄Παλαιόπυργο’’  και συνέχιζε πολύ κοντά  στο σημερινό Κέντρο Υγείας. Από το ύψος αυτό  ακολουθούσε μια συρματολίθηνη  κατασκευή ανάσχεσης των  νερών,  που δημιουργούσε ένα μικρότερο τεχνητό καταρράκτη. Η  ορμητική  πτώση των νερών, δημιουργούσε ένα έντονο βάθεμα του εδάφους  και μια  πλούσια φυσική βλάστηση . Εκατό μέτρα πιο κάτω- στο ύψος της συμβολής της οδού Βύρωνος – που οδηγεί στο ΚΥΑ-  με την Οσίου Σεραφείμ – που οδηγεί στο ‘’Νταβός’’ -  ένας μεγάλος βράχος προκαλούσε  στροβιλισμό στη ροή του νερού, το οποίο στη συνέχεια ακολουθούσε την οδό Βύρωνος και την Σερ. Κοκόλα, εκρέοντας στο ρέμα που περνάει στα όρια του Δημοτικού Σχολείου της πόλης.
Το συγκεκριμένο ρέμα – καταρράκτης, πέραν του θεάματος της πτώσης των νερών το χειμώνα και του φυσικού ορίου της παλιάς με την νεότερη πόλη, συνδέεται με σημαντικά γεγονότα της περιοχής. Το σημείο στροβιλισμού των νερών αποτελούσε τη φυσική νεροτριβή για να πλένουν οι νοικοκυρές, τις βελέντζες, μπατανίες, φλοκάτες και τα λοιπά χοντρά υφαντά κλινοσκεπάσματα, με τη βοήθεια του κόπανου που ανεβοκατέβαινε στα στιβαρά χέρια των γυναικών της εποχής.
Στο βαθύ μέρος που δημιουργούσε η τεχνητή πτώση των νερών, σχημάτιζε ένα ιδανικό απάνεμο για το ‘’αμόλημα των αερόστατων’’ που αποτελούσε το συνηθέστερο μέσο διασκέδασης και νεανικής άμιλλας, ανάμεσα στους μαχαλάδες, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Δίπλα ακριβώς στο συγκεκριμένο σημείο, η αναπτυγμένη βλάστηση, πολλές φορές αποτέλεσε κρύπτη πυρομαχικών των ανταρτών του ΕΛΑΣ. Τα παιδιά της γειτονιάς που γνωρίζαμε το ‘’μυστικό’’, προσπαθούσαμε – όταν πια είχε τελειώσει ο πόλεμος- να ‘’ανοίξουμε’’ με τρόπο τις οβίδες, χρησιμοποιώντας την ΄΄μακαρονοειδή’’ πυρίτιδα για αυτοσχέδια πυροτεχνήματα και τους μεταλλικούς ορειχάλκινους  ‘’κάλυκες’’ για ανθοδοχεία και άλλες οικιακές χρήσεις. Η αλόγιστη παρατολμία και η απειρία μας, είχε βέβαια και τα θύματά της και σε ένα από αυτά υπήρξα αυτόπτης μάρτυς. Στο ίδιο σημείο είχε συλληφθεί ‘’επ’ αυτοφώρω’’ – κατά την εναπόθεση πυρομαχικών -και ένα από τα θύματα της ομαδικής εκτέλεσης 9 πατριωτών ,από τους Ιταλούς,  στις 23.5.1943.
Το ‘’ρέμα αυτό’’ από το σημείο στροβιλισμού και κάτω, χυνόταν ελεύθερα σε όλο το πλάτος της σημερινής οδού Βύρωνος, αφήνοντας ένα στενό πέρασμα – μονοπάτι, για να μπορούμε όσοι κατοικούσαμε  από εκεί και πάνω, ως ειδικοί ορειβάτες, να αναρριχηθούμε  στα σπίτια μας. Για όλη αυτή την χειμερινή ταλαιπωρία, μας  αποζημίωνε ο καθαρός αέρας  και η αμφιθεατρική θέα μέχρι την απέναντι Εύβοια, στη διάρκεια των άλλων εποχών.

Έχοντας ζήσει την εποχή εκείνη με το λαμπρό θέαμα των νερών , παρά τις όσες ταλαιπωρίες, βρίσκω ότι η λύση που δόθηκε οδηγεί σε ‘’παρά φύσιν τιθάσευση’’ της φυσικής ροής και ίσως κάποτε, οι μεταγενέστεροι, πληρώσουν τις συνέπειες. Μπορούσαμε να αποφύγουμε το πλημμύρισμα του κέντρου της πόλης με ηπιότερες  παρεμβάσεις , που θα προστάτευαν τόσο  τη φύση όσο και την αισθητική της πόλης. Εύχομαι να διαψευστώ, αλλά σε μια περίοδο που τα καιρικά φαινόμενα γίνονται όλο και πιο έντονα , με την κακή χρήση του πλανήτη που μας φιλοξενεί, ίσως κάποιοι αθώοι πληρώσουν τη δική μας απερισκεψία.  Οι εύκολες λύσεις δεν είναι πάντα και οι πιο αποτελεσματικές και ειδικότερα όσον αφορά το περιβάλλον, διότι  η φύση – αμυνόμενη – εκδικείται.  Αντώνης Ταρνανάς

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

ΤΟ ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΗΝ ΑΤΑΛΑΝΤΗ

                 [Σπονδυλωτές προσωπικές ιστοριούλες]


Τηρώντας την απόφασή μου – λόγω των ημερών -για αλλαγή ρότας στην επιλογή των θεμάτων μου, θα ασχοληθώ και αυτή την εβδομάδα με θέματα από το ‘’αρχείο’’ των προσωπικών μου αναμνήσεων. Σήμερα θα ασχοληθώ με τις τραγουδιστικές συνήθειες της γενέτειράς μου, παρεμβάλλοντας και τις προσωπικές μου επιλογές και προτιμήσεις, στη διαδρομή των οχτώ περίπου δεκαετιών που έχω προσωπική εμπειρία και άποψη.
Η Αταλάντη, μια κατεξοχήν ρουμελιώτικη κωμόπολη και χωρίς οποιεσδήποτε ξένες μουσικές επιρροές, είναι φυσικό να προδιαθέτει στο παραδοσιακό δημοτικό μουσικό ρεπερτόριο και ιδιαίτερα τα ‘’κλέφτικα’’ τραγούδια, που προέκυψαν από την ζώσα τοπική πραγματικότητα. Παράλληλα όμως και για λόγους που δεν είναι του παρόντος να εξηγήσουμε, άρχισε τη δεκαετία του 1930 μια μουσική διαφοροποίηση, με την ίδρυση [1935] του Μουσικού Συλλόγου ‘’ΟΡΦΕΥΣ’’ και το 1938 κάνει την εμφάνισή της η πρώτη  ανδρική Χορωδία Αταλάντης. Πολύ σύντομα πλαισιώθηκε από σπουδαίες φωνές, αποδεικνύοντας ότι υπήρχε ένα πολύ γόνιμο έδαφος και ήταν αρκετός ο πρώτος σπόρος για να καρποφορήσει.
Αμέσως μετά τον πόλεμο, το ‘’μπελκάντο’’ πήρε την κυρίαρχη θέση του στην τοπική μουσική κουλτούρα, σε σημείο να αλλάξει και ο τρόπος εκτέλεσης των δημοτικών τραγουδιών. Πολλά από τα παραδοσιακά μας τραγούδια έπαιρναν μια επτανησιακή μορφή, με πρίμο-σιγόντο και ενίοτε   ακουγόταν και κάποια ‘’κορώνα’’ στο φινάλε τους. Την ίδια αυτή εποχή τα ελάχιστα ταβερνάκια, θύμιζαν περισσότερο την Πλάκα παρά Ρούμελη και άρχισαν να αναδεικνύονται σημαντικές λυρικές φωνές, που δεν μετείχαν όλοι στη χορωδία,  αλλά δημιουργούσαν το ‘’φυτώριο’’ των μελλοντικών πολυφωνικών συγκροτημάτων που ακολούθησαν.
Αρχικά η κίνηση αυτή  άρχισε   με την  εκκλησιαστική χορωδία και στη Μητρόπολη της Αταλάντης είχε προβλεφθεί και ειδικός για αυτήν χώρος  [ο γυναικωνίτης], αντικριστά και υπερυψωμένα απέναντι από το Ιερό του Ναού. Το εκκλησίασμα βρισκόταν ανάμεσα στην   ανταλλαγή μελωδικών αντιφωνήσεων με τους ιερείς και απολάμβανε πραγματικά το όμορφο και κατανυκτικό  τελετουργικό τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές. Κάποιοι από τους ιερείς, που είχαν προτίμηση στο βυζαντινό μέλος ή  μουσική ‘’ ένδεια’’ , άθελά τους ή και σκόπιμα άλλαζαν ‘’τόνο’’ στις ‘’παρεμβάσεις’ τους με αποτέλεσμα να δημιουργούν κάποια μικροπροβλήματα στη χορωδία.
Το σύνολο σχεδόν των πρώτων χορωδών δεν είχαν καμιά μουσική παιδεία, κάποιοι μάλιστα  εξ αυτών είχαν περιορισμένη έως μηδενική σχολική μόρφωση και δυσκολεύονταν να κατανοήσουν ακόμα και τα λόγια της εκκλησιαστικής γλώσσας, ή τις λόγιες εκφράσεις των παλιών ελληνικών καντάδων, που τις μάθαιναν μηχανικά, χωρίς να γνωρίζουν τη σημασία τους. Ήταν όμως τόσο σπουδαίο το ταλέντο τους και η προσπάθειά τους  να ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις πειθαρχίας του χορωδιακού συνόλου, που δικαίωναν απόλυτα το μελωδικό αποτέλεσμα. Βέβαια, όπως προείπαμε, η ‘’ πρακτική’’ γινόταν τα βράδια στα ταβερνάκια που αποτελούσαν τα πρότυπα μουσικά σχολεία και τη βάση για το ‘’ξεκαθάρισμα’’ των καταλληλότερων για τη συμμετοχή στο μουσικό σύνολο, με απόλυτα αξιοκρατικά μουσικά και μόνο κριτήρια.
Η παράδοση αυτή συνεχίζεται και επί των ημερών μας, με τη δημιουργία και άλλων χορωδιών [ ανδρική, μικτή ακόμα και παιδική] αλλά η γενικευμένη παλιά πολυφωνική ‘’δίψα’’ έχει ατονήσει, σε σημείο  να φαίνονται δυσοίωνες οι μελλοντικές προοπτικές. Οι σημερινοί χορωδοί είναι πιο οργανωμένοι, έχουν καλύτερη παιδεία – ακόμα και μουσική- και εργάζονται συστηματικά, τα αποτελέσματα όμως δεν είναι ανάλογα και σε κάθε περίπτωση έχει χαθεί ο αυθορμητισμός.  Το πολυφωνικό τραγούδι έπαυσε να αποτελεί συχνό άκουσμα στις διασκεδάσεις, αφού έχει υποκατασταθεί από τα ‘’λαϊκά’’, τα ρεμπέτικα και για τους νεώτερους τα μονότονα και ξενόγλωσσα τραγούδια, κυρίως όμως εξαφανίστηκε από τα ταβερνάκια και  μπήκαν στο χρονοντούλαπο  οι  ρομαντικές αισθηματικές καντάδες.
Εδώ θα ασχοληθώ με την προσωπική μου εμπλοκή και ενασχόληση με το τραγούδι και ειδικότερα το συγκεκριμένο μουσικό είδος και ένα χαρακτηριστικό  γλαφυρό περιστατικό  της παλιάς εκείνης εποχής, αρχίζοντας από το πρώτο.
Το πατρικό μου σπίτι  βρισκόταν  στο υψηλότερο σημείο της αμφιθεατρικά χτισμένης Αταλάντης και τα βράδια έφθαναν στα αφτιά μου, όλα αυτά τα πολυφωνικά ακούσματα από τα ταβερνάκια της πόλης. Τη δεκαετία του 1940, που δεν υπήρχε ακόμα ηλεκτρικό ρεύμα ,τις σκοτεινές πρώτες νυχτερινές ώρες που οι γονείς μου απουσίαζαν από το σπίτι για τις οικογενειακές ανάγκες, τους ανέμενα ακουμπισμένος στο κορμό ενός δέντρου στη αυλή του σπιτιού μου. Για να διασκεδάσω τις φοβίες των παιδικών μου χρόνων που είχαν δημιουργήσει οι δεισιδαιμονίες της εποχής για νεράιδες και φαντάσματα -μέχρι να επιστρέψουν οι γονείς μου στο σπίτι – πετούσα πέτρες προς κάθε κατεύθυνση και τραγουδούσα, μεγαλοφώνως, ένα παρεξηγημένο τραγούδι της εποχής, το ‘’Γρίβα μ’ σε θέλει  ο Βασιλιάς’’. Είναι αλήθεια ότι η επιλογή του ήταν εντελώς τυχαία και δεν απηχούσε την ερμηνεία των βασιλικών ή αντιβασιλικών για το νόημα του τραγουδιού, αφού τότε αγνοούσα ακόμα και το όνομα του Γρίβα. Το τραγούδι αυτό, που η παιδική  φωνή μου και η σιγαλιά της νύχτας το έφθανε σε όλη την πόλη, αποτέλεσε την πρώτη αναγνώριση της καλλιφωνίας μου.
 Όταν δεν συνέτρεχαν οι λόγοι που με ανάγκαζαν να τραγουδώ, κάποιοι άρχισαν να το αποζητούν και να εισηγούνται στους γονείς μου  να ασχοληθώ με το τραγούδι. Αυτή  η μάλλον  φιλοφρονητική διάθεση των ‘’ακροατών’’ μου σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι  δύο αδελφοί της μητέρας μου  [ο Παναγιώτης και ο Στάθης Σχοινής] υπήρξαν σπουδαίοι αυτοδίδακτοι τενόροι της πρώτης ανδρικής χορωδίας της πόλης, με ώθησε από μικρό  δίπλα  τους, όπου διαπιστώθηκε και το φυσικό [κληρονομικό;]μουσικό μου ταλέντο. Ένα ταλέντο που με κατέστησε αγαπητό στις παρέες και τις γνωριμίες μου και με έσπρωξε από νωρίς να μετέχω σαν τενόρος σε διάφορες χορωδίες, αρχίζοντας από την εκκλησιαστική. Το ταλέντο μου αυτό χρησιμοποίησα και την περίοδο ‘’ειδικών συνθηκών’’ που βίωνα μετά τη απώλεια της συζύγου μου, για να αποκτήσω τη χαμένη μου αυτοπεποίθηση, κατά την περίοδο της υπηρεσίας μου στις Βρυξέλλες και ομολογώ ότι  τα κατάφερα  αρκετά καλά. Τώρα, αρκετά χρόνια πια, δεν τραγουδώ και δεν γνωρίζω αν η φωνή μου το επιτρέπει, αφού δεν έχω κίνητρα για να το  δοκιμάσω.
Τελειώνω με ένα γλαφυρό επεισόδιο, που συνέβη παρουσία μου [ παιδί ακόμα] ,ένα βράδυ, με μια παρέα χορωδών στο ‘’κουτούκι της Χαρίκλειας’’, που δείχνει όχι μόνο τις συνήθειες της εποχής αλλά και το ταλέντο αυτών των σπουδαίων τροβαδούρων. Κουτσοπίνοντας, ως συνήθως, ‘’ξεροσφύρι’’ το κρασάκι τους 5-6 φίλοι – μέλη της χορωδίας- άρχισαν  να σιγοτραγουδούν κάποιες αγαπημένες καντάδες. Με την πάροδο του χρόνου και το ανέβασμα του κεφιού, ο τενόρος της παρέας ο Στάθης, άρχισε να φορτσάρει με μια γνωστή νυκτωδία ‘’ η νύχτα φεύγει ολόχαρη’’. Το ανέβασμα της έντασης της φωνής, προφανώς ενόχλησε κάποιο ασθενή γείτονα, που βγήκε στο απέναντι μπαλκόνι και παρακάλεσε να τραγουδούν πιο χαμηλά για να μπορέσει να κοιμηθεί. Εκείνοι συμμορφώθηκαν στο δίκαιο αίτημα του και συνέχισαν να σιγοτραγουδούν, μέχρι που πέρασε μπροστά από την παρέα ένας άλλος γείτονας [ ο Καζάκης] ‘’φτιαγμένος κανονικά’’ που επέστρεφε στο σπίτι του.  Ο τελευταίος δεν μετείχε στη χορωδία αλλά ήταν ένας καταπληκτικός τενόρος και κεφάτος άνθρωπος και   προκάλεσε τον Στάθη  να κοντραριστούν στην προηγούμενη νυκτωδία. Η άμιλλα αυτή ανέβασε τον τόνο του τραγουδιού δυο ‘’οκτάβες’’ πιο ψηλά και ξανάβγαλε τον ασθενή γείτονα στο μπαλκόνι του, με την παράκληση αυτή τη φορά να συνεχίσουν ακόμα δυνατότερα.
Η  αναφορά μου στο τελευταίο περιστατικό, αποτελεί φόρο τιμής σε όλους αυτούς τους παλιούς  χορωδούς και κανταδόρους και εξηγεί ίσως την απαισιοδοξία μου, για το μέλλον του πολυφωνικού άσματος στην πόλη μας. Δεν λείπουν μόνο τα σπάνια  φωνητικά  ταλέντα του παρελθόντος αλλά και τα ‘’σχολεία του πεζοδρομίου’’ που ανακάλυπταν και προετοίμαζαν τις λαμπρές εκείνες φυσικές και χαρισματικές φωνές .    Αντώνης Ταρνανάς




Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΧΡΟΝΟ



Τι μπορεί κανείς να γράψει για όσα  μέχρι και την τελευταία μέρα του μας φόρτωσε ο χρόνος που σήμερα μας εγκαταλείπει και δεν έχουν τελειωμό για όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα για τη χώρα μας. Δεν υπάρχει καν  ελπίδα, ότι κάτι μπορεί να αλλάξει από αύριο και αυτό είναι το χειρότερο, να σου στερούν έστω και τις ‘’φρούδες ελπίδες’’ ότι μας περιμένει κάτι καλύτερο ή έστω κάτι διαφορετικό. Ας διατηρήσουμε τουλάχιστον το κουράγιο μας, μπας και σηκωθούμε από τους καναπέδες για να διεκδικήσουμε , κάτι που δεν φαίνονται διατεθειμένοι να μας δώσουν οι υπεύθυνοι για τη δυστυχία μας. Ας απωθήσουμε τις σαδιστικές πιέσεις που ασκούνται εναντίον μας , για να τους ‘’δείξουμε’’ ότι δεν μας διακατέχει κανένα σύνδρομο μαζοχισμού, όπως νομίζουν οι βολεμένοι στους θώκους τους.
Για την ώρα μένουμε   στη συνεχιζόμενη αγιότητα των ημερών,  ευχόμενοι εις εαυτούς και αλλήλους,  ο Θεός να λυπηθεί τα  απανταχού της γης δεινοπαθούντα πλάσματά του, χαρίζοντάς μια χαραμάδα ελπίδας για τον καινούργιο χρόνο. Αν δεν αλλάξει η ζωή μας προς το καλύτερο, ας αλλάξουμε  τουλάχιστον μυαλά , ώστε  να μην προκαλούμε – όπως μέχρι τώρα - την κακοτυχία μας. Καλή χρονιά σε όλους.               Αντώνης Ταρνανάς


31.12.2016 

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

ΕΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΙΘΡΙΔΑΤΙΣΜΟΣ

[Γενικευμένη παρακμή]


            Έχω και στο παρελθόν ασχοληθεί  ακροθιγώς με το θέμα της TRASH TV και της γενικότερης παρακμής που βιώνουμε  [ εκόντες – άκοντες] σαν κοινωνία, αλλά τα ακραία θεάματα και ακούσματα των ημερών με υποχρεώνουν να επανέλθω. Είναι τόσο συχνά επαναλαμβανόμενο το φαινόμενο, ώστε κάποιοι υποψιασμένοι να το θεωρούν σκόπιμο και εντασσόμενο σε ένα γενικότερο πλαίσιο κοινωνικού εθισμού. Δεν μπορώ να εξηγήσω διαφορετικά τη γενικευμένη αυτή τάση, που δεν περιορίζεται μόνο στα ΜΜΕ αλλά τείνει να καταστεί τρόπος ζωής και σκέψης του λαού μας. Για την ώρα όμως θα περιορισθούμε  στην τηλεοπτική και την ιντερνετική υποκουλτούρα – με κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις – που απλώς σώζουν τα προσχήματα.
            Για να καταστώ σαφέστερος θα αναφερθώ  σε συγκεκριμένες πρόσφατες περιπτώσεις, που  δίνουν την εντύπωση ότι  ακολουθούν ένα  στοχευμένο πλάνο και εξυπηρετούν ειδικούς σκοπούς. Αν αυτό δεν συμβαίνει, θα πρέπει να προβληματισθούμε ακόμα  περισσότερο για  το πνευματικό και πολιτιστικό μας επίπεδο.
            Τα περισσότερα κανάλια διψούν για αίμα και αφιερώνουν ώρες ατέλειωτες με μαρτυρίες και εικόνες για να μας δείξουν και ίσως να μας υποδείξουν και τρόπους που μπορούν και άλλοι να ‘’επιτύχουν’’ το στιγματιζόμενο [υποτίθεται] γεγονός. Πολλοί δημοφιλείς παρουσιαστές, δίκην εισαγγελέως, αποφαίνονται σχεδόν τελεσίδικα για την ενοχή ή αθωότητα [κατά πως βολεύει το θέαμα και ίσως και αλλότριους σκοπούς], με ιδιαίτερη πάντα έμφαση στο ‘’υφάκι’’, το στιλ και τους ‘’εξυπνακισμούς’’ του πάνελ, που υποκαθιστά τη σύνθεση του περιστασιακού  δικαστηρίου.  Ασχολούνται με σοβαρά συμβάντα ‘’επωνύμων’’, ακόμα και θανάτους, για να αναφερθούν  τελικά στη σκοτεινή πλευρά τους, την οποία όμως  προβάλλουν θετικά. Έμμεσα προωθούν και τη συγγενική ευθύνη, κρατώντας κάποιες τυπικές αποστάσεις, ενώ τεχνηέντως αφήνουν να ακουστούν ονόματα, χωρίς να έχουν το δικαίωμα προς τούτο, καλύπτοντας – κατόπιν  εορτής -τα νώτα τους με την επωδό, ‘’μα σας είπα να μη λέτε ονόματα’’, ενώ μπορούσαν να το κόψουν στο μοντάζ  ή και στον αέρα.
            Έχει πλημμυρίσει η τηλεόραση [ κάτι σαν πανδημία] από θαυματοποιούς και θαυματουργά μαντζούνια, βότανα, λοσιόν και κρέμες, που όχι μόνο θεραπεύουν πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν [απόσπασμα από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο], αλλά μας κάνουν ολοκαίνουργιους και απαστράπτοντες από σφρίγος και ομορφιά. Εδώ βέβαια γίνεται μια προεπιλογή παρουσιαστριών, που δεν χρειάζονται  ακόμα τα ειδικά αυτά ψιμύθια, Ενίοτε  όμως χρησιμοποιούνται και πενόμενοι ή συνταξιούχοι ηθοποιοί, που φορώντας κάποιο ‘’εξάρτημα’’  πετούν από ευτυχία, ενώ κατά βάθος δεν μπορούν να κρύψουν την ταλαιπωρία τους. Στο συγκεκριμένο θέμα έχουν εμπλακεί και άρρενες παρουσιαστές, μεταξύ των οποίων διέκρινα και ‘’σιτεμένο’’  αρχηγό κόμματος, ο οποίος, τελευταία καλεί επί σκηνής συνεργάτιδά του για τη σχετική επίδειξη του προϊόντος. Μήπως εδώ, γενικότερα,  συντρέχουν και οι προϋποθέσεις της ‘’αντιποίησης’’ αρχής και αρμοδιότητας;
            Βλέπουμε επίσης, σε μια εποχή αποδεδειγμένης φτώχιας και δυστυχίας, να προβάλονται μοντελάκια και λοιπά λαμπερά  είδη πολυτέλειας και ευδαιμονίας,  που προκαλούν όσους στερούνται και το φαγητό – που δυστυχώς είναι πολλοί- παρά την όποια ιδιωτική, δημοτική και εκκλησιαστική σχετική πρόνοια. Το χειρότερο όμως για την περίπτωση είναι η παρεμβολή κάποιας παρένθεσης για την προβολή σκηνών αναξιοπαθούντων [ ξένων και Ελλήνων], ώστε να προκαλέσουν το ενδιαφέρον  για κοινωνική δράση. Φαρισαϊσμός σε όλο το μεγαλείο του και διερωτώμαι αν υπάρχουν υπεύθυνοι ή αρμόδιοι που θα υποδείξουν κάποιους κανόνες αισθητικής ευγένειας.
            Με την χθεσινή σημαντική απώλεια του διάσημου τραγουδιστή Μάικλ  Τζόρτζ, το μεγαλύτερο μέρος των εκπομπών μη νομίσετε ότι αφιερώθηκε στην κυπριακή καταγωγή του και το λαμπρό του καλλιτεχνικό παρελθόν, αλλά κυρίως  στις  προσωπικές του ιδιαιτερότητες, τα ναρκωτικά, τις αποτοξινώσεις και τα λοιπά  προσωπικά δεδομένα του. Το γεγονός ότι ο ίδιος – για τους δικούς του λόγους- τα είχε ομολογήσει δεν αποτελεί δικαιολογία για την προβολή  και ‘’διαφήμισή’’ τους.
Με την απώλεια, σε αεροπορικό δυστύχημα των βασικών στελεχών της διασημότερης χορωδίας Αλεξαντρώφ, προβλήθηκε κυρίως ο επιζήσας τενόρος της, αντί να στραφεί το κέντρο της είδησης στη μεγαλύτερη ομαδική καλλιτεχνική τραγωδία.
Ξέρω ότι  οι ειδικοί και ‘’αρμόδιοι’’ επιλέγουν την εύκολη και βολική απάντηση ,’’ότι αυτά θέλει ο κόσμος’’ και μπορεί  αυτό να είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι σωστό. Τα μέσα ενημέρωσης, που μπαίνουν στα σπίτια  ανυποψίαστων ακροατών και θεατών, διαμορφώνουν την κοινή γνώμη ανάλογα με τα πρότυπα που θέλουν να προβάλουν  συνειδητά ή ασυνείδητα - πάντα όμως με τη σχετική τους σκοπιμότητα. Αυτός είναι ένας από τους κυριότερους λόγους που βρισκόμαστε στα σημερινά μας χάλια, αφού η ίδια αισθητική και σκοπιμότητα εφαρμόζεται και επί των κοινωνικών και πολιτικών μας προβλημάτων.

 Θυμάται κανείς πόσο προβλήθηκε το ’’γνωστό’’ νεύμα  του Πρωθυπουργού της χώρας –κατά την επιστροφή από το Χέρφιλντ- στη δημόσια διαπόμπευση της οικογένειας του και  γενικότερα  των ελληνικών προτύπων της; Στην τελευταία κατηγορία συνδράμουν και τα κρατικά μας κανάλια, προβάλλοντας τις όποιες ‘’νέες αξίες’’ των κυβερνώντων, για την οικογένεια, τη θρησκεία και τις αρχές του δικαίου, πριν αυτές ακόμα νομιμοποιηθούν στη Βουλή. Κάτι ανάλογο παρακολούθησα σήμερα το απόγευμα στο Γ΄ Πρόγραμμα ΕΡΤ, της Θεσσαλονίκης , που ομολογώ ότι  είναι το  πιο κοντινό  στην αντικειμενικότητα. Στη συζήτηση δύο Βουλευτών [Κυβέρνησης και Αξιωματικής αντιπολίτευσης], ο δεύτερος επικαλέστηκε ‘’αυτολεξεί’’ πρόσφατη δήλωση της Κυρίας Κωνσταντοπούλου για τον Πρωθυπουργό και ο πρώτος έσπευσε να του υποδείξει ότι η αναφορά αυτή σημαίνει υιοθέτηση της ουσίας και συνεπώς διάπραξη ποινικού αδικήματος. Δεν περίμενα βέβαια η αντικειμενικότητα του καναλιού  που υπαινίχθηκα να φθάσει στο σημείο παρέμβασης  , αλλά ούτε από τον συγκεκριμένο  κυβερνητικό βουλευτή, που θεωρείται συνετός, να μετέρχεται τόσο ακραία και εκβιαστικά μέσα για να κλείσει το στόμα του συνομιλητή του. Λόγω των εορτών όμως , δεν θα επεκταθώ στο κομματικό μέρος και απλά θα επανέλθω στα ΜΜΕ, που συνήθως παρεξηγούν το ρόλο τους και μιμούνται τις ανάλογες ιντερνετικές ανώνυμες παρεμβάσεις, κάνοντας όμως  ζημιά στο κοινωνικό σύνολο. Αποδέχονται δηλαδή, αν δεν  υποκινούν, τη γενικευμένη παρακμή , ενισχύοντας έτσι ένα  σύγχρονο μιθριδατισμό, τα αποτελέσματα του οποίου δεν μπορεί κανείς να προβλέψει με βεβαιότητα.  Αντώνης Ταρνανάς

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

ΡΕΒΕΓΙΟΝ

              [Χαρούμενες   και  ανθρώπινες  στιγμές]

Με τις καλύτερες  ευχές μου  για   αγάπη  και ειρήνη στον κόσμο, που αποτελεί  στις μέρες μας και πάλι  ζητούμενο, θα προστρέξω σε ξεχωριστές   ευχάριστες αναμνήσεις , από το μακρινό  μου παρελθόν, σε μια προσπάθεια να ‘’εξευμενίσω’’ το παρόν και να αφήσω μια αμυδρή ελπίδα για το όποιο μου απομένει  ‘’μέλλον’’.  Θα αναφερθώ αποκλειστικά και μόνο στις ξεχωριστές βραδιές, των ρεβεγιόν,  στο μακρύ διάστημα που έζησα στο εξωτερικό.
Αρχίζω λοιπόν από την ίδια τη λέξη ‘’ρεβεγιόν’’ , την ετυμολογία της και τη τελική σημασία που της αποδίδεται. Η λέξη προέρχεται από την ομόηχη γαλλική   reveillon [ το ρήμα reveiller  σημαίνει ξυπνώ], που μεταφράζεται ξενύχτι -αγρυπνία , σχετίζεται δε με το γεύμα και ό,τι ακολουθεί, ύστερα από τη μεσονύκτια λειτουργία των Χριστουγέννων των ρωμαιοκαθολικών.  Σε ελεύθερη μετάφραση, για τους γαλλόφωνους πληθυσμούς, είναι το δείπνο και το γλέντι που ακολουθεί μέχρι τις πρωινές ώρες, την παραμονή Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. Αφού λοιπόν το εξηγήσαμε και αυτό, προχωρούμε στις σχετικές ιστοριούλες μας, αν και   σημασία έχει το ίδιο το γεγονός και όχι η ονομασία του.
 Το πρώτο μου άκουσμα  της ξενόφερτης λέξης  Ρεβεγιόν, συνέπεσε με τη  μετάθεση μου  στο  Βελιγράδι το 1960 . Νιόπαντρος , νέος  και ‘’άβγαλτος’’ ακόμα στη γκλαμουράτη καλοπέραση, αποδέχτηκα δοκιμαστικά, την  ευγενική πρόταση συναδέλφων της Πρεσβείας και τους ακολούθησα με τη γυναίκα μου, στην παρθενική μου ανάλογη συμμετοχή.
Ομολογώ ότι αυτό που έζησα δεν είχε καμιά σχέση με τη θρησκευτική κατάνυξη που συνοδεύει τις ορθόδοξες χριστιανικές αγρυπνίες , αλλά  ούτε και με τα πασίγνωστα ελληνικά νυχτοπερπατήματα. Ήταν   μια εντελώς  αλλιώτικη  εμπειρία, στο ξενοδοχείο Majestic, με κοτιγιόν, κομφετί και αρκετή χρυσόσκονη, που στην αρχήν μου θύμισε απόκριες. Η συνέχεια δε με μάγεψε με τη ‘’ζωντανή’’ εκτέλεση ενός μεγάλου μέρους της Ουγγρικής ραψωδίας του Λίστ,  που ‘’παράγγειλε’’ στην ορχήστρα των τσιγγάνων, ο παλιός και έμπειρος της παρέας μας [Λευτέρης ή Σλομποντάνκας]. Το ρεβεγιόν αυτό επαναλήφθηκε και άλλες χρονιές , στο Μajestic ή στο Metropol, ποτέ όμως δεν είχε την ίδια επιτυχία. Ίσως και εδώ να έπαιξε το ρόλο της η πρώτη φορά,
Τα Χριστούγεννα  του 1966, στην Πράγα της Τσεχοσλοβακίας, όπου  διέμενα στο μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο International, μέχρι να μου εξασφαλίσει σπίτι η αρμόδια υπηρεσία του τοπικού υπουργείου εξωτερικών, αποφασίσαμε, με τη γυναίκα μου, να κάνουμε ρεβεγιόν, μαζί με την 4χρονη κόρη μας, στον 13ο όροφο του ξενοδοχείου. Περάσαμε τόσο καλά , ώστε το επαναλάβαμε και την Πρωτοχρονιά, χλιδάτα και χαρούμενα, με την παρουσία πάντα κοτιγιόν και κομφετί και μακριά  από τη ‘’μαυρίλα’’ και ανέχεια που ζούσαν οι εντόπιοι. Τόσο στην Πράγα όσο και στο Βελιγράδι –που αναφέρθηκα προηγουμένως-  τα μέρη αυτά αποτελούσαν ‘’απαγορευμένες ζώνες’’ για τους γηγενείς κοινούς θνητούς και μετείχαν στη διασκέδαση μόνο ξένοι και κομματικά στελέχη. Θυμάμαι την περιέργεια που ένοιωσα στους έξι μήνες που διαμέναμε στο International, ότι τα Σαββατοκύριακα ξεναγούσαν στο περίβλεπτο αυτό ξενοδοχείο -ρωσικής τεχνοτροπίας- χωρικούς με τις τοπικές τους ενδυμασίες, με την υπόσχεση ότι ‘’πολύ σύντομα θα ζουν και εκείνοι την ίδια ζωή’’.  Η υποσχεσιολογία αυτή κάτι πρόσφατο μου θυμίζει  και στη χώρα μας, αλλά το παραβλέπω στα πλαίσια της μονομερούς μου ανακωχής στα πολιτικά σχόλια,  λόγω των Άγιων ημερών.           
Το 1980 βρέθηκα και πάλι στην Ευρώπη αλλά με εντελώς διαφοροποιημένες τις οικογενειακές και ψυχολογικές μου συνθήκες. Άρχισα δειλά-δειλά, κάποιες εξόδους σε ελληνικές ταβέρνες για να ‘’γεμίζω τις μπαταρίες μου’’ και συνήθως μαζί με τα παιδιά μου. Εκεί, πάνω στο κέφι του κρασιού- που νόμιζα ότι με βοηθούσε- θυμήθηκα και πάλι κάποιο φωνητικό ταλέντο μου και με τις προτροπές των καλών μου φίλων, ξαναγύρισα σταδιακά στη χαμένη μου διάθεση. Αρχικά, με τον ‘’αδέσμευτο’’ τότε φίλο μου Μιχάλη, περιδιαβαίναμε συχνά τα στέκια των Βρυξελλών, Ζορμπάς, Λα Κανέτ τους τσιγγάνους, κλπ.  Με την ενθάρρυνση  σταδιακά των θαμώνων αλλά και των πατρώνων [τον αείμνηστο ‘’καλλικέλαδο’’ Αλέκο και τον γαλαντόμο και αεικίνητο Θωμά] , αυξήθηκαν ‘’ οι αγρυπνίες’’ και εξελίχθηκε και το μελωδικό μας ρεπερτόριο. Με την ευγενική κατανόηση των μουσικών  φίλων δύο Γιάννηδων ,  προστέθηκε και το πρελούδιο ‘’όμορφη Θεσσαλονίκη’’, που ήταν η προειδοποίηση  της αποσκίρτησης  του φίλου Μιχάλη από τους αδέσμευτους και η ένταξή του στο  κλαμπ των παντρεμένων.
Εδώ πλέον αρχίζει η διεύρυνση της παρέας και η αλλαγή της μορφής της, με τον Αντώνη και τη Μαρία,  την προσθήκη της Ανθούλας, τον Θανάση και τη Νίκη, και κατά καιρούς, τον Κώστα με τη Μαίρη και  τον έτερο Κώστα και τη Φρανσίν, την Ελένη, τον Γιάννη και περιστασιακά με τους περισσότερους φίλους και συναδέλφους. Επανέρχεται όμως και η ιδέα του ρεβεγιόν, πότε  στα σπίτια των μετεχόντων – εκ περιτροπής- και τουλάχιστον μια φορά το χρόνο για ένα αξέχαστο γλέντι στου Θωμά  ‘’συν γυναιξί και τέκνοις’’. Παραλείπω τις προσωπικές μου ιδιαίτερες διασκεδάσεις ή συμμετοχές στα ρεβεγιόν, διότι αποτελούν  δικό μου  θέμα  και μέρος των προσωπικών μου δεδομένων.
Παρά το γεγονός ότι, κατά τη μακρόχρονη παραμονή μου στις Βρυξέλλες, είχα συνδέσει το ρεβεγιόν με το τραγούδι μου και την ανάλογη επιλογή του κέντρου, για μια και μοναδική χρονιά, άφησα εν λευκώ την επιλογή αυτή στην καλή μας φίλη  Μαρία με την κόρη μου, που  με ‘’οδήγησαν’’ αιφνιδιαστικά σε κινέζικο ρεστοράν. Μετά το αρχικό σοκ, κατάλαβα ότι στη διασκέδαση ,πρωτεύοντα ρόλο  έχει η παρέα και η διάθεση και όχι απόλυτα ο χώρος πραγματοποίησης. Μαζί με τα παιδιά μας περάσαμε μια αξέχαστη βραδιά, με ξεκαρδιστικές και αστείες λεπτομέρειες. Η πανύψηλη όμορφη κινέζα ιδιοκτήτρια , που μας εξυπηρετούσε προσωπικά και προφανώς άκουγε τα σχόλιά μας, μας άφησε σύξυλους κατά την αποχώρησή μας  , όταν μας αποχαιρέτησε σε άπταιστα ελληνικά με πολλή ευγένεια και τη δήλωση ότι η μητέρα της ήταν Ελληνίδα.
Θα τελειώσω με ένα εντελώς διαφορετικό περιστατικό, που έχει μεν  σχέση με την παραμονή των  Χριστουγέννων αλλά καμία με τα ρεβεγιόν. Όταν τοποθετήθηκα στις Βρυξέλλες[ το 1980], κάποιοι φίλοι – ο Αντώνης, ο Μιχάλης και ο Τάσος, παλιοί ήδη κάτοικοι της πόλης, με βοήθησαν στην αναζήτηση σπιτιού για την εγκατάστασή μου και μάλιστα επέμεναν να αγοράσω, διότι μακρόπνοα, συνέφερε έναντι του ενοικίου. Εγώ, μόνος με τα παιδιά μου δεν ήξερα πόσο θα μπορούσα να αντέξω τις Βρυξέλλες και με δεδομένο τον μάλλον ‘’συντηρητικό’’ χαρακτήρα μου να μην ξανοίγομαι, έψαχνα προσχήματα για να το αποφύγω. Τελικά βρήκαμε ένα πολύ καλό σπίτι, που ο ιδιοκτήτης του ζήτησε 2,5 εκατομμύρια κορώνες, με τις σχετικές ευκολίες δανειοδότησης. Εγώ, για να τον αποφύγω του αντιπρότεινα προσχηματικά, με 1,8 εκατομμύρια να με πάρει τηλέφωνο [ δεν είμαι απόλυτα βέβαιος για τα ακριβή  ποσά, αλλά η διαφορά τους ήταν πράγματι μεγάλη και η μνήμη μου ακόμα ανθεκτική].
 Το παράξενο είναι ότι την επομένη μου τηλεφώνησε θετικά και βρέθηκα σε δύσκολη θέση, από την οποία με έβγαλε ο φίλος μου ο Αντώνης, που έμενε ήδη στις Βρυξέλλες με ενοίκιο. Αρχίσαμε λοιπόν όλοι μαζί τις εργασίες του σπιτιού για να προλάβουν να μετακομίσουν πριν τον νέο χρόνο. Την παραμονή των Χριστουγέννων μας πήρε η νύχτα στο ‘’γιαπί’’ και δεν είχαμε πια το κουράγιο να πάμε κάπου για διασκέδαση[ κάτι που με πρότασή μου είχαμε αποτολμήσει στο παρελθόν]. Αποφασίσαμε λοιπόν να μείνουμε εκεί και μοιραστήκαμε τα ελάχιστα εδέσματα  στο πάτωμα και πάνω σε κάποια κιβώτια, με μουσική συντροφιά ενός τρανζίστορ και μια χαρά πρωτόγνωρη και μοναδική.
Τα περισσότερα ρεβεγιόν μου άρεσαν και τα απόλαυσα, το τελευταίο όμως με συνοδεύει με τις πιο ανθρώπινες αναμνήσεις.
Αντώνης Ταρνανάς

Υ.Γ. Παρακαλώ θερμά τους φίλους που γνωρίζουν προσωπικά τα περιγραφόμενα γεγονότα, να μου στείλουν τις κρίσεις τους και να ανασκευάσουν ενδεχόμενα λάθη ή παραλείψεις μου, θέτοντας  το παρόν υπόψη  προσώπων που αναφέρονται μεν  στο κείμενο και δεν είναι όμως αποδέκτες, διότι αγνοώ την ηλεκτρονική τους διεύθυνση.  [Θωμάς, Μάκης , κλπ].

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Ο ΚΟΡΕΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ ΜΟΥ


Ο τίτλος του παρόντος άρθρου, είχε αποτελέσει στο παρελθόν το θέμα ενός βιβλίου μου, την έκδοση του οποίου προόριζα για τα παιδιά μου. Για την ιστορία αναφέρω ότι το περιεχόμενό του, μαζί με εκείνο δύο μυθιστορημάτων μου, είχα αποθηκεύσει σε ένα σκληρό δίσκο του υπολογιστή μου και εκ παραδρομής μου διαγράφηκαν. Κατά καιρούς,  όταν η επικαιρότητα μου τα θυμίζει, δημοσιεύω ‘’κομμάτια’’ τους, που διασώθηκαν στη φυσική μου μνήμη. Ανάλογη είναι και  η αφορμή του σημερινού μου δημοσιεύματος, που μου θύμισε  μια φίλη μου , με μήνυμά της από τα Ιεροσόλυμα όπου βρίσκεται περιστασιακά και το οποίο παραθέτω, αφού έχω περικόψει  τα ‘’ευαίσθητα προσωπικά της δεδομένα’’.
            Αρχίζω από την επεξήγηση του τίτλου, διότι πράγματι νοιώθω ότι η ζωή μου ‘’ υπερέβαλε’’ στον τομέα των εμπειριών, με πρώτη και πιο δυσάρεστη τη στέρηση της συζύγου και μητέρας των παιδιών μου στα 36 της χρόνια. Αυτό με κάνει να μελαγχολώ κάθε φορά που έρχονται μεγάλες γιορτές, όπως τα αναμενόμενα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά. Κατά τα άλλα όμως, ευτύχησα ή δυστύχησα να γνωρίσω, συσσωρευμένα ,σημαντικά πρόσωπα και γεγονότα στη ζωή μου, τα οποία εμπλούτισαν μεν τις προσωπικές μου εμπειρίες αλλά σημάδεψαν τον γενικότερο μετέπειτα τρόπο σκέψης μου. Απαριθμώ λοιπόν  ,με χρονολογική σειρά, κάποιες από αυτές τις εμπειρίες μου.
Πρώτος μου προϊστάμενος, σε μια απόσπασή μου στην Πρεσβεία του Λονδίνου  ήταν ο  Πρέσβης    Γιώργος  Σεφεριάδης  [ο Νομπελίστας  Γιώργος  Σεφέρης]. Προϊστάμενος μου στην πρώτη μετάθεσή μου στο Βελιγράδι , υπήρξε ο επί τιμή Πρέσβης, Στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος [ Διοικητής της Ταξιαρχίας του Ρίμινι]. Στην  πόλη αυτή  γεννήθηκε η κόρη μου και γνώρισα προσωπικά τον Στρατάρχη Τίτο και τον Πατριάρχη των Σέρβων κ Γερμανό, και τον διατελέσαντα διοικητή του Μπούλκες, μετά τον εμφύλιο.
  Στην Πράγα [ όπου υπηρέτησα για 6  επίσης χρόνια], γνώρισα  τον Πρόεδρο της Τσεχοσλοβακίας , Στρατηγό SVOBODA,  [ επί κεφαλής της Σλοβακικής ταξιαρχίας στο ρωσικό μέτωπο] και τον EMIL ZATOPEK   [ τρία χρυσά μετάλλια το 1952 στο Ελσίνκι]. Τέλος, έζησα τα γεγονότα της Άνοιξης της Πράγας του 1968 και γνώρισα τον εμπνευστή και δημιουργό της, ΑLEXANDER DUBCEK. Tην ίδια περίοδο,  ο προαναφερθείς πολυολυμπιονίκης, υπέγραφε την κάρτα των προσωπικοτήτων κατά της Σοβιετικής εισβολής στη χώρα, με συνέπεια να του αφαιρούνται όλοι οι τίτλοι, ακόμα και τα ολυμπιακά μετάλλια τα οποία – κατά το σκεπτικό των νέων  κουίσλινγκς- ‘’ είχε κατακτήσει με την επήρεια της κομμουνιστικής ιδεολογίας’’. Η οικογένειά μου  εκδιώχθηκε από το ξενοδοχείο που προσωρινά διαμέναμε, σε αντίποινα για την αναγνώριση από το ΚΚΕ και το ΑΚΕΛ της εισβολής των στρατευμάτων του Συμφώνου Βαρσοβίας.
Άφησα τελευταία, την πιο σημαντική μου εμπειρία από το Ισραήλ, τη δεκαετία του 1980. Είχα μεταβεί στη χώρα υπηρεσιακά  και πήρα μαζί μου [με δικά μου έξοδα] και την κόρη μου. Την εποχή εκείνη τα γεγονότα ήταν πολύ πιο έντονα και επικίνδυνα. Με υπόδειξη φίλου μου  συναδέλφου, διέμενα στον παλαιστινιακό τομέα των Ιεροσολύμων, για λόγους ασφαλείας, αφού στις ‘’ελεύθερες’’ περιοχές είχε καθημερινές βομβιστικές και άλλες επιθέσεις αυτοκτονίας.
Παρόλα αυτά επισκεφθήκαμε   τους σημαντικούς και ιερούς τόπους – όλων των θρησκευμάτων- και η κόρη μου, με τη σύζυγο του επικεφαλής της αποστολής που μετείχα, είχαν τον χρόνο και την τύχη τα ξεναγηθούν από το Πατριαρχείο μας, στην Νεκρά  θάλασσα και τις άλλες εκτός της Ιερουσαλήμ ιερές περιοχές. Η επίσκεψή μας όμως στον Πανάγιο Τάφο, μας δημιούργησε μια πρωτόγνωρη και αξέχαστη αίσθηση. Εκεί συναισθανθήκαμε σύντρομοι το Θείο μαρτύριο  του Θεανθρώπου και ιδρυτή της Χριστιανοσύνης. Ίσως αυτός  είναι και ο λόγος της αντίδρασής μου, όταν ο Πρωθυπουργός μας, μέσα από τον ίδιο αυτό χώρο, μας δήλωσε χαμογελαστός ότι ‘’έβλεπε τις νέες σημαντικές ανακαλύψεις  σαν μηχανικός’’.
Επανέρχομαι λοιπόν στην επίσκεψη μου, κατά την οποία είχα σχεδιάσει συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο του Σινά κ.κ. Δαμιανό [παιδικό μου φίλο και συμμαθητή]και ενδεχόμενη μετάβαση στη Ιερή Μονή της Αγίας Αικατερίνης, αν το επέτρεπαν οι  συνθήκες. Τελικά όμως αυτό δεν κατέστη δυνατό, αφού η πτήση από το Κάιρο που βρισκόταν ο Αρχιεπίσκοπος δεν πραγματοποιήθηκε και εγώ, αντ’αυτού, παρακολούθησα κάποιες από τις διαρκείς συζητήσεις και διαλέξεις που πραγματοποιούντο τότε στο ‘’διαθρησκευτικό κέντρο’’ της ιερής πόλης. Θαύμασα τον ήρεμο και πολιτισμένο τρόπο προβολής των θρησκευτικών αντιθέσεων, σε μια πόλη και μια εποχή που έξω από το κέντρο κυριαρχούσε ο φόβος και ο αλληλοσπαραγμός.
Θυμάμαι ακόμα ότι στον έλεγχο ασφαλείας του αεροδρομίου, κατά την επιστροφή μας, ρωτήθηκα από την αρμόδια υπάλληλο αν διέμενα σε ξενοδοχείο του εβραϊκού ή του παλαιστινιακού τομέα της πόλης και αν είμαι βέβαιος ότι δεν έβαλε ‘’κάποιος’’ ξένα αντικείμενα στη βαλίτσα μου. Η αντίδρασή μου από τον φόβο υπήρξε ακαριαία και έβγαλα μόνος όλα τα πράγματά μου, για να βεβαιωθώ για την ασφάλεια του περιεχομένου της. Αντώνης Ταρνανάς

           Ακολουθεί το συνημμένο κείμενο

’’’Αντώνη μου Καλησπέρα,
Ευρισκόμενη από τριημέρου στα Ιεροσόλυμα αποφασίσαμε αυτό το ταξίδι το οποίο προσωπικά με έχει γεμίσει γνώσεις καινούργιες, εμπειρίες, και συναισθήματα μοναδικά.
Κάποια στιγμή θα σου στείλω με το καλό το σημειωματάριο που θα περιέχει τα όσα μου έδωσε ο Θεός την ευκαιρία να βιώσω.
Διαβάζοντας λοιπόν το σημερινό σου κείμενο φορτίστηκα ακόμη περισσότερο συναισθηματικά και αναρωτιέμαι πάλι.
ΓΙΑΤΙ ΤΟΣΟ ΜΙΣΟΣ ΣΕ ΑΥΤΌ ΤΟ ΚΟΣΜΟ ??? ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΕΡΟΙ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΤΟΣΗ ΘΛΙΨΗ, ΤΟΣΗ ΑΔΙΚΙΑ??
Εδώ σε αυτά τα μέρη που γεννήθηκε, περπάτησε, δίδαξε και θανατώθηκε ο Χριστός για να φέρει στο κόσμο αγάπη και ειρήνη Εδώ ακριβώς κυριαρχεί το μίσος, και ο αλληλοσπαραγμός. Και όμως είναι τόσο δίπλα μας και στην καθημερινότητά μας.
Θα τα πούμε με το καλό εν εκτάσει. Καλό μας ξημέρωμα και ας ηρεμήσουμε πλέον οι άνθρωποι. Περαστικοί είμαστε.’’’’


Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Η ΑΛΛΗ ΑΤΑΛΑΝΤΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΜΟΥ ΧΡΟΝΩΝ

 Παιδικές   μνήμες  που βίωσα   ή  νομίζω  ότι  έζησα


            Προσπαθώ να αποφύγω ‘’Χριστουγεννιάτικα’’ τα συνήθη σχόλιά μου για κάποια ‘’δήλωση μετανοίας’’ που καλείται να υπογράφει ο Υπουργός Οικονομικών της χώρας μας, αφού κανείς πια δεν μας πιστεύει διεθνώς. Ξαναγυρίζω λοιπόν στα δύσκολα αλλά αθώα και αγαπησιάρικα μόνο γεγονότα  της δεκαετίας του 1940, αποφεύγοντας και εκεί τους συνεχιζόμενους και σήμερα ‘’προοδευτικούς’’ σκοπέλους.
Οι παιδικές μας αναμνήσεις, δεν ανταποκρίνονται πάντα απόλυτα στα πραγματικά γεγονότα, διότι περνώντας από την κρησάρα του χρόνου, έχουν υποστεί τις σχετικές ‘’διαφοροποιήσεις’’, που έχει επιφέρει  το συναίσθημα και η διαμορφωμένη νέα  αισθητική μας. Παρά την όποια προσπάθεια αντικειμενικότητας και με τις καλύτερες ακόμα προσωπικές προθέσεις, έχουν οπωσδήποτε υποστεί   τη σχετική επεξεργασία  ‘’επί τα βελτίω’’. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζει προφανώς και ο  υποφαινόμενος, στα 83 του πλέον χρόνια.
 Είναι γεγονός ότι όλοι μας προσπαθούμε να ωραιοποιήσουμε ότι μας συνδέει με το παρελθόν, ίσως για να δικαιολογήσουμε και την όποια προσωπική μας ευθύνη για τα  σύγχρονα στραβά και ανάποδα που  βιώνουμε. Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι, αν επιχειρούσα την καταγραφή αυτή 50 χρόνια νωρίτερα, το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ  έως εντελώς διαφορετικό. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι τα παιδιά της  αναφερόμενης εποχής,  είχαν λίγες έως μηδαμινές  προσλαμβάνουσες παραστάσεις, πιστεύοντας – σε μεγάλο βαθμό – ότι ο κόσμος αρχίζει και τελειώνει στο στενό περιβάλλον τους. Το σπουδαιότερο  όμως είναι ότι ζήσαμε πράγματι τη χειρότερη περίοδο της νεότερης ελληνικής ιστορίας που δεν μπορεί πλέον να αλλάξει και είχαμε ανάγκη να αναζητήσουμε κάτι θετικό – έστω και στη φαντασία μας- για να  μη νοιώθουμε ενοχές  .
Κάτι ανάλογο συμβαίνει  και με την καταγραφή της ιστορίας, η οποία με την αποστασιοποίηση ρετουσάρεται για διάφορους λόγους, ακόμα και σκοπιμότητες ή και ιδεοληψίες και αυτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διότι τα γεγονότα έχουν πάντα μια και μοναδική εκδοχή  και είναι άδικο και ενίοτε επικίνδυνο να ‘’ερμηνεύονται κατά το δοκούν ή συμφέρειν’’. Πειράματα με τα γεγονότα δεν επιτρέπονται, αφού ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται και   παραμένει αναλλοίωτο, όσο  και αν  εμείς προσπαθούμε, για τους δικούς μας , ίσως   ιδιοτελείς λόγους ,  να   ‘’αλλάξουμε το περιτύλιγμα’’, ενώ  τη μοναδική πραγματικότητα γνωρίζουν η νομίζουν ότι ξέρουν, μόνο όσοι τα έζησαν προσωπικά. Σαν παράδειγμα θα αναφερθώ  στα γεγονότα της Σμύρνης, η οποία κάηκε κυριολεκτικά και σκόπιμα από τους Τούρκους, ενώ κάποιοι σύγχρονοι ‘’προοδευτικοί – διεθνιστές’’ καθηγητάδες και βουλευτές μας, τα αναφέρουν ως περίπατο στην παραλία [ they promenaded  along the beach], σε πλήρη αντίθεση με τις διηγήσεις των ανθρώπων που τα ‘’υπέστησαν’’. Θα πρέπει όμως οι επαγγελματίες αυτοί ‘’αριστεριστές’’ να μας εξηγήσουν γιατί δεν έμειναν στο λιμάνι της Σμύρνης και συνέχισαν τη ‘’βόλτα’’ τους στη Ριζούπολή, τη Νέα Σμύρνη της Αθήνας και αλλαχού.
Με τη μακροσκελή μου επιχειρηματολογία, θέλω να εξηγήσω ότι θα προσπαθήσω να κάνω μια συνειδητά πιστή  καταγραφή , με την ειδοποιό διαφορά ότι ενώ είμαι  αποστασιοποιημένος χρονικά και για δεκαετίες  ήμουν και τοπικά , είμαι  συγχρόνως  και  αυτόπτης μάρτυς και ήρωας  των γεγονότων που θα επιχειρήσω να περιγράψω. Αν τυχόν διαπιστώσετε και κάποιες στρογγυλοποιήσεις   δικαιολογήστε με, αφού η απουσία μου για δεκαετίες από την πόλη και μάλιστα  εκτός της χώρας, με έκανε εκόντα-άκοντα  να ζήσω σαν μετανάστης και να αναπτύξω τις άμυνες μου, ‘’ωραιοποιώντας’’  τις όποιες προσωπικές αναμνήσεις  κουβαλούσα μαζί μου. Πολλά στοιχεία αντλώ και από το βιβλίο μου ‘’ΑΡΝΟΥΜΑΙ ΝΑ ΞΕΧΑΣΩ’’  του  2009, τα οποία όμως θα υποστούν  την επεξεργασία της πρόσθετης  εμπειρίας που απέκτησα έκτοτε μέχρι σήμερα, χωρίς να αλλάξω όσα έγιναν  αλλά  παρατηρώντας τα με μια πιο επιεική σύγχρονη  ματιά.
Η Αταλάντη που γεννήθηκα και  έζησα τα πρώτα παιδικά μου χρόνια, δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τη σημερινή, αφού τότε, ήταν βουτηγμένη στην πείνα και τη δυστυχία του 2ου παγκόσμιου πολέμου . Κάτι ανάλογο συνέβη προφανώς και σε άλλες πόλεις της χώρας, αλλά εγώ προσωπικά περιγράφω αυτά που έζησα και στον συγκεκριμένο μοναδικό τόπο που τότε γνώριζα. Τα ιταλικά και αργότερα τα γερμανικά στρατεύματα αποτελούσαν  τους πραγματικούς ‘’άρχοντες’’ του τόπου και  οι , ευτυχώς ελάχιστοι,  καταδότες και μαυραγορίτες,  μια   χείριστη   προέκταση των κατακτητών, συνέχιζαν  το βρόμικο παιχνίδι τους. Τις πρώτες ημέρες του πολέμου στην πόλη κυκλοφορούσαν μόνο γυναικόπαιδα και γέροι , αφού οι ενδιάμεσες ηλικίες βρίσκονταν ακόμα στο μέτωπο ή απέφευγαν να κυκλοφορούν , για το φόβο της σύλληψης που κατά καιρούς πραγματοποιούσαν τα κατοχικά στρατεύματα, για να πλαισιώσουν τα εργοστάσιά τους παραγωγής πολεμικού υλικού.
Οι ιδιαίτερα κακές καιρικές συνθήκες και η έλλειψη των εργατικών χεριών,  κατέστησαν το 1941 μια  χρονιά   γενικευμένης σιτοδείας, με επακόλουθο τη  εθνική  πείνα. Την περίοδο αυτή στην πόλη υπήρχαν   αγροτικές  και άλλες ‘’ευκατάστατες’’ οικογένειες που διέθεταν κάποια  αποθέματα  γεωργικών προϊόντων και άλλων τροφίμων  . Αρκετοί από αυτούς  έδωσαν χέρι βοήθειας [με μέτρο βέβαια, αφού δεν γνώριζαν πόσο θα κρατήσει η κατάσταση] και θα μπορούσα να αναφέρω αρκετά ονόματα, αλλά το αποφεύγω για να μην μου διαφύγουν κάποια από αυτά  και τους αδικήσω.
 Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια Κυρία, που τυχαία με συνάντησε στο δρόμο , να με οδηγεί στο σπίτι της, λέγοντάς μου ότι είχε κάτι να μου δώσει. Αφού μου εξήγησε ότι είχε εντολή από τον ευρισκόμενο στο μέτωπο  – μαζί με τον πατέρα μου- σύζυγό της ,να μου δώσει ένα σακί αλεύρι που όφειλαν για εξόφληση μεροκάματων του οικοδόμου πατέρα μου. Φόρτωσε η ίδια το αλεύρι στον γάιδαρο της και περιχαρής το  μετέφερα στο σπίτι μου. Το προϊόν της καλοσύνης της μας εξασφάλισε ‘’ τον άρτον τον επιούσιον’’, μέχρι την επιστροφή του πατέρα μας από την Αλβανία. Η έκπληξη μου ήταν μεγαλύτερη όταν  πληροφορήθηκα ότι δεν υπήρχαν χρωστούμενα ‘’μεροκάματα’’  και ότι το αλεύρι αποτελούσε ‘’προκαταβολή έναντι μελλοντικών εργασιών’’. Ναι τότε υπήρχαν ακόμα Άνθρωποι.
Κάποιοι  άλλοι όμως, ευτυχώς ελάχιστοι - με τα  περισσεύματά τους – υπεξαίρεσαν περιουσιακά στοιχεία ,φτωχών και ανήμπορων ανθρώπων   ‘’αντί πινακίου φακής’’ , ακόμα και συνειδήσεις  και προσωπικές υπολήψεις, ατόμων που έδιναν τα πάντα για να επιζήσουν’’ οι οικογένειές τους. Στην περίπτωση αυτή απαξιώ να  αναφερθώ σε ονόματα , αφού οι περισσότεροι δεν ζουν πια και με τη Θεία ευσπλαχνία ,  έχουν ήδη δικαιωθεί , αφού ως νεκροί δεν μπορούν πια να βλάψουν κανένα.  Είχαν άλλωστε σπεύσει να εξαφανιστούν στην Αθήνα, για να χαθούν τα ίχνη τους. Ο Μεγαλοδύναμος έχει προβεί στη δίκαιη κρίση του, όπως ενδεχομένως  έκανε και για κάποιο γείτονα συντοπίτη μας, που έσφαξε το ‘’κάτισχνο’’ σκυλί του και το πούλησε για αρνάκι, ξεπληρώνοντας, μεταξύ άλλων και μεροκάματα του πατέρα μου. Το  διαπιστώσαμε ‘’όταν πια ήταν πολύ αργά’’ , από την ‘’ανοστιά’’ του μελανόσαρκου  προϊόντος, την απουσία  του γείτονα  σκύλου και   άλλες μαρτυρίες.
Οι άνθρωποι της περιόδου αυτής, κυριολεκτικά ‘’φυτοζωούσαν’’ αλλά πολύ σύντομα μας ‘’τέλειωσαν’’  και τα χόρτα, αφού  - πλην της ξηρασίας και των επιδρομών ακρίδας - είχαν σπεύσει στην περιοχή μας , για τα περιζήτητα χόρτα  και αμέτρητοι κάτοικοι της Αθήνας. Είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό που περιγράφω και στο βιβλίο μου, όταν περνώντας έξω από την εκκλησία του Αι-Θανάση για να μεταφέρω το καθημερινό κολατσιό σε συγγενικό μου πρόσωπο που είχε περιβόλι στο ‘’Λιβαδάκι’’, συναντούσα κάποιον Αθηναίο, που ανήμπορος πια από την πείνα, είχε ‘’γύρει’’  στον τοίχο της ανατολικής  του πλευράς. Ο ατυχής αυτός άνθρωπος ‘’φώναζε’’ πεινάω, χωρίς να ανταποκρίνεται κανείς στις εκκλήσεις του, ενώ στα επόμενα περάσματά μου  η φωνή του μειωνόταν συνεχώς , μέχρι που έσβησε εντελώς. Εγώ, ούτε καν επτάχρονος ακόμα, λυπόμουν που δεν μπορούσα να τον βοηθήσω και εξακολουθώ να αισθάνομαι τύψεις, που δεν έκανα κάτι περισσότερο για  να σωθεί  προσωρινά, αφού   δεν υπήρχε δυνατότητα για κάτι  μονιμότερο. Η επιβίωση τότε  ήταν απλά και μόνο θέμα τύχης και συγκυριών και σε μια τέτοια αγαθή σύμπτωση πιθανότατα οφείλεται και η δική μου παρουσία  ανάμεσά σας.
Μέσα σ’ αυτή τη δυστυχία και τη μιζέρια που ζούσαμε όλοι, με καθημερινές συλλήψεις και  συγκέντρωση σε ειδικά στρατόπεδα – κοντά στο Συνοικισμό, θεωρώ καθήκον μου να ξεχωρίσω , με τα δικά μου παιδικά κριτήρια και την πληροφόρηση που  τότε είχα, δυο πρόσωπα που έπαιξαν ένα ξεχωριστό ρόλο. Ένας από αυτούς ήταν ο γιατρός Βελλόπουλος και ο άλλος ο ‘’μπαρμπαλιάς’’ ο Καρδάρας. Ο δεύτερος νομίζω ήταν Πρόεδρος της κοινότητας και προσπάθησε στο μέτρο του δυνατού να βοηθήσει τους συντοπίτες του. Ο πρώτος, ο γιατρός της φτωχολογιάς, που έχαιρε βαθιάς εκτίμησης και σεβασμού του συνόλου των κατοίκων της πόλης, κοσμούσε το λειτούργημά του και είχε πάντα ανοιχτές τις πόρτες του ιατρείου του, χωρίς ποτέ να ζητήσει αμοιβή  από τους αναξιοπαθούντες ασθενείς του, χαρίζοντας μάλιστα και συμβολικά δωράκια στα μικρά παιδιά που ‘’κουράριζε’’. Με τη βοήθεια της γερμανίδας παιδαγωγού των παιδιών του  ,είχε πολλάκις  μεσολαβήσει στην απελευθέρωση ατόμων που είχαν συλλάβει οι κατακτητές, μεταξύ των οποίων και δυο φορές του πατέρα μου. Αυτός ο Άνθρωπος, τελικά είχε άδικο και άδοξο τέλος, τον Δεκέμβριο του 1945,  αφού βασανίστηκε αγρίως και  βρέθηκε νεκρός σε ένα ξεροπήγαδο. Σύσσωμη η κοινωνία της Αταλάντης  θρήνησε τον λαμπρό αυτό επιστήμονα και τον εξαίρετο   ανθρωπιστή, που δυστυχώς δεν ήταν το τελευταίο θύμα της παράλογης  περιόδου του εμφυλίου  που ακολούθησε τον συμβατικό πόλεμο. Με όσα αναφέρθηκαν  ανωτέρω, μπαίνουμε στην ανώμαλη περίοδο με τις εσωτερικές μας έριδες, με πιο αιματηρές και αγριότερες εκατέρωθεν δράσεις.

 Προσωπικά πιστεύω στη ‘’λήθη’’ που κάποτε αποφασίστηκε, έστω και αν   τηρήθηκε  μόνο από τη μια πλευρά. Στα γεγονότα αυτά έχω ήδη αναφερθεί  στο βιβλίο μου ‘’Αρνούμαι να ξεχάσω’’ και δεν επιθυμώ να  δώσω συνέχεια. Η άλλη  πλευρά εξακολουθεί να ‘’υπερηφανεύεται’’  για τα κατορθώματά της στον αδελφοκτόνο πόλεμο και εν μέρει εξαργύρωσε τη συμμετοχή της σ’ αυτόν. Θα κρατήσω μέσα μου και μόνο για μένα, τις σκέψεις μου για τη συγκεκριμένη περίοδο , με μοναδικό ‘’ελαφρυντικό’’ τη  ρευστότητα που διαδέχτηκε τον πόλεμο και την επικράτηση  των ακραίων και ίσως των  καιροσκόπων. Η εποχή μας απαιτεί καταλογή και σωφροσύνη, διότι χανόμαστε σαν έθνος .. Αντώνης Ταρνανάς

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Αταλάντη Λοκρίδας, T.K. 35200, Φθιώτιδα, Greece
Γράφω για να εξωτερικεύσω προσωπικές μου σκέψεις και να μοιραστώ εμπειρίες και γεγονότα που βίωσα προσωπικά στη μακρόχρονη υπηρεσιακή και ιδιωτική μου διαδρομή.